Kooba Tercu

Kharrub

Mafia (2019)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 05/06/2019
Πρόκειται για μία από τις πιο ιδιαίτερες εγχώριες μπάντες, ωστόσο η εκστατική τους ψυχεδέλεια οφείλει να τιθασευτεί για να κερδίσει σε ουσία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Kooba Tercu είναι το συγκρότημα του Johnny Tercu και της πενταμελούς κομπανίας του. Όπως είναι έκδηλο από το όνομα, ο Johnny είναι ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης και ψυχή (καθώς και φωνή) της μπάντας, η οποία είναι πια διασκορπισμένη σε Αθήνα, Κρήτη και Λονδίνο. Το “Kharrub”, εκ του χαρουπιού εξηγούν οι ίδιοι, είναι ο δεύτερος full-length δίσκος τους. Πίσω στο 2015, είχαν δώσει το πρώτο δυνατό «παρών» στα εγχώρια μουσικά δρώμενα, κυκλοφορώντας το ντεμπούτο τους και σαπορτάροντας την πολύ σημαντική, τότε, συναυλία των Goat. Δεν θα μπορούσαν να βρουν πιο ταιριαστό live. Οι Goat είναι η μόνη μπάντα που είναι τόσο κοντά τους στην εκστατική τους φολκλορική ψυχεδέλεια και ταυτόχρονα έχει απήχηση στο ελληνικό κοινό. Συμπτωματικά, το 2017 και το 2018 τους είδα να ανοίγουν δύο από τις καλύτερες live εμφανίσεις που έχω παρακολουθήσει ποτέ, αυτή των Circle και αυτή των Acid Mothers Temple. Συνεπώς, το υλικό τους, με τα δυνατά του σημεία και τις αδυναμίες του, όπως και η αύρα τους, δεν μου ήταν άγνωστα όταν έπεσε στα χέρια μου ετούτο το χαρούπι.

Οι Kooba Tercu αξίζουν τον σεβασμό μας, διότι στέκονται συνειδητά ξέχωρα από την πληθώρα των εγχώριων (αλλά και ξένων) groups, επιχειρώντας να βρουν την ολόδική τους θέση στον μουσικό χάρτη. Αυτό είναι εμφανές από τον πληθωρικό χαρακτήρα του συγκροτήματος, τις θεατρικά δοσμένες δηλώσεις, το πολύ συγκεκριμένο και ρισκαδόρικο καλλιτεχνικό του όραμα, τον δουλεμένο οπτικό τομέα τόσο σε σκηνική live παρουσία όσο και σε artwork με το πολύ καλό φετινό εξώφυλλο. Τα τραγούδια τους για ακόμη μια φορά στηρίζονται στην επίμονη επανάληψη, με φασαριόζικη/πανηγυρτζίδικη/tribal διάθεση, έντονη παρουσία κρουστών και πειραματική αύρα.

Πάνω απ’ όλα, όμως, στηρίζονται στην ψυχεδέλεια, τη ροή και τον αυτοσχεδιασμό. Τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν με τους μουσικούς να τζαμάρουν μαζί στο στούντιο - ταυτόχρονα και οι έξι - εξελίσσοντας επί τόπου κάποιες ιδέες των προηγούμενων ετών και προσθέτοντας καινούργιες. Ωστόσο, εκεί ακριβώς έγκειται η μεγάλη αδυναμία των Kooba Tercu. Από τη μία μεριά, είναι ευκολία να τζαμάρεις, να παίρνεις το οργανικό αποτέλεσμα και να το παρουσιάζεις ως ολοκληρωμένη σύνθεση. Από την άλλη μεριά, είναι υπερβολικά δύσκολο να προκύψει κάτι με πολλά αξιομνημόνευτα σημεία, εντυπωσιακά χτισίματα ή ατμόσφαιρες που δεν χάνονται ως αυτοαναφορικές. Καλώς ή κακώς, είναι κάτι που δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας και σίγουρα πρόκειται για την παγίδα μέσα στην οποία πέφτει το υλικό των Kooba Tercu, με αποτέλεσμα το γαρνίρισμα να υπερτερεί της ουσίας.

Οι αφρικάνικες και exotic διαθέσεις δίνουν σε ορισμένες συνθέσεις σχεδόν καλοκαιρινό χαρακτήρα, όπως στην εναρκτήρια Κυβέλη ("Cybele"), ενώ αλλού (βλέπε "California") τεστάρουν πάλι με θερινό τρόπο την US ψυχεδέλεια των Velvet Underground. Τα φωνητικά του Johnny τις περισσότερες φορές είναι άναρθρες λιτανείες. Αποτελούν καίριο συστατικό των τραγουδιών, καθώς και σήμα κατατεθέν. Όταν σκοτεινιάζουν ή γίνονται πιο μυστηριακοί τα καταφέρνουν καλύτερα. Τρανή απόδειξη το πιο βιομηχανικό "Maestur" - για το οποίο οι ίδιοι δηλώνουν πως επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τους Melvins - και το "Margarie". Ακόμα πιο δυνατό αποτέλεσμα συναντάμε στην δική τους παραλλαγή ενός παραδοσιακού κομματιού της Νέας Ορλεάνης (sic) στο "Got The Fire", όπου και ο δίσκος κορυφώνεται. Αναγνωρίζω πως αυτή η αυτοσχεδιαστική, εκστατική ψυχεδέλεια που πηγάζει κατευθείαν από το ένστικτο των μουσικών είναι η επιλογή της μπάντας και όντως την πρεσβεύει με πάθος... Όμως, κάτι μελετημένο, προσχεδιασμένο, δουλεμένο ξανά και ξανά ως προς τη ροή, τις ιδέες και την τοποθέτησή τους θα τους ανέβαζε επίπεδο.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET