Nick Cave & Warren Ellis

Carnage

Goliath/Rockarolla (2021)
Από τον Σπύρο Τσούτσο, 12/03/2021
Οι δύο μουσικοί πλάθουν νοσταλγικές ιστορίες μέσα σε έναν βάρβαρο κόσμο, αφήνοντας πάντα μία νότα αισιοδοξίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Oι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες σύμφωνα με την αξία που δίνουν σε κάθε στιγμή της ζωής τους. Είναι αυτοί που απαξιώνουν κάθε τους βίωμα μπροστά στην αιωνιότητα και την απεραντοσύνη του σύμπαντος και αυτοί που θεοποιούν κάθε ασήμαντη φαινομενικά δράση τους ως ένα κομμάτι της ροής των γεγονότων. Ο Nick Cave ανήκει σίγουρα στη δεύτερη κατηγορία. Είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο κυνηγά και συλλέγει κάθε του ανάμνηση, μετατρέποντάς τη σε ένα ιμπρεσιονιστικό ποίημα αφηγηματικού χαρακτήρα. Δίνει πνοή και αξία σε κάθε ξεχασμένη του ιστορία, δημιουργώντας μέσω των τραγουδιών του ένα αυτοβιογραφικό κολάζ συναισθημάτων.

Το "Carnage" είναι το πρώτο επίσημο άλμπουμ που υπογράφουν σαν δίδυμο ο Cave με τον επί χρόνια συνεργάτη του Warren Ellis, αν και είχαν προηγηθεί κάποιες συλλογές με soundtrack. Στο ντοκιμαντέρ 20.000 Days on Earth (2014), υπάρχει ένα πλάνο στο οποίο ο Cave κάθεται στο πάτωμα ενός στούντιο και απαγγέλλει μέσα από ένα τετράδιο γεμάτο χειρόγραφους στίχους, ενώ δίπλα του ο Warren Ellis πειραματίζεται με ένα mini keyboard προσπαθώντας να επενδύσει μουσικά την απαγγελία. Με το που άκουσα το "Carnage" μου ήρθε αμέσως στο μυαλό αυτό το πλάνο. Κάπως έτσι πρέπει να γράφουν μουσική αυτοί οι δύο σκέφτηκα. Αυτή η εικόνα περιγράφει τη μετάλλαξη της ενορχήστρωσης των κομματιών που έχει ήδη ξεκινήσει από το "Skeleton Tree" (2016), συνεχίστηκε σε ακραίο μινιμαλιστικό βαθμό με το "Ghosteen" (2019) και χαρακτηρίζει επίσης το "Carnage" σε μία πιο σύνθετη εκδοχή, λόγω των χορωδιακών ρεφρέν και του πιάνου που θυμίζει σε σημεία κινηματογραφικό soundtrack. Κατά κύριο λόγο αποφεύγονται συμβατικά όργανα, καθώς τα ντραμς έχουν μετατραπεί σε λούπες από drum machines, ενώ οι κιθάρες έχουν αντικατασταθεί από synthesizers. Το πιάνο βέβαια παραμένει μια σταθερή αξία που συνδέει υποσυνείδητα τον Cave του παρελθόντος, με τον Cave του παρόντος.

Οι δύο μουσικοί συμβαδίζουν με τις επιταγές της σύγχρονης μουσικής χωρίς να χάνουν στο ελάχιστο το στυλ και την ποιότητά τους. Σίγουρα ο Nick Cave στα 40+ χρόνια καριέρας, έχει γράψει ύμνους που πολύ δύσκολα θα αγγίξει με αυτό το άλμπουμ. Θα επικεντρωθώ όμως σε τρία κομβικά κομμάτια που έχουν να πουν πολλά. Καταρχάς το ομώνυμο "Carnage", το οποίο αναλύει μια βροχερή σκηνή, την οποία ο καλλιτέχνης παρακολουθεί από το μπαλκόνι του. Είναι ένα κομμάτι σκοτεινό, ακραία σπαρακτικό που θα λυγίσει και τους πιο σκληρούς. Γενικά o Cave χρησιμοποιεί το «μπαλκόνι» στους στίχους του με μία αλληγορική σημασία, ως ένα μέρος από όπου παρατηρεί τον κόσμο από απόσταση ασφαλείας. Αμέσως μετά μπαίνει το "White Elephant", εμπνευσμένο από το "Shooting Αn Elephant" του George Orwell, ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του δίσκου. Την ενορχήστρωση θα τη χαρακτήριζα «μονότονη industrial», κατασκευασμένη από τραχείς ήχους και τον Cave να καταγγέλλει, παίρνοντας τον ρόλο του θύτη, τη δολοφονία του αφροαμερικανού George Floyd σε μία "Τραμπική" κοινωνία όπου κάθε τι διαφορετικό απειλείται με πυροβολισμό στο κεφάλι. Στη μέση ακριβώς του τραγουδιού μας περιμένει μία έκπληξη αφού το ύφος αλλάζει απότομα και το κομμάτι μετατρέπεται σε ένα χαρούμενο, gospel πρόταγμα, που θυμίζει έντονα το φινάλε του "Hey Jude", προμηνύοντας τον ερχομό μίας καλύτερης κοινωνίας. Θα κλείσω με το τελευταίο "Balcony Man" όπου πάλι το μπαλκόνι έχει την τιμητική του (ίσως και λόγω της καραντίνας, αφού όλοι έχουμε περιορίσει τα οπτικά μας ερεθίσματα στη θέα που μας παρέχει το μπαλκόνι μας), σε μια μπαλάντα, ωδή στα υπέροχα πρωινά. Ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο... τρελό, σύμφωνα με τον Nick.

  • SHARE
  • TWEET