Marika Hackman

Big Sigh

Chrysalis Records Ltd (2024)
Εκλεκτική συνθετική ματιά, προσεγμένος συναισθηματισμός, κι ο βαθύς αναστεναγμός που τα πράγματα πήγαν καλά στο τέλος
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η πρώτη εντύπωση που είχα ακούγοντας τον τέταρτο δίσκο της - άγνωστής μου μέχρι προσφάτως - Λονδρέζας μουσικού Marika Hackman, ήταν πως επρόκειτο για κάτι πολύ κοντά στα πιο chamber pop έργα της Agnes Obel, μιας και η μελωδία του πιάνου με την ενορχήστρωση και τα πειραγμένα φωνητικά παρέπεμπε σε ένα "Familiar". Ωστόσο, η alternative στροφή του αμέσως επόμενου "No Caffeine" με ξάφνιασε θετικά, μία έκπληξη που θα συνέχιζε καθώς ξετυλίγονταν το tracklist του "Big Sigh". Αναζητώντας μία παραπάνω πληροφορία για την μουσικό, θα έβλεπα ότι η ποικιλομορφία είναι χαρακτηριστικό της δισκογραφίας της (που μετράει ήδη 12 χρόνια!), που μετακινείται μεταξύ folk, acoustic, alternative, και pop.

Το "Big Sigh" είναι δίσκος υποδόριος, δεν ξέρεις πόσες φορές χρειάζεται να τον ακούσεις για να σου μείνει κάτι, κι ωστόσο κάποια στιγμή στο replay αναγνωρίζεις όλα τα ρεφραίν, τις μικρές λεπτομέρειες στα όργανα, και δεν αργείς να αναζητάς να ακούσεις ξανά τις φωνητικές μελωδίες του ομώνυμου ή του "Hanging". Έχει κάτι από την ανεπιτήδευτη απλότητα του "Flowers For Vases/Descansos", κι ίσως το γεγονός πως κρατάει τριάντα πέντε λεπτά να λειτουργεί υπέρ του, καθώς λέει όλα όσα έχει να πει χωρίς φιοριτούρες, κι αφήνει περιθώρια πολλών επαναλήψεων. Έτσι, οι μεγάλες και πομπώδεις στιγμές αρχίζουν και ξεχωρίζουν μαζί με τα μινιμαλιστικά στοιχεία, τις έξυπνες μελωδίες (πόσο απλό κι ωστόσο λειτουργικό είναι το θέμα του "Vitamins", και πόσο καλά αναδεικνύεται λόγω ενορχήστρωσης;), ενώ δίνεται ο χώρος να παρελάσουν όλα τα διαφορετικά μέσα που έχει στη διάθεσή της η Hackman, από τις ηλεκτρονικές πινελιές, τις ακουστικές κιθάρες, τα alternative rock ξεσπάσματα, και οι πιανιστικές μπαλάντες.

Παρ' όλη την ήπια και συγκρατημένη υφή του, δεν προδίδει καθόλου πως αποτελεί καρπό μίας μακράς ξηρασίας έμπνευσης - εκτός ίσως από τον πιο σοβαρό και συναισθηματικό του τόνο. Είναι εντυπωσιακό πόσο ξεχωριστό κι ωστόσο συνεπές με το γενικό ύφος είναι κάθε κομμάτι, και πόσο εύκολα ρέει ο δίσκος παρ’ όλες τις αντιθέσεις του. Οι στίχοι, παρ’ όλο που δεν διεκδικούν ποτέ δάφνες πρωτοτυπίας ή οξυδέρκειας, εν τέλει πετυχαίνουν έναν αέρα αμεσότητας και ειλικρίνειας όταν μιλούν για σχέσεις και απώλεια, αλλά και πιο σοβαρά θέματα, όπως είναι η ψυχική υγεία. Εξάλλου, όπως συμβαίνει πολύ συχνά με τους αγαπημένους μας στίχους, δεν είναι πάντα το τι είναι γραμμένο στο χαρτί, αλλά η πειστικότητα της ερμηνείας, κι η αλήθεια είναι πως η φωνή της Hackman είναι από εκείνες τις διαφανείς, λείες, κι απαλές φωνές, που ταιριάζουν απόλυτα τόσο σε κομμάτια όπως το London Grammarικό "Please Don’t Be So Kind", όσο και στο folky "The Yellow Mile" - που κλείνουν το δίσκο με δύο διαφορετικές διαθέσεις, και γι’ αυτό και ξεχωρίζουν ένα τσακ παραπάνω.

Θα ήταν κλισέ να πούμε ότι είναι ο καλύτερος δίσκος της ή ο πιο ώριμος απλά και μόνο επειδή είναι κι ο πιο σοβαρός ή ο πιο δύσκολος όπως παραδέχεται κι εκείνη, ωστόσο μπορούμε να δηλώσουμε με σιγουριά πως με αυτόν κατάφερε να υπερβεί τόσο τα προσωπικά, όσο και τα δημιουργικά της στεγανά, και να ξεχωρίσει για μία ακόμη φορά, σ’ έναν δίσκο που δίνει τον παλμό για τις indie κυκλοφορίες της φετινής χρονιάς.

Bandcamp
Spotify

  • SHARE
  • TWEET