Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...
Herzel
Le Dernier Rempart
Θέτοντας προκλήσεις στους επίδοξους ακροατές του πριν ακόμη εκείνοι το προσεγγίσουν, το ντεμπούτο των Herzel αποτελεί ένα μικρό θησαυρό, γεμάτο ψυχή και μελωδία
Η γαλλόφωνη heavy metal σκηνή φαντάζει ένα ιδιότυπο «γαλατικό χωριό» που δεν υποκύπτει στις mainstream επιταγές περί αγγλικής στιχουργικής και λοιπών «άνιωθων» εμπορικών τακτικών. Ξεροκέφαλοι, σοβινιστές στα γλωσσικά θέματα ή απλά αθεράπευτα ρομαντικοί, όποιος κι αν είναι ο πραγματικός λόγος που τόσα και τόσα συγκροτήματα έχουν επιλέξει από τα τέλη των '70s μέχρι και σήμερα να χρησιμοποιήσουν τη γαλλική ως εκφραστικό μέσο, έχουν καταφέρει να ανήκουν σε μια ξεχωριστή συνομοταξία σχημάτων, με τις δικές τους αισθητικές ιδιαιτερότητες το καθένα.
Σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν και οι εκ Βρετάνης ορμώμενοι Herzel, ένα σχήμα που ήδη μας είχε αφήσει εξαιρετικές εντυπώσεις με την απόδοση του ζωντανά στο τελευταίο (μέχρι και σήμερα) Into Battle Festival. Ξεκάθαρα τέκνα των early '80s, οι Γάλλοι ακολουθούν το τιμημένο μονοπάτι του επικού heavy metal ήχου, έχοντας σαφείς Maiden-ικές αναφορές, μια ρομαντική αύρα που θυμίζει την αντίστοιχη περίοδο των Virgin Steele, αλλά φλερτάροντας εντόνως και με τον πρώιμο heavy metal ήχο των late '70s.
Αναφορές σε τεράστιες μπάντες της γαλλικής σκηνής των '80s οφείλουν να γίνουν και μόνο λόγω γλώσσας αλλά και για καθαρά ιστορικούς λόγους, με τους Sortilege και Blaspheme να βρίσκουν στο πρόσωπο των Herzel τους ιδανικούς συνεχιστές μιας άτυπης παράδοσης σπουδαίων γαλλόφωνων heavy metal ντεμπούτων. Παρόλα αυτά, οι τελευταίοι δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση ηχητικά με κανέναν από τους ιστορικούς προγόνους τους, με τις όποιες ομοιότητες να στέκονται στην ύπαρξη μιας ανταγωνιστικής φωνής πίσω από το μικρόφωνο, της έμφυτης τάσης όλων προς τη μελωδία και στις όποιες κοινές επιρροές από μεγάλες μπάντες του χώρου (βλέπε Judas Priest).
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει η χρήση θεμάτων από την κέλτικη και τη γαλλική παραδοσιακή μουσική σε διάσπαρτα σημεία του δίσκου, όπως και η απόλυτα διακριτή φύση των μελωδιών στις οποίες βρίθει εκείνο, αφήνοντας μια Warlord-meets-Riot (εποχής "Inishmore") αίσθηση που εντείνεται με κάθε επιπλέον ακρόαση. Μάλιστα, αν μπορούσα να ονομάσω μονάχα μία μπάντα του epic heavy χώρου με την οποία συγγενεύει περισσότερο ηχητικά το "Le Dernier Rempart", εκείνη θα ήταν οι εξαιρετικοί Old Season, με την επιπλέον θελκτική ιδιαιτερότητα της χρήσης της τόσο εύηχης κι εκλεπτυσμένης γαλλικής γλώσσας σε πρώτο πλάνο.
Ιδιαιτέρως ώριμο για ντεμπούτο (άλλωστε, πάνε κι έξι ολόκληρα χρόνια από το ελπιδοφόρο demo που μας τους είχε πρωτοσυστήσει) αλλά με όλα τα ευεργετικά χαρίσματα που φέρει ως ντεμπούτο, το "Le Dernier Rempart" θέτει προκλήσεις στους επίδοξους ακροατές του πριν ακόμη εκείνοι το προσεγγίσουν. Ξεπερνώντας, ωστόσο, το γλωσσικό σκόπελο που άλλους ιντριγκάρει και σε άλλους λειτουργεί αποτρεπτικά, η ουσία παραμένει πως έχουμε στα χέρια μας ένα μικρό θησαυρό, γεμάτο ψυχή και μελωδία και πιστό στην παράδοση της σκηνής του τόπου του.