Kings Of Leon

Only By The Night

RCA (2008)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 17/12/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι τέσσερεις Followill μάγεψαν τα τελευταία πέντε χρόνια, ως μέλη μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες μπάντες της δεκαετίας που διανύουμε. Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών και εκείνο ήταν το λατρεμένο πρώτο τους άλμπουμ, “Youth And Young Manhood”, που το 2003 κατά κόρον παρομοιαζόταν με μια ενημερωμένη εκδοχή των Creedence Clearwater Revival, περασμένη από το ιδιαίτερο πρίσμα των «Strokes του νότου». Οι Kings Of Leon σταδιακά απέκτησαν γαλόνια ωριμότητας, διατηρώντας την πηγαία γυαλάδα της μουσικής τους πρότασης και κινούμενοι διακριτικά προς τα ηχητικά λημέρια των U2. Οι τρεις πρώτοι δίσκοι δικαιολόγησαν με υπεροπτική άνεση το αξιοκρατικό ημιυπόγειο hype της μπάντας από το Tennessee. Ο τέταρτος, με τίτλο “Only By The Night”, ήρθε με τη θαυματουργή του ποιότητα να επιβάλλει στη μουσική των Kings Of Leon οικουμενική αποδοχή, κατακτώντας τη Βαβυλώνα του mainstream.

Ας το αποκαλύψω. Για τον μοβόρο οπαδό, τούτο εδώ το ζηλευτό πόνημα είναι ο «λιγότερο καλός» δίσκος της μπάντας και μάλιστα έρχεται σε πλήρη ηχητική αντιπαράθεση με το πενταβρώμικο περσινό αριστούργημα, “Because Of Times”. Το “Only By The Night” μοιάζει πιο εύπεπτο και πιο γαληνεμένο, αλλά επ ουδενί ακίνδυνο. Αν τα χνάρια των U2 οδήγησαν σε μερική λιποταξία της προ πενταετίας indie garage νοοτροπίας και της καουμπόικης νοτοφροσύνης , η εμβάθυνση της λιτότητας προκαλεί ανατριχιαστικές δονήσεις στην ψυχή του ακροατή. Αν για πρώτη φορά γίνονται ευδιάκριτες οι λέξεις που ξεστομίζει ο Caleb Followill, αν η προφορά του μοιάζει «πιο ουδέτερη», η – κυριολεκτικά – μοναδική χροιά του και η παραπονιάρα ερμηνεία του διατηρούν την παντοτινή τους μαγεία.

Η θαυμαστή έναρξη του άλμπουμ αρκεί για να εξιλεώσει. Το μεγαλειώδες “Closer” – ένα από τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς, κατά την ταπεινότατή μου ισχυρογνωμοσύνη – κάνει τον ακροατή να αιωρείται ανάμεσα σε σύννεφα φτιαγμένα από μόλυβδο. Το βλοσυρό “Crawl” συνεχίζει την εκθαμβωτική επέλαση και κουβαλά ένα βαρύ πολιτικό στίγμα, με βιβλική λυρικότητα. Το θεαματικό “Sex On Fire” εξυπηρετεί άριστα την ιδιότητά του ως «single», πράγμα πρωτοφανές για τη μπάντα, ομολογώ.

Το μεστό “Use Somebody” ξεκινά το ταξίδι των οκτώ «υπολοίπων» τραγουδιών του δίσκου, που πλάι στην τριάδα της εκκίνησης φαίνονται εν πρώτοις πιο άοσμα και λιγότερο ιδιοφυή, αλλά δεν παύουν να εξυπηρετούν την αντικειμενική υπεροχή της μπάντας στη διεθνή σκηνή. Η κάποια country νοοτροπία της φωνής αγριεύει την αμερικάνα τσαχπίνα μπασογραμμή και η ηλεκτρική κιθάρα ωρύεται αυτόνομα, στηρίζοντας την κληρονομιά του The Edge. Χωρίς δε να σοκάρουν, τρυπώνουν στις συνθέσεις κάποια πονηρά στοιχεία, όπως γλυκερές «πίσω φωνές» και triphopιστά τύμπανα (“Revelry”).

Ο δίσκος αυτός δεν προτίθεται να επιδείξει άλματα τόλμης. Πατάει σταθερά στα πιο αέρινα συστατικά της βελούδινης νοσταλγικής δύναμης των Kings Of Leon και ήδη απετέλεσε το εισιτήριο για την πιο μαζική αναγνώρισή τους. Γιατί να παραπονεθώ;

  • SHARE
  • TWEET