Kristoffer Gildenlow

Empty

New Joke Music (2024)
Ενδεχομένως μία από τις πιο συναισθηματικές και πλήρεις δουλειές του Σουηδού μουσικού
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σε μία αυξανόμενης ταχύτητας δισκογραφική παραγωγή, έχουμε τον πέμπτο δίσκο του πολυτάλαντου και χαμηλών τόνων Kristoffer Gildenlow, ο τρίτος μέσα σε τέσσερα χρόνια. Η υποψία για το τι θα ακούσουμε συμπυκνώνεται στις λέξεις «μελαγχολικό», «εσωστρεφές», «μελωδικό», και «ποιοτικό», μιας και ο έτερος αδελφός Gildenlow μπορεί να κινείται στο χώρο του σκοτεινού και μαζεμένου prog rock, δίνοντας πάντοτε αρκετή προσοχή στις συνθέσεις του ώστε να καταφέρνει να θερμαίνει τις καρδούλες μας. Το “Empty” δεν αποτελεί ούτε κατά διάνοια εξαίρεση, αντίθετα είναι μία από τις πιο όμορφες δουλειές του, και διορθώνει την υποτονική αίσθηση που άφηνε το προ τριετίας "Let Me Be A Ghost". Παρ’ όλο που και πάλι η διάρκεια είναι πάνω από την ώρα, υπάρχει αρκετό ζουμί μέσα για να κυλήσει αυτή η ώρα με άνεση και πλησμονή.

Το “Empty” είναι από τις πιο κιθαριστικές και bluesy δουλειές του, με κάθε κομμάτι να έχει το δικό του εκφραστικό και καλοδουλεμένο σόλο. Με εμφανείς τις πυξίδες του Gilmour και του Wilson, επικεντρώνεται αποκλειστικά σε μία από τις κατευθύνσεις που ευκαιριακά έπιανε σε προηγούμενα άλμπουμ του (το κομμάτι “Fleeting Thought” έρχεται στο νου από τον προηγούμενο δίσκο, ή τα πιο ατμοσφαιρικά από το ντεμπούτο “Rust”). Από αυτήν την άποψη, δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να είναι ένας progressive rock δίσκος και γιατί δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας δίσκος γεμάτος soft rock μπαλάντες, αν και ξεκάθαρα το κοινό που θα ενδιαφερθεί μπορεί να «ντύσει» τη λέξη progressive με περιεχόμενο που αντλεί από συγκεκριμένα στοιχεία της ταυτότητας των Anathema, των Gazpacho, των Airbag, των Riverside εποχής “Love, Fear, & the Time Machine”, που επενδύουν περισσότερο σε μία ακουστική/ήπια μελαγχολική ατμόσφαιρα, με ή χωρίς ηλεκτρονικά στοιχεία, παρά σε κάτι πολυεπίπεδο και τραβηγμένο, θεατρινίστικο ή ακόμη και βαρύ.

Οι δομές των κομματιών ακολουθούν μία τυπική διαδρομή, σχεδόν post-rockίζουσα, αφού ξεκινάνε με μία βασική μελωδία/ιδέα, και εξελίσσονται από εκεί μέσω σταθερών κλιμακώσεων για να φτάσουν στο ζενίθ τους μέσω του κιθαριστικού σόλο, κι από εκεί να επιστρέψουν σε μία εκτονωμένη νηνεμία. Κι αν αυτό εν μέρει οδηγεί σε μία πιθανή μονοχρωμία του άλμπουμ, είναι τόσες οι εμπνευσμένες ιδέες και οι ενορχηστρώσεις τόσο ζεστές και πλούσιες, που είναι λίγο δύσκολο να σκεφτείς ότι η προβλεψιμότητα της δομής γίνεται τροχοπέδη για την απόλαυση του δίσκου. Ταιριάζει, εξάλλου τόσο με το γενικό θέμα γύρω από μία κοινωνική αποξένωση και τον μηδενισμό που επέρχεται απ’ αυτή και οδηγεί πίσω σε εκείνη. Με λίγα λόγια, αν θέλεις έναν δίσκο ηλεκτρισμένο για να βυθιστείς στη μαυρίλα σου, το “Empty” βρίσκεται στην υπηρεσία σου.

Ο Kristoffer Gildenlow ξεχωρίζει περισσότερο ως μαέστρος και συνθέτης παρά ως βιρτουόζος μπασίστας, μιας και αναλαμβάνει όλο το συνθετικό, στιχουργικό, και αισθητικό κομμάτι, έχοντας επιμεληθεί ακόμη και το εξώφυλλο. Κι είναι αυτή η χροιά της φωνής του, τόσο όμοια με του αδερφού του, που τον κάνει έναν επίσης εξαιρετικό ερμηνευτή, αρκετά εκδηλωτικό χωρίς περιττές φιοριτούρες, αν και υπάρχουν τονισμοί και διαθέσεις που βρίσκουν το δρόμο τους προς την επιφάνεια και ζωντανεύουν το χρώμα των τραγουδιών. Παράλληλα, παίζει και τα περισσότερα πράγματα που ακούμε στο δίσκο, αφήνοντας τα κλασικά όργανα, τα ντραμς, και ορισμένα σόλο σε ικανά χέρια, που δίνουν το δικό τους στυλ πάνω στις συνθέσεις, από το πιο metal ντράμινγκ του έμπειρου Dirk Bruinenberg, μέχρι τα εμπνευσμένα από Dire Straits κιθαριστικά σόλο του Patrick Drabe στο “Means to an End”.

Παρά το γενικώς σταθερό ενδιαφέρον των τραγουδιών, υπάρχουν και κάποια που ξεχωρίζουν λίγο παραπάνω. Δίπλα στο σκοτεινό και βαρύθυμο "Harbinger Of Sorrow" με το πιάνο να καθοδηγεί τη σύνθεση και τα έξυπνα leads να μπαίνουν εμβόλιμα, και το προαναφερθέν “Means to an End” με τα χορωδιακά φωνητικά που φέρνουν στο νου Pain of Salvation (και δεν είναι το μόνο, το “Beautiful Decay” μοιάζει σαν ξαδερφάκι του “Under the Stars”), αλλά και τα υπέροχα έγχορδα που μπαίνουν και κατακτούν κεντρικό ρόλο δίπλα στο άταστο μπάσο, υπάρχουν και τα πιο ήπια και αργόσυρτα, όπως τα “Down We Go” που εξελίσσεται γύρω από μία ελεγειακή πολυφωνία, αλλά και το ομώνυμο, που στα εννιά λεπτά του παίρνει τον χρόνο του να βρει τα πατήματά του, αλλά είναι και ένα εξαιρετικό κλείσιμο της αυλαίας με σαγηνευτικές δισολίες να οδηγούν όλη την προηγούμενη φόρτιση στην κάθαρση.

Στο δια ταύτα, το “Empty” αποτελεί μία πραγματικά ευχάριστη έκπληξη από έναν μουσικό που έδειχνε να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες του –ομολογουμένως περιοριστικού– λεξιλογίου του, και που επιστρέφει αυτή τη φορά στην καλύτερη δυνατή μορφή του. Ήδη το άλμπουμ με έχει συντροφεύσει τις τελευταίες μέρες πολύ περισσότερο απ’ όσο θα του το ‘χα, και οι μελωδίες του καταφέρνουν και ξεμυτίζουν μέσα στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο, κερδίζοντας επαναλήψεις ανεξαρτήτως ώρας και όρεξης. Μπορεί να είναι ένας δίσκος που δεν θα κερδίσει περαστικά άτομα ή κόσμο που έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με την γήινη μουσική του Kristoffer Gildenlow, κι ίσως η μία ώρα να είναι και ένας δείκτης αντοχής, όμως είναι σίγουρο ότι για μία ακόμη φορά, ο Σουηδός μουσικός κυκλοφορεί ένα δίσκο συντροφιάς, μιλάει στο μέσα σου, και εκφράζει τη θλίψη του με τρόπο μετρημένο και τόσο μελό όσο πρέπει. Αυτή η πιο άμεση πλευρά νιώθω ότι του ταιριάζει γάντι, κι αν εξερευνήσει περισσότερο τις δυνατότητες μίας κανονικής rock μπάντας δεν αποκλείω να μας ξαφνιάσει θετικά και πάλι στο μέλλον.

Bandcamp | Spotify

  • SHARE
  • TWEET