Annihilator

Set The World On Fire

Roadrunner/Epic (1993)
Από τον Σπύρο Κούκα, 12/11/2019
Το πιο παραγνωρισμένο από τα κορυφαία Annihilator άλμπουμ επιτέλους δικαιώνεται
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Βρισκόμαστε στο 1993, εν μέσω σημαντικών αλλαγών σε ό,τι αφορά τη μουσική βιομηχανιά στον χώρο του σκληρού ήχου. Οι Annihilator, το πλέον ελπιδοφόρο καναδικό metal σχήμα της εποχής, έχοντας ήδη κυκλοφορήσει δύο σπουδαία άλμπουμ στις παρυφές του thrash, ετοιμάζονται για το επόμενο δισκογραφικό τους βήμα, έχοντας (όπως, άλλωστε, και στα χρόνια που θα ακολουθούσαν) σημαντικές διαφοροποιήσεις στο line-up γύρω από τον Jeff Waters. Με πιο αισθητή αλλαγή εκείνη στη θέση του τραγουδιστή, με τον (ίσως καλύτερο τραγουδιστή - μαζί με τον Joe Comeau - που πέρασε από την μπάντα) Coburn Pharr να αποχωρεί - έχοντας συμμετάσχει στη δημιουργική διαδικασία για το τρίτο άλμπουμ (συνεισφέροντας μάλιστα στίχους και φωνητικές γραμμές σε τέσσερα τραγούδια) - δίνοντας τη θέση του στον Aaron Randall, το συγκρότημα ετοιμαζόταν για την πιο θαρραλέα στροφή ήχου που μπορούσε να πραγματοποιήσει, αφήνοντας παράμερα το speed/thrash για έναν ήχο πιο στακάτο και heavy, που φλέρταρε με τις περισσότερο hard rock φόρμες.

Η μουσική αυτή στροφή είχε λογικά αίτια, αναλογιζόμενοι την εποχή που πραγματοποιήθηκε. Με το "Black Album" και την άνοδο του grunge να έχουν αλλάξει τον mainstream metal χάρτη, πολλές μπάντες της εποχής επέλεγαν μια στοφή σε αντίστοιχες συνθετικές φόρμες για να επιβιώσουν οικονομικά και να διατηρήσουν/βελτιώσουν το status δημοφιλίας τους. Εκ του αποτελέσματος, βέβαια, αυτή η κίνηση απέδωσε καρπούς για ελάχιστα σχήματα (βλέπε Megadeth και τα εξαιρετικά "Countdown To Extinction" και "Youthanasia"), αφού μπάντες σαν τους Testament και τους Annihilator, όσο κάλα άλμπουμ κι αν κυκλοφόρησαν σε αυτό το ύφος, αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία και απορρίφθηκαν από πολλούς παλιότερους οπαδούς τους, με τη στροφή/αντίδραση των πρώτων σε πιο ακραία μονοπάτια να είναι ενδεικτική.

Ωστόσο, κρίνοντας το καθαρά μουσικό σκέλος του δίσκου,μιλάμε πιθανόν για ένα από τα τρία-τέσσερα καλύτερα άλμπουμ που κυκλοφόρησε ποτέ το σχήμα, όντας απολαυστικό από την αρχή μέχρι το τέλος του και παρουσιάζοντας κομματάρες σε κάθε ταχύτητα και ύφος, από αισθαντικές μπαλάντες ("Phoenix Rising") και πιασάρικα hard rock άσματα ("The Edge"), μέχρι σχιζοφρενικά heavy metal έπη ("Brain Dance") και υπερ-heavy, groov-άτα hits ("Set The World On Fire"). Έχοντας μια κορυφαία, πεντακάθαρη παραγωγή δια χειρός Jeff Waters (με τον Paul Blake και τον Max Norman να συμβάλλουν στην όλη διαδικασία) και με την κιθαριστική δουλειά ανανεωμένη και σταθερά ως το κορυφαίο προτέρημα της μπάντας, το "Set The World On Fire" δεν υστερεί παρά μόνο σε ταχύτητα από τους πιο γνωστούς κι εδραιωμένους προκατόχους του, με το μόνο του «πρόβλημα» να βρίσκεται καθαρά στο κομμάτι των συγκρίσεων και των προσδοκιών που είχαν καλλιεργήσει τα "Alice In Hell" και "Never, Neverland".

Μάλιστα, στο συγκεκριμένο δίσκο συναντάμε για πρώτη φορά τον «πολύ» Mike Mangini σε δισκογραφική δουλειά, καθώς ο Αμερικάνος ντράμερ παίζει στα εφτά από τα δέκα κομμάτια του, ενώ ο Aaron Randall φωνητικά είναι κάτι παραπάνω από ανταγωνιστικός, αποτελώντας ένα μάλλον παραγνωρισμένο μέλος των Annihilator, το όνομα του οποίου μνημονεύεται πλέον σε συζητήσεις για τους... λάθος λόγους. Βλέπετε, ο Καναδός τραγουδιστής, πέραν των σίγουρα ταιριαστών με αυτό το πιο mid tempo ύφος φωνητικών του προσόντων, παρουσίασε μια ιδιαιτερότητα στην εκφορά ορισμένων φράσεων κατά τις ερμηνείες του, με το αμυδρό του «ψεύδισμα», πάντως, να απογειώνει το "Brain Dance" ως προς την ατμόσφαιρα που εκείνο ήθελε να δημιουργήσει (με τις στιχουργικές και κιθαριστικές μανιέρες, κιόλας, του κομματιού, να ανακαλούν έξυπνα τα "Alice In Hell" και "Never, Neverland" χρόνια). Άλλωστε, συγκριτικά με το σίγουρα σωστό και συγκροτημένο, αλλά επίσης δεδομένα περιορισμένο εύρος ερμηνειών του Jeff Waters, ο οποίος θα αναλάμβανε κατόπιν (και) τα καθήκοντα του τραγουδιστή, ο Randall φάνταζε σαν μια μακράν πιο ενδιαφέρουσα λύση, που δυστυχώς δεν μακροημέρευσε (όπως, βέβαια, και οι περισσότεροι τραγουδιστές στην μπάντα - με εξαίρεση τον Dave Padden).

Παρά, λοιπόν, τις πρώτες εντυπώσεις και τα σχόλια που δέχτηκε το άλμπουμ την εποχή που κυκλοφόρησε, σήμερα, 26 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, φαίνεται ως μια δουλειά στην οποία ο χρόνος λειτούργησε ευεργετικά, αναδεικνύοντας τα προτερήματα που εξ αρχής έφερε. Σε προσωπικό, δε, επίπεδο, αν και η παρθενική επαφή μου με τη μουσική των Annihilator (μέσω του "Never, Neverland") κρατάει τα πρωτεία και των προτιμήσεων μου, το "Set The World On Fire" και όλα όσα εκείνο κρύβει μουσικά και στιχουργικά είναι, τελικά, εκείνο στο οποίο επιστρέφω, ακούγοντας το τμηματικά ή όλόκληρο, όλο και περισσότερες φορές όσο περνούν τα χρόνια.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET