Μανιακός ακροατής, με αδυναμίες που ξεκινάνε από το ακραίο metal και καταλήγουν σε ξεδιάντροπα χορευτικά άσματα, αναζητά διαρκώς, σε παρελθόν και παρόν, μουσικά διαμαντάκια ώστε να τα εντάξει σε κάποια...

"This Is What We Do for An Encore" ονομαζόταν η τελευταία περιοδεία των Pulp, η οποία πέρασε και από την Ελλάδα πέρυσι το καλοκαίρι, αφήνοντας να εννοηθεί πως το δεύτερο reunion του γκρουπ και οι συναυλίες που έδωσαν στο πλαίσιο αυτής της συνθήκης, ουσιαστικά αποτελούσαν και το τελευταίο κεφάλαιο της πολύ σπουδαίας διαδρομής τους.
Βέβαια, από το πρώτο reunion ακόμη, το "will they/won’t they?" και η αγωνία του κοινού σχετικά με την κυκλοφορία ενός νέου δίσκου κόντραρε στα ίσια το αν ο Ross θα καταλήξει με την Rachel. Ευτυχώς λοιπόν για εμάς, οι Pulp, όπως όλοι εξάλλου (τα λένε χρόνια οι Tears For Fears), αγαπούν τα happy ending, και, 24 χρόνια μετά το "We Love Life", επέστρεψαν με μια νέα κυκλοφορία με τον απλό και λιτό τίτλο "More".
Και κάπως έτσι, 27 χρόνια μετά το "This Is Hardcore", το συγκρότημα από το Sheffield επέστρεψε στην κορυφή των Βρετανικών charts. Κι εδώ που τα λέμε, με τους συνεργάτες του Jarvis Cocker στο "Beyond The Pale", Emma Smith, Adam Betts και Andrew McKinney, ο οποίος ανέλαβε και τον δύσκολο ρόλο να γεμίσει τα γιγάντια παπούτσια του Steve Mackey (ο οποίος όμως εμφανίζεται στα credits δύο κομματιών του άλμπουμ), να ενώνουν τις δυνάμεις τους με τα μέλη των Pulp, και τον - κρύβομαι πίσω από όλα τα σπουδαία άλμπουμ των τελευταίων ετών - James Ford να κάθεται στην καρέκλα του παραγωγού, αυτό μάλλον ήταν κάτι αναμενόμενο.
Και οι όποιες αμφιβολίες σας σχετικά με την αξία του άλμπουμ σας διαβεβαιώνω πως θα εξαφανιστούν από τις πρώτες νότες του "Spike Island" που ανοίγει τον δίσκο, το οποίο αποτελεί instant hit βγαλμένο από τις πιο ένδοξες και χορευτικές μέρες του συγκροτήματος και είναι έτοιμο να γεμίσει στάδια και καρδιές. Αντίστοιχα, το "Tina" που ακολουθεί διαλύει κάθε υποψία μανιέρας καθώς, χωρίς να ξεφεύγουν ποτέ από το χαρακτηριστικό τους ύφος, οι Pulp δείχνουν πως μπορούν ακόμη να γεννούν φρέσκες μελωδίες και να εντυπωσιάζουν με τις ενορχηστρώσεις τους.
Βέβαια, ο τίτλος του "More" πιστοποιεί ακριβώς το ότι οι Pulp δεν προσπαθούν να επαναφέρουν απλώς τον παλιό τους εαυτό αλλά προχωράνε μπροστά και μας τον παρουσιάζουν ξανά πιο πλούσιο και αναζωογονημένο, δίνοντας μας λίγη ακόμη από την νεανική μαγεία που τους χαρακτηρίζει εδώ και σχεδόν 45 χρόνια. Εξάλλου, όπως εύστοχα σχολιάζει με αυτοσαρκασμό στο "Grown Ups" ο Cocker: "So, so hard to act just like a grown up, and it's so, so hard, and we're hoping that we don't get shown up, 'cause nobody wants to grow up". Και, ναι, παρόλο που το συγκρότημα έχει τελικά μεγαλώσει και στον δίσκο δείχνει να έχει επίγνωση αυτού, η άρνηση τους να υποκύψουν και να παραδοθούν στο χρόνο, αποτελεί το πιο δυνατό τους χαρακτηριστικό και αυτό που καθιστά τελικά το "More" μια ωδή στη ζωή.
Όμως, πέρα από up-tempo κομματάρες, οι Pulp, και στα πιο αργά τους κομμάτια (είτε αυτά λέγονται "Farmers Market", είτε "Partial Eclipse"), πετυχαίνουν να σε κρατήσουν εκεί, μέσα από ambient ατμόσφαιρες και ενορχηστρώσεις που βάζουν μπροστά την μελωδία. Σημαντικός παράγοντας, φυσικά, πέραν της εμπειρίας που κουβαλάει το συγκρότημα, παραμένει ο Jarvis, ο οποίος μπορεί να έχει περάσει πια τα εξήντα, αλλά παραμένει ο ίδιος γοητευτικός, και κάπως παράξενος, έφηβος που στέκει περήφανα ως υμνητής όλων των outsiders εκεί έξω, γράφοντας στίχους, όπως π.χ. αυτό το "Without love, you're just making a fool of yourself, Without love, you're just jerking off inside someone else" που δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει κανένας (μα κανένας) άλλος. Χωρίς αμφιβολία, το "Got to Have Love" αποτελεί ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, και αν με ρωτάτε, γενικότερα, ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχει γράψει ποτέ το συγκρότημα, ενώ το "A Sunset", που κλείνει τον δίσκο, βρίσκει μια υπέροχη παρέα προχωρημένων μεσηλίκων να μας αγκαλιάζει μέσα από τη μουσική τους καθώς όλοι μαζί τραγουδάμε " Oh, I'd like to teach the world to sing but I do not have a voice, and I'd like to buy the world some time, some time and a choice".
Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, το "More" αποτελεί ένα δυναμικό κάλεσμα προς όσους νιώθουν πως η ζωή μπορεί και να μην τελειώνει ή να γίνεται flat και βαρετή μετά τα 30, αλλά συνεχίζει να γεννά ειλικρινείς, μα και απολύτως awkward, ιστορίες που ισορροπούν ανάμεσα στην αυτοεπίγνωση και στην ανωριμότητα. Γιατί στην τελική, ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από μια σύμβαση που αποκτά σημασία μέσα από κοινωνικά χαρακτηριστικά. Και για αυτό, η μουσική των Pulp θα εμπεριέχει πάντα μικρές φλόγες αντίστασης απέναντι σε κάθε μορφής καθωσπρεπισμούς και άλλες μικροαστικές συνήθειες και συμβάσεις που επιβάλλονται ως "φυσική εξέλιξη".
Η νέα δουλειά των Pulp είναι ένα μεγάλο άλμπουμ για μεγάλους ανθρώπους που δεν ξέχασαν ποτέ τις ρίζες τους και δεν έγιναν ποτέ όλα όσα μισούσαν ή κορόιδευαν όταν μεγάλωναν κι ένα υπέροχο δώρο σε όλους τους φίλους του συγκροτήματος. Εξάλλου, το είπαν και οι ίδιοι ξεκάθαρα με την κυκλοφορία του δίσκου: "This is the best we can do". Κι εμείς τους απαντάμε πως αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν, φτάνει και περισσεύει!