Royal Hunt

Dystopia

Northpoint Productions (2020)
Από τον Σπύρο Κούκα, 24/12/2020
Αυτές οι λίγες εκλάμψεις, ο trademark ήχος και ο «περιληπτικός» χαρακτήρας του "Dystopia" το ορίζουν ως μια ικανή αλλά όχι αναγκαία προσθήκη στην πλούσια δισκογραφία τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Πολύ αγαπημένη μπάντα οι Royal Hunt, με τους Δανούς να έχουν σημαδέψει την εφηβεία μου με εκείνο το φανταστικό δεύτερο μέρος του κλασικού "Paradox" και να βρίσκονται σε αυτό το τόσο θελκτικό - τουλάχιστον για τον γράφοντα - μεταίχμιο μεταξύ pomp, prog και power metal. Έτσι, παρά την αναντίρρητη σταδιακή τους πτώση, εμπορικά και ποιοτικά, μέσα στην προηγούμενη δεκαετία, συνεχίζω να τους παρακολουθώ με περίσσειο ενδιαφέρον κάθε φορά που επιλέγουν να δισκογραφήσουν ξανά.

Φέτος, στο κλείσιμο ενός δύσκολου έτους, επιστρέφουν με το δέκατο πέμπτο άλμπουμ τους, το οποίο φέρει τον ταιριαστό για την εποχή - αλλά ολίγον τι κορεσμένο - τίτλο "Dystopia". Το ερώτημα, βεβαίως, δεν βρίσκεται στο τί μουσικό μονοπάτι έχουν πάρει αυτή τη φορά - αυτό είναι λίγο-πολύ αναμενόμενο και ελάχιστα έως καθόλου διαφοροποιημένο απ’ότι συνήθως - αλλά σε τί επίπεδα βρέθηκε η έμπνευση τους, μιας και πραγματικά σπουδαία πράγματα έχουν να υπάρξουν με τη σφραγίδα τους τουλάχιστον μια δεκαετία (βλέπε "Show Me How To Live").

Όσο καλό κι αν υπήρξε το "Cast In Stone", παρουσίαζε μια μπάντα μάλλον κουρασμένη, ενώ τα ζητήματα επανάληψης είχαν αρχίσει να δείχνουν εντονότερα τα σημάδια τους. Συν τοις άλλοις, υπήρξε απορίας άξιο ότι η κυκλοφορία εκείνη είχε βγει δίχως την υποστήριξη κάποιας γνωστής δισκογραφικής, γεγονός που κατ’ουσίαν συνεχίζεται και με τη νέα δουλειά, αφού η Northpoint Productions αποτελεί εταιρεία συμφερόντων του (mainman και πληκτρά του σχήματος) Andre Andersen.

Σε κάθε περίπτωση, στο "Dystopia" ο πήχης των προσδοκιών ήταν αρκετά χαμηλά, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την πιθανότητα μιας πραγματικά σπουδαίας δουλειάς. Η πομπώδης εκκίνηση του προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο κι εντείνει το ενδιαφέρον εξ αρχής, προτού το "Burn" μπει φουριόζο και αποτελέσει μια από τις πιο άμεσες - και ξεχωριστές - στιγμές του δίσκου. Ωραία σύνθεση, με τη φωνή του DC Cooper σε καλή φόρμα και τη μπάντα να ανακαλεί αρκετές μουσικές της μανιέρες, δημιουργώντας μια ιδανικη έναρξη.

Το θέμα είναι, ωστόσο, εκεί ακριβώς. Οι Royal Hunt είναι πεπειραμένοι και ικανότατοι μουσικοί και ο Andersen ένας συνθέτης με κλασική παιδεία και δικό του ύφος, οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για εκτελεστικές ή λοιπές ανεπάρκειες, αλλά μονάχα για την αναπόφευκτη πραγματικότητα που θέλει την μπάντα εγκλωβισμένη σε ένα πολύ συγκεκριμένο και πλέον πολύ περιορισμένο στυλ. Ας πούμε, το "The Art Of Dying" είναι ένα τυπικό Royal Hunt κομμάτι που σίγουρα έχουμε ξανακούσει, με το ενδιαφέρον μέρος του να περιορίζεται στη φωνητική συμμετοχή του Mats Leven.

Στο επόμενο, "I Used To Walk Alone", βρίσκουμε μια μπαλάντα βασισμένη στα πλήκτρα και τις εξαιρετικές ερμηνείες του Mark Boals και της Alexandra Andersen, με την παρουσία του Αμερικάνου πρώην τραγουδιστή της μπάντας να αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη και ακόμη μια guest συμμετοχή που προσθέτει πόντους στο υλικό. Ομοίως και τα "House Of The Damned" (της πιο industrial αισθητικής) και "Snake Eyes" έχουν το δικό τους ενδιαφέρον, κυρίως όμως διότι παρουσιάζουν περισσότερους παλιούς γνώριμους, όπως τον Henrick Brockmann (τραγουδιστή στα δύο πρώτα άλμπουμ της μπάντας) ή τον Kenny Lubcke (ο οποίος έχει συμμετοχή στα περισσότερα άλμπουμ τους, προσθέτοντας διάφορα backing vocals), παρά ως καθεαυτές συνθέσεις.

Τελικά, με την καλύτερη στιγμή του δίσκου να βρίσκεται ακριβώς στη μέση αυτού (βλέπε "The Eye Of Oblivion") και να δείχνει το πραγματικό του πρόβλημα, η ετυμηγορία είναι μάλλον ξεκάθαρη. Ούτε οι διάφοροι guests, ούτε η επίκληση στο συναίσθημα μπορούν να σώσουν την παρτίδα χωρίς αρκετή έμπνευση, η οποία από μόνη της θα μπορούσε να προσφέρει ένα σαφώς ανώτερο αποτέλεσμα - εάν κι εφόσον υπήρχε συνολικά στα ίδια επίπεδα των δύο-τριών πραγματικά δυνατών τραγουδιών του άλμπουμ. Ας είναι, όμως. Αυτές οι λίγες εκλάμψεις, ο trademark ήχος και ο «περιληπτικός» χαρακτήρας του "Dystopia" το ορίζουν ως μια ικανή αλλά όχι αναγκαία προσθήκη στην πλούσια δισκογραφία τους.

  • SHARE
  • TWEET