Frank Carter & The Rattlesnakes

Modern Ruin

International Death Cult (2017)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 28/02/2017
Φασαριόζικο rock; Γυαλισμένο punk; Ποιος νοιάζεται!
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το όνομα του Frank Carter λογικά όλο και κάτι θα θυμίζει στους έχοντες επαφή με τη σύγχρονη σκηνή του σκληρού punk. Οι πρώτοι δύο δίσκοι των Gallows, στους οποίους βρισκόταν πίσω από το μικρόφωνο, ήταν από τις πιο εμπορικά πετυχημένες κυκλοφορίες του είδους, καταφέρνοντας μάλιστα να τραβήξουν την προσοχή αρκετών mainstream μέσων. Το μομέντουμ, όμως, χάθηκε το 2011, όταν οι δρόμοι της μπάντας και του Carter χώρισαν. Οι πρώτοι συνέχισαν, περισσότερο ταιριαστά για το ύφος, διατηρώντας αποστάσεις από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ ο δεύτερος δημιούργησε τους Pure Love.

Με τη νέα του μπάντα ο κοκκινοτρίχης εγγλέζος προσπάθησε να εξερευνήσει τις περισσότερο μελωδικές, εναλλακτικές και κατά βάση rock πτυχές του. Το αποτέλεσμα χωρίς να ήταν άσχημο έμοιαζε κάπως παράταιρο, με δεδομένο το παρελθόν του ίδιου και του Jim Carroll με τον οποίο συνεργάστηκε, και εκ του αποτελέσματος φάνηκε ότι η όλη προσπάθεια ήταν αδύνατο να σταθεί ως κάτι αυτόνομο. Λίγο πριν συμπληρώσει τρία χρόνια παρουσίας, έχοντας μία πλήρη κυκλοφορία κι ένα EP, το συγκρότημα ανακοίνωσε τη μέχρι νεοτέρας διάλυσή του.

Το πιο πρόσφατο εγχείρημα του Carter ήρθε κάτω από την ταμπέλα των Rattlesnakes. Στις αρχές του 2015 από το πουθενά εμφανίστηκαν το "Fangs" και το EP "Rotten", σηματοδοτώντας την επιστροφή του δημιουργού τους σε πιο σκληρά, punk μονοπάτια. Η πρώτη full-length κυκλοφορία τους ήρθε για να επιβεβαιώσει τα παραπάνω, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το "Blossom" ήταν γεμάτο οργισμένα hardcore διαμάντια βρετανικής κοπής, δημιουργώντας συνειρμικά παραλληλισμούς με το "Orchestra Of Wolves". Περισσότερο μελωδικές, ας πούμε, αναφορές (βλ. "I Hate You") υπήρχαν, αλλά σε ελάχιστο βαθμό και αφήνοντας τα πρωτεία στα σκληρά φωνητικά του Carter και τις γεμάτες νεύρο κιθάρες του Dean Richardson.

Με τη δεύτερη δουλειά τους, οι Rattlesnakes επιστρέφουν δριμύτεροι και δείχνουν διατεθειμένοι να διχάσουν το κοινό τους. Οι διαφορές με το ντεμπούτο γίνονται εμφανείς ήδη από την πρώτη ακρόαση. Πριν ολοκληρωθεί αυτή, για την ακρίβεια. Μέχρι το δέκατο κομμάτι, λοξοκοιτώντας ίσως για λιγότερο από ένα λεπτό, οι ρυθμοί παραμένουν σε προσγειωμένα επίπεδα και οι εντάσεις μετρημένες. Οι μελωδίες βγαίνουν μπροστά, με καθαρές γραμμές να κυριαρχούν και το distortion χαμηλωμένο. Το "Lullaby" με άλλη παραγωγή θα μπορούσε να είναι ραδιοφωνικό χιτ, το "Snake Eyes" παρά την κάπως σκληρότερη προσέγγιση έχει τρομερά πιασάρικο ρεφρέν, ενώ το ξεδιάντροπα χορευτικό "Wild Flowers" έχει punk-rock-ικά δεύτερα φωνητικά. Η μοναδική «σκληροπυρηνική» στιγμή του δίσκου βρίσκεται στο άψογο ομότιτλο άσμα, με τους στίχους που είναι φτιαγμένοι για να τραγουδιούνται δυνατά, τα ρυθμικά κοψίματα και τα σκισμένα φωνητικά.

Η στροφή που επιχειρεί ο Frank Carter και η παρέα του είναι γενναία. Πιστοί στην punk λογική πιθανότατα θα το δουν ως ξεπούλημα, κολλημένοι οπαδοί θα γκρινιάξουν γιατί δεν είναι η λογική συνέχεια του "Grey Britain" και αμφιβάλλω για το πόσοι rock ακροατές θα μπουν στον κόπο να δώσουν μια ευκαιρία στην κυκλοφορία λόγω πρότερου βίου του μπροστάρη. Παρ' όλα αυτά, στο "Modern Ruin" η τετράδα ακούγεται σίγουρη, χωρίς να χάνει την ευθύτητά της και γράφοντας μεγάλα τραγούδια. Χρειάζονται αρκετές δόσεις αυστηρότητας για να βρεθεί αδύναμη στιγμή και τα κομμάτια είναι τόσο καλοστημένα που μπορούν να αγγίξουν από ανθρώπους που έχουν στοιχειώδη επαφή με τη rock μέχρι πανκς που δεν θα κολλήσουν στην προσεγμένη παραγωγή.

Και να σημειωθεί ότι στις ζωντανές εμφανίσεις τους η κατάσταση είναι πολλές φορές πιο rock 'n' roll από το στούντιο.

  • SHARE
  • TWEET