The Enid

Dust

Operation Seraphim (2016)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 07/04/2016
Πομπώδες και βαρύγδουπο prog αλλά αντιφατικώς ελκυστικό στην οικονομία της σύνθεσης και την ουσία της μουσικής του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν κάτι πλέον μπορεί σίγουρα να περιμένει κανείς από τους Enid είναι ότι θα εμπλέξουν (πολύ) στη δική τους εκδοχή του progressive πολλή συμφωνική μουσική. Ή έστω μία εκδοχή αυτής, για να μην παρεξηγηθούν και οι πιουρίστες αυτού του είδους, όχι πολύ μακρινή από αυτή που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς και σε ένα soundtrack. Ως ένα συγκρότημα που από τη δεκαετία του '70 έχει ξεκινήσει με τις θεωρητικά καλύτερες των προδιαγραφών (ιδρυτικό μέλος τους με θητεία στους Barcley James Harvest, συμβόλαιο με πολυεθνική εταιρία), αλλά ποτέ δεν απογειώθηκε πραγματικά, είναι ίσως περίεργο (ή ίσως και δεν είναι) ότι μάλλον τη μεγαλύτερη δημοφιλία του την απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια, τόσο παρασυρμένο από τη νέα νιότη του prog όσο και απελευθερωμένο πιθανότατα από την ανάγκη να βάλει νερό στο prog κρασί του.

Οι Enid του σήμερα, πέρα από το στοιχείο που περιγράψαμε παραπάνω έχουν ως χαρακτηριστικό τους και τις ξεδιάντροπα μελωδικές, pop φωνητικές γραμμές που όμως υποστηριζόμενες από τα δεύτερα φωνητικά αποκτούν έναν οπερατικό χαρακτήρα. Αυτό τους επιτρέπει να δημιουργούν εναλλάξ πολλά κρεσέντο στα τραγούδια τους, άλλα παιγμένα από τους μουσικούς και άλλα αποδιδόμενα από την πραγματικά εξαιρετική φωνή του Joe Payne. Ο ίδιος είναι που έχει επιμεληθεί και τη στιχουργική του δίσκου που καταπιάνεται με θέματα «κοινωνικού προβληματισμού» έχοντας ένα ξεχωριστό στόχο σε κάθε τραγούδι, από την φτώχεια έως το περιβάλλον και από τον καταναλωτισμό μέχρι, αναπόφευκτα, την αγάπη. Αυτή η «όλα σε ένα» προσέγγιση είναι φυσικά απλοϊκά ρομαντική και ρηχή, γι' αυτό σε συνδυασμό με τη βαρύτητα της μουσικής ακούγεται τελικά βαρύγδουπη και πομπώδης. Κατά έναν περίεργο τρόπο, όμως, οι Enid καταφέρνουν αυτό να το υποστηρίζουν για όποιον τουλάχιστον δεν αναζητά δάφνες πρωτότυπων ιδεών στα θέματα που θίγουν.

Αφήνοντας τους στίχους στην άκρη, μουσικά αυτό που κανείς διακρίνει με την πρώτη ...αυτιά είναι ότι ο δίσκος δύσκολα ξεχωρίζει στα μέρη του, αφού τα τραγούδια δεν έχουν ένα τόσο έντονο χαρακτηριστικό (για τυπικά κουπλέ/ρεφρέν ούτε συζήτηση) που θα τα κάνει να ξεχωρίσουν και να αποκτήσουν χαρακτήρα. Περισσότερο συνδέονται εσωτερικά βάσει διάθεσης (π.χ. το up tempo "Trophy" ετεροκαθορίζεται συναισθηματικά κυρίως, παρά συνθετικά σε σχέση με το εσωστρεφές "Heavy Heart") και κάποιας χαρακτηριστικής μελωδίας (το "Someone Shall Rise" είναι το καλύτερο παράδειγμα). Εξωτερικά διαχέεται το ένα στο άλλο σαν η συνέχεια ενός έργου με πολλά μέρη που λίγο αν δεν προσέξεις δεν αντιλαμβάνεσαι πού το ένα τελειώνει και το άλλο αρχίζει. Σε αυτό βοηθάει και η (για κάποιους περαστικούς στο prog παράξενη) απουσία ιδιαίτερων solo και τεχνικών επιδείξεων. Σε κάθε περίπτωση η μουσική υπηρετεί ένα γενικότερο συνθετικό όραμα που έχει σκοπό να περάσει τον ακροατή από διάφορες ψυχικές καταστάσεις όντας πάντα ευήκοο. Και αυτό εν τέλει είναι και το μεγαλύτερο προσόν του.

Χωρίς να κάνει κάτι το νεωτεριστικό (κάθε άλλο, σχεδόν κάθε κόλπο που δοκιμάζουν οι Enid έχει γίνει και στο παρελθόν) σαν αποτέλεσμα το "Dust" είναι μία διαφορετική επιλογή στον σημερινό progressive ήχο και ως τέτοια αξίζει της προσοχής ακόμα και ανθρώπων που ίσως μέχρι τώρα δεν είχαν βρει αυτό που αναζητούσαν.

  • SHARE
  • TWEET