Gotye

Making Mirrors

Island (2012)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 25/04/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Περίεργη ιστορία το "Making Mirrors" του Αυστραλοβέλγου Gotye. Στην Αυστραλία όπου ζει (γεννήθηκε στο Βέλγιο ως Wouter «Wally» De Backer) κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι, ενώ και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία) βγήκε στα τέλη του 2011. Ωστόσο, για τον υπόλοιπο κόσμο θεωρείται κυκλοφορία του 2012 (βγήκε στα μέσα Φλεβάρη). Στην εποχή του internet όλα αυτά φαντάζουν με ψιλά γράμματα, καθώς ίσως θα ήταν πιο λογικό ως ημέρα κυκλοφορίας να θεωρείται εκείνη που πρωτοδιατίθεται ένας δίσκος ή ένα κομμάτι οπουδήποτε στον κόσμο. Ωστόσο, είναι γεγονός πως κάτι τέτοιο θα ακύρωνε το promotion και το γενικότερο σχεδιασμό των δισκογραφικών εταιρειών, οπότε συχνά-πυκνά συναντάμε παρόμοιες περιπτώσεις.

Όλα αυτά θα είχαν από μικρή έως καθόλου σημασία εάν στο δίσκο δεν περιεχόταν το "Somebody That I Used To Know", για το οποίο τα έχουμε πει εδώ και καιρό, όσο πιο αναλυτικά γίνεται (διαβάστε το σχετικό άρθρο εδώ). Αξίζει, όμως, να προστεθούν μερικά ακόμη πράγματα, καθώς πρόκειται για μια τεράστια επιτυχία που οπωσδήποτε χαρακτηρίζει τη χρονιά. Δύο ημέρες μετά την «αποδόμηση» του κομματιού από μέρους μας, αυτό ανέβηκε στο #1 του βρετανικού singles chart, όπου παρέμεινε για τέσσερις συνολικά  εβδομάδες.  Σήμερα εξακολουθεί να βρίσκεται στο #6 κι αυτό δεν είναι κάτι που το βλέπουμε συχνά στο εν λόγω chart, όπου τα περάσματα από τις ψηλές θέσεις είναι -κατά κανόνα- πολύ σύντομα.

Την ίδια ώρα, στην άλλη πλευρά του ατλαντικού, την περασμένη Πέμπτη (έπειτα από «σκαρφάλωμα» που κράτησε 13 εβδομάδες) ανέβηκε στο #1 του αμερικανικού chart, ρίχνοντας στη δεύτερη θέση το "We Are Young" των Fun. (διαβάστε την έτερη «αποδόμηση», για την άλλη τεράστια επιτυχία της χρονιάς εδώ) που ήταν μπαστακωμένο στην κορυφή για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Συγχωρήστε μου την εκτενή αναφορά στα charts, αλλά αυτά τα πράγματα δε συμβαίνουν κάθε μέρα. Για την ακρίβεια, είναι η πρώτη φορά από το 1988 (τότε φτιάχτηκε το alternative chart του Billboard) που δύο κομμάτια από τον «εναλλακτικό» χώρο καταφέρνουν να καταλάβουν τις δύο πρώτες θέσεις (ή γενικά να συμπέσουν στο top 10) του γενικού singles chart (Hot 100). Σκεφτείτε πόσοι και πόσοι σημαντικότατοι πρεσβευτές του είδους έχουν περάσει χωρίς να τύχει να καταφέρουν κάτι παρόμοιο και θα καταλάβετε για πόσο σπουδαίο επίτευγμα μιλάμε. Παράλληλα, είναι η πρώτη φορά από το 2000 που «rock» (με την ευρεία έννοια του όρου) κομμάτι αποκαθηλώνεται από την κορυφή από κάποιο άλλο rock κομμάτι.

Παράλληλα, είναι μόλις η δεύτερη φορά που καλλιτέχνης γεννημένος στο Βέλγιο ανεβαίνει στο #1 των Η.Π.Α. Η μοναδική που το είχε καταφέρει πριν τον Gotye ήταν η Sœur Sourire («Αδελφή Χαμόγελο» - ή The Singing Nun όπως έγινε γνωστή στις αγγλόφωνες χώρες), η οποία ανέβηκε στην κορυφή το 1963 με το "Dominique"). Κλείνω με τις «άχρηστες» πληροφορίες σχετικά με το κομμάτι αναφέροντας τη χαρακτηριστική ομοιότητα που παρουσιάζει με το "J'aime Regarder Les Filles" του Γάλλου Patrick Coutin (ευχαριστώ το φίλο και συντάκτη στο Rocking.gr, Μανώλη Γεωργακάκη, για την επισήμανση). Τυπικά, ωστόσο, η (απλούστατη) μπασογραμμή προέρχεται από sampling της εισαγωγής του "Seville" στην εκτέλεση του βραζιλιάνου Luiz Bonfá.

Το ευτύχημα είναι ότι το "Somebody..." δεν είναι μια φωτοβολίδα. Το "Making Mirrors" βρίθει καλών στιγμών, χωρίς ωστόσο, να υπάρχει σε αυτό άλλο track που να μπορεί να γίνει εξίσου μεγάλη επιτυχία με αυτό. Σίγουρα υπάρχουν κομμάτια που θα εξασφαλίσουν στον Gotye ότι δε θα μείνει στην ιστορία σαν ένας one hit wonder, αλλά κανένα δεν κλιμακώνεται με τόσο άμεσο και πιασάρικο τρόπο όσο το "Somebody...", κι αυτό οπωσδήποτε αναδεικνύει την αξία της συμμετοχής της Νεοζηλανδής Kimbra, η οποία πραγματικά το απογειώνει.

Στο άλμπουμ ο Gotye αξιοποιεί μια σειρά από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους μουσικά είδη. Ανακατεύει πολλά στοιχεία, ενσωματώνει ενδιαφέρουσες ηχητικές πινελιές και παράγει ένα εξαιρετικό χαρμάνι. Στο επίκεντρο βρίσκεται η ψαγμένη, experimental pop του Peter Gabriel και της Kate Bush από τα 80s, αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν μπόλικες λούπες, reggae, trip-hop αναφορές, ενώ στη μουσική του περιπλάνηση δε διστάζει να φτάσει μέχρι και τη soul της Motown.

Το "Making Mirrors" ανοίγει με μια ομότιτλη ατμοσφαιρική βινιέτα, η οποία μας οδηγεί στο up-tempo, αλλά κάπως ημιτελές "Easy Way Out", όπου ο Wally παίζει μια σειρά από όργανα (όπως σε όλο τον δίσκο) και μεταχειρίζεται με δεξιοτεχνία τα μπλιμπλίκια, περίπου όπως έκανε ο Beck στα νιάτα του. Ίσως, πάλι, το κομμάτι να φαντάζει κάπως ανολοκλήρωτο, γιατί προηγείται της βραδυφλεγούς βόμβας του "Somebody...". Tο "Eyes Wide Open" που ακολουθεί είναι -πιθανότατα- ό,τι καλύτερο μετά από αυτό. Πρόκειται, άλλωστε, για το πρώτο single, το οποίο είχε κυκλοφορήσει ήδη από το 2010 στην Αυστραλία. Εδώ η slide κιθάρα «παντρεύεται» πολύ όμορφα με τα καλπάζοντα drums, που μοιάζουν βγαλμένα από τους δίσκους της Kate Bush. Στο "Smoke And Mirrors" τα κρουστά θυμίζουν την ατμόσφαιρα του "Protection" (1994) των Massive Attack.

Ωστόσο, ο δίσκος δεν εξελλίσσεται γραμμικά κι αυτό του προσδίδει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Οι εναλλαγές στη διάθεση και στο tempo είναι συνεχείς. Το μουσικό ταξίδι φτάνει μέχρι τα 60s στο χαρωπό "I Feel Better" με τη χαρακτηριστική εισαγωγή, στην οποία ακούγεται ένα σάλπισμα που μοιάζει βγαλμένο από την ιπποδρομία στον "Ben Hur" (1959). Με το που ξεκινάει ο «αγώνας» το κομμάτι μεταμορφώνεται απρόσμενα σε κάτι που θυμίζει τις επιτυχίες από τη χρυσή εποχή της Motown. Ο ήχος είναι εκσυγχρονισμένος, αλλά όχι περισσότερο από τα αντίστοιχα blue-eyed soul εγχειρήματα του Phil Collins. Υπάρχει άρωμα ακόμη κι από Ντέμη Ρούσσο στο γύρισμα της φωνής του Wally στο 01:49. Παρεμπιπτόντως, η φωνή του, χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, παρουσιάζει αξιόλογες διακυμάνσεις κι έχει μια χροιά που θυμίζει τον Gabriel, τον Sting και τον Steve Winwood. Σε παρόμοιο mood είναι το "In Your Light", στο οποίο ακούγεται σαν εκείνο το χαμένο ταλέντο των 80s που άκουγε στο όνομα Terence Trent D'Arby. Μπα σε καλό του, κάτι απίθανους τύπους που μας έβαλε να θυμηθούμε.

Πίσω στον 21ο (τουλάχιστον) αιώνα στη reggae του "State Of The Art", o «Wally» παίρνει πολύ στα σοβαρά το high-tech ρόλο του κι ακούγεται σαν το ρομποτάκι από το "Wall-Ε" (2008). Μαζί του κι εδώ πάντως, αφού το καταφέρνει χωρίς να ακούγεται αστείος.  Εξίσου πειραματικό το «υπόγειο» "Don't Worry We'll Be Watching You", ενώ από αυτήν την υποτονική τριάδα ξεχωρίζει το πολύ ατμοσφαιρικό κι ειλικρινές "Giving Me A Chance", το οποίο με έστειλε στο (όμορφο) βιβλιαράκι να αναζητώ -εις μάτην- τα ονόματα του Brian Eno ή του Daniel Lanois στα credits. Μόνος του το επιμελήθηκε κι αυτό και μπράβο του. Θυμίζει τα κρυφά low-tempo «διαμαντάκια» στους δίσκους των U2. Κι εκεί που νομίζεις ότι ο δίσκος έχει «σβήσει» σε μια μελωδική νωχελικότητα έρχεται το πολύ καλό (και αρκετά ζωηρό για το σημείο που έχουν φτάσει οι σφυγμοί του άλμπουμ) "Save Me", με τους πολύ ενδιαφέροντες tribal ήχους που θα ταίριαζαν γάντι στο πρώτο Live Aid. Μας αποχαιρετά, περίπου όπως ξεκίνησε με το ήσυχο κι ονειρώδες "Bronte", που αν έχεις τη φαεινή ιδέα να έχεις πατήσει το repeat ενώνει το τέλος με την αρχή του δίσκου σαν μια τέλεια ευθυγραμμισμένη μεζούρα. Ωραίος ο παίκτης κι ας δουλεύει με το πάσο του (πρέπει να γυρίσουμε στο 2007 για να βρούμε τον προηγούμενο δίσκο του).
 
Συμπερασματικά και για να σταματήσω να φλυαρώ, θα γράψω με δύο λόγια ότι το "Making Mirrors" θα ήταν απλά ένα αξιόλογο σύνολο που μας πάει μια ενδιαφέρουσα βόλτα στην καλή pop των 80s αν δεν υπήρχε το "Somebody That I Used To Know" που, προς το παρόν, φέρει τον τιτλο του «τραγουδιού της χρονιάς» κι οπωσδήποτε προσδίδει στο δίσκο επιπρόσθετη αξία.
  • SHARE
  • TWEET