Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...
Tyrann
Djävulens Musik
Η απόλυτη μετενσάρκωση του λατρεμένου obscure heavy metal των '80s
Από το πουθενά αποκαλύφθηκε αυτή η δισκάρα ανόθευτου heavy metal, τόσο που λίγοι αντιλήφθηκαν την ύπαρξη της ακόμη και με τρεις μήνες να έχουν περάσει από την επίσημη κυκλοφορία της. Οι Tyrann μας έρχονται από - πού αλλού; - τη μεταλλομάνα Σουηδία και αποτελούνται από μουσικούς που μόνο τυχαίοι δεν είναι στο μουσικό στερέωμα. Οι Tobias Lindqvist, Joseph Tholl και Jakob Ljungberg έχουν σημαντικά παράσημα στο πέτο τους, όντας ή έχοντας διατελέσει επί χρόνια μέλη σε σχήματα όπως οι Enforcer (βλέπε και οι τρεις) και οι Tribulation (βλέπε οι δύο τελευταίοι), αφήνοντας έτσι μια υπόνοια σχετικά με την εδώ μουσική τους κατεύθυνση. Αμ, δε. Οι Tyrann φαντάζουν σαν τη φυσική συνέχεια του αδικοχαμένου(;) project των Terminal, εκείνης της προσπάθειας του Lindqvist να αποδώσει το δικό του φόρο τιμής στις '80s heavy metal μπάντες του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ της Ευρώπης (με random στίχους στα σλοβένικα και μελωδίες που τιμούσαν το σλαβικό metal).
«Μουσική του Διαβόλου», λοιπόν, και το ντεμπούτο των Tyrann, μέσα από την εκούσια cult-ίλα του και τη "heavy metal or no metal at all" αισθητική του προσέγγιση, φαίνεται να αποτυπώνει στο απόλυτο τον εύγλωττο τίτλο του. Γεμάτο από στίχους - τσιτάτα που, σε άλλες εποχές, θα δημιουργούσαν στρατιές οπαδών (αυτό το "Don't Make Fashion Of Our Heavy Metal Passion" φαντάζει το τραγούδι της χρονιάς για όσο διαρκεί), με τα σουηδικά και τα αγγλικά να μπλέκονται ερμηνευτικά κατά το δοκούν, με ιδανική διάρκεια (οκτώ κομμάτια και ούτε 27 λεπτά πραγματικού heavy metal) και πανηγυρική απουσία περιττών στιγμών, το άλμπουμ των Σουηδών φαντάζει - μέσα από την απογυμνωμένη και σχεδόν «χαβαλετζίδικη» μεταλλική του στόφα - ως το πιο ατόφιο heavy metal άλμπουμ της χρονιάς μέχρι στιγμής.
Οι κιθάρες και η συνολική δομή των τραγουδιών είναι υποδειγματική, με εύληπτες μελωδίες, ξεκάθαρες γέφυρες και δίχως περιττά φτιασίδια να σμιλεύουν ένα υλικό απολαυστικό στην ακρόαση του. Η ακατέργαστη αγριοφωνάρα του Lindqvist είναι η πλέον ταιριαστή, γεμάτη πάθος, συναίσθημα και περιορισμένες ερμηνευτικές προοπτικές, ενώ τα μπασοτύμπανα διατηρούν την "keep it simple" προσέγγιση τους, αποτελώντας όχι απλώς την απαραίτητη ραχοκοκαλιά του δίσκου, αλλά κι έναν από τους λόγους που αυτός είναι τόσο άμεσα προσβάσιμος.
Σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον Αποστόλη Ζαμπάρα για τον εν λόγω δίσκο, ειπώθηκε - μεταξύ ζύθου και της νιοστής ακρόασης εκείνου - όλο το νόημα αυτού. Έτσι, το "Djävulens Musik" έχει το σπάνιο προτέρημα να μην έχει power, extreme ή οτιδήποτε άλλα στοιχεία να το καθορίζουν, αλλά στέκεται ως το επιστέγασμα του βρώμικου, στιβαρού, στακάτου ήχου του '80s heavy metal, μια απρόσμενη μετενσάρκωση των Heavy Load, των Gotham City και όλου εκείνου του λατρεμένου obscure metal εκείνης της εποχής. Δίσκος χρονιάς, χωρίς καμία αμφιβολία.