Eloy

The Vision, The Sword And The Pyre Part II

Artist Station (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 30/12/2019
Η ολοκλήρωση του concept για τη ζωή και τα έργα της Ιωάννας της Λωραίνης βρίσκει τους Eloy να μην διαφοροποιούνται ιδιαίτερα από τη λογική του πρώτου μέρους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δύο χρόνια μετά την πρώτη πράξη του μεγαλεπήβολου concept για τα έργα και τις ημέρες της Ιωάννας της Λωραίνης, οι Eloy επιστρέφουν για να ολοκληρώσουν το όραμα τους, παραθέτοντας μας το δεύτερο και τελευταίο μέρος αυτού. Μάλιστα, με την πρώτη, προ διετίας, εντύπωση να είναι μάλλον χλιαρή, οι όποιες προσδοκίες έχουν μετριαστεί, αφού για πολλούς και διάφορους λόγους θα ήταν άδικο να αναμένουμε κάτι ιδιαίτερα διαφοροποιημένο, μουσικά και ποιοτικά, από το πρώτο μέρος. Ο καιρός, βλέπετε, που ο Frank Bornemann έβγαζε αριστουργήματα έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το γεγονός ότι, στην προχωρημένη ηλικία που βρίσκεται, μπορεί και συνθέτει και κυκλοφορεί δουλειές ενός αξιοπρεπέστατου επιπέδου, μονάχα ως δώρο μπορεί να εκληφθεί για κάθε φίλο του κλασικού prog/space rock ήχου.

Έτσι, οι ομοιότητες του νέου δίσκου με τον προκάτοχό του μονάχα τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, τόσο από πλευράς ροής όσο και από άποψη μουσικής προσέγγισης, αφού ο Γερμανός δημιουργός έχει επιλέξει το μονοπάτι της ομοιογένειας για αυτήν του τη διλογία. Έχοντας, λοιπόν, κοινά τόσο στη στιχουργία όσο και στη μουσική καθεαυτή, στο καινούργιο άλμπουμ βρίσκουμε την πιο αφηγηματική πλευρά των Eloy παρούσα, γεγονός που διακρίνεται σε κάθε πτυχή του - με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται αυτό.

Διακρίνοντας τα θετικά από τα αρνητικά σημεία, είναι αξιοσημείωτο πως τα πλήκτρα έχουν ιδιαιτέρως πρωταγωνιστικό ρόλο, ορίζοντας τις δυναμικές του υλικού. Από κοντά και οι ατμόσφαιρες που επιχειρεί να δημιουργήσει ο Bornemann σε συγκεκριμένα σημεία του δίσκου, οι οποίες βγάζουν έντονα το pomp στοιχείο, όταν βέβαια αφήνονται να λειτουργήσουν και δεν διακόπτονται απότομα. Τελευταία σε αναφορά μα όχι αμελητέα είναι και η συνεισφορά του μπάσου στο τελικό αποτέλεσμα, αφού η μίξη του δίνει χώρο και εκείνο, με τη σειρά του, δημιουργεί τη ρυθμική ραχοκοκαλιά των συνθέσεων, δημιουργώντας μια ευχάριστη αντίθεση με τα κυρίαρχα πλήκτρα.

Από την άλλη, ο δίσκος σε σχεδόν κανένα σημείο του δεν εκπληρώνει τα όσα υπόσχονται μεμονωμένες στιγμές του, αφού ο αφηγηματικός του χαρακτήρας καταλήγει μάλλον μονότονος. Οι ρυθμοί παραμένουν σταθεροί σε ένα συγκεκριμένο τέμπο, ο Bornemann διαχειρίζεται ορθά μεν το μειονέκτημα της απώλειας της έκτασης της φωνής του, βασιζόμενος κυρίως στη χροιά και την ιδιαίτερη γερμανική προφορά του, αλλά αυτή η προσέγγιση στεγανοποιεί ακόμη περισσότερο το υλικό, ενώ η μειωμένη δράση της κιθάρας άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε τη θέλει να λείπει χαρακτηριστικά από το προσκήνιο.

Μέσα σε όλα, η έλλειψη συνοχής μοιάζει να είναι ένα μάλλον απρόοπτο θέμα με το οποίο έρχεται αντιμέτωπος ο ακροατής, αφού μπορεί η συνθετική λογική να μην διαφοροποιείται σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, αλλά το απότομο τέλος που έχουν πολλά από τα επί μέρους κομμάτια του, δεν τα αφήνει να σταθούν ούτε ως μεμονωμένα τραγούδια (όπως θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να σταθεί το αρκετά δυναμικό “Patay”), ούτε εξ ολοκλήρου σαν ένα σύνολο από ταιριαστά μέρη.

Όπως και να’ χει, αυτό που προσωπικά περίμενα από τους Eloy του 2019 το πήρα, σίγουρα όχι και με το παραπάνω, αλλά σε ικανοποιητικές δόσεις που δικαιολογούν στο μυαλό μου τη σύγχρονη δισκογραφική παρουσία τους. Για όσο, λοιπόν, οι σωματικές και πνευματικές αντοχές του το επιτρέπουν, ας ελπίσουμε στη συνέχεια της ουσιαστικής δημιουργικότητας του Frank Bornemann και, κατ’ επέκταση, των Eloy, ακόμη και αν οι όποιες νέες δισκογραφικές του προσπάθειες, μας ωθούν τελικά στο να ξαναεπισκεφτούμε τα παλαιότερα μνημειώδη έργα τους για νιοστή φορά.

  • SHARE
  • TWEET