Clutch

Book Of Bad Decisions

Weathermaker Music (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 04/09/2018
Clutch και «δύσκολο» στην ακρόαση άλμπουμ δεν γίνεται να πηγαίνουν παρέα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αλήθεια, τι μπορούμε να περιμένουμε από τους Clutch εν έτει 2018; Με τους Αμερικάνους rockers να έχουν γιγαντώσει την αποδοχή τους στη χώρα μας (και όχι μόνο) και να συνεχίζουν να προοδεύουν τόσο καλλιτεχνικά (απόδειξη τα εξαιρετικά "Earth Rocker" και "Psychic Warfare", που βρίσκονται στην δέκατη κι εντέκατη, αντίστοιχα, θέση της χρονολογικής κατάταξης των δίσκων τους), όσο κι εμπορικά (με το δικό τους Earth Rocker festival να πραγματοποιείται για δεύτερη χρονιά φέτος με σημαντική επιτυχία), είναι γεγονός πως το όνομα Clutch πλέον έχει καθολική αναγνώριση ως μια αξιόπιστη μουσική σταθερά, όπου είναι σχεδόν εξασφαλισμένη η ποιότητα σε κάθε πρόταση που έχει να προσφέρει.

Άλλωστε, με την ίδια την μπάντα να πορεύεται και να συνεχίζει με κύριο γνώμονα τη σύνθεση μουσικής που πρώτα απ’ όλα γουστάρει η ίδια, μακριά από ίντριγκες και εξωτερικούς αντιπερισπασμούς, έχει καλλιεργηθεί στις συνειδήσεις η εικόνα ενός σκληρά εργαζόμενου σχήματος, που σέβεται στο ακέραιο το κοινό του και φροντίζει να το κρατά ικανοποιημένο, με την εμπειρία των δυόμιση δεκαετιών στο χώρο να δρα υπέρ της αποφυγής τυχόν «κακοτοπιών».

Έτσι, αναμενόμενα σχεδόν, και το δωδέκατο άλμπουμ αυτής της αξιοπρόσεκτης πορείας δεν θα μπορούσε να λαθεύει, καθώς η μπάντα μοιάζει να έχει βρει τη συνταγή της επιτυχίας για τη δημιουργία groovy συνθέσεων που φαντάζουν προορισμένες να δονήσουν ένα κατάμεστο club σε κάποια ζωντανή της εμφάνιση. Τέτοιες, άλλωστε, φαίνεται να μπορούν πλέον να γράψουν με χαρακτηριστική άνεση και δίχως ιδιαίτερο κόπο, με τα "How To Shake Hands" και "Weird Times" να είναι δύο ακόμη χαρακτηριστικές συνθέσεις που επιβεβαιώνουν τη στόφα των Clutch σε αυτόν τον τομέα και διακρίνονται για την τόσο λειτουργική τους απλότητα.

Συγχρόνως, η τάση τους για πειραματισμούς και ανάμειξη διαφορετικών υφολογικών στοιχείων μεταξύ τους, μια τάση που σε κάθε τους άλμπουμ λειτουργεί ενισχυτικά και μας προσφέρει μικρά συνθετικά «διαμαντάκια» ιδιαίτερων ηχοχρωμάτων, συνεχίζει και στον νέο δίσκο να χαρίζει ανάλογες στιγμές, με τα κολλητά "In Walks Barbarella" (της τόσο ευδιάθετης και εύρυθμης χρήσης των πνευστών) και "Vision Quest" (της εξαιρετικής πιάνο «ενορχήστρωσης» στο background) να ξεχωρίζουν εύκολα του σωρού. Μαζί, λοιπόν, με τα προαναφερθέντα κομμάτια, αλλά και τα "Emily Dickinson", "Ghoul Wrangler" (φανταστική εκφορά και τονισμός των στιχουργικών φράσεων από τον Fallon) και "Lorelei" (των ατμοσφαιρικών, σχεδόν soundtrack-ικών δυναμικών), συμπληρώνεται ένα σύνολο συνθέσεων που θα στέκονταν άνετα σε σχεδόν οποιαδήποτε προηγούμενη κυκλοφορία της μπάντας, όντας και οι σημαντικότεροι λόγοι για να ασχοληθεί κάποιος με το "Book Of Bad Decisions".

Το πρόβλημα, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός αυτής της εδραιωμένης και τελειοποιημένης συνθετικής φόρμουλας, που έχει προσφέρει τόσες και τόσες σπουδαίες στιγμές σε αυτά τα 25 χρόνια πορείας. Με την μπάντα, όπως αποκάλυψε ο Jean Paul Gaster, να είχε κατά νου σε πρώτο χρόνο να κυκλοφορήσει ένα δίσκο περίπου δέκα συνθέσεων, κρατώντας τις υπόλοιπες από τις συνολικά δεκαπέντε που προέκυψαν από το πιο πρόσφατο δημιουργικό της session για μελλοντική ή άλλη χρήση, η υλοποίηση αυτής της σκέψης πιθανότατα θα οδηγούσε και σε ένα άλμπουμ σαφώς πιο απολαυστικό και με λιγότερες αδιάφορες/filler/όχι-κάτι-το-ιδιαίτερο στιγμές. Εν τέλει, και με το πρόβλημα (ή, αν θέλετε, την επιλογή) του μηδενικού ξεσκαρταρίσματος μεταξύ αξιοπρόσεκτων και λιγότερο εμπνευσμένων στιγμών να εμφανίζεται ξεκάθαρα κατά τη ροή του άλμπουμ, το "Book Of Bad Decisions" αδικείται από την ποιοτική ανισορροπία των εμπεριεχομένων συνθέσεων του, σε σημείο να μοιάζει - αδίκως για τις πραγματικά αξιόλογες στιγμές του - ως ένα «δύσκολο» άλμπουμ στη συνολική του ακρόαση.

Κατά τα λοιπά, τα όσα στοιχεία αγαπήσαμε στους Clutch είναι παρόντα κι εδώ - οι απίθανες, παθιασμένες και τόσο χαρακτηριστικές ερμηνείες του Neil Fallon, το πιο groovy rhythm section του ευρύτερου heavy rock και η ανάμειξη φαινομενικά ετερόκλητων μεταξύ τους στοιχείων με τρόπο απόλυτα λειτουργικό. Απλώς, αυτήν τη φορά, το συνολικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να φθάσει στα επίπεδα που όρισαν τα τελευταία τους άλμπουμ, γεγονός διόλου κατακριτέο μιας και μιλάμε για κυκλοφορίες που βρίσκονταν ανάμεσα στην αφρόκρεμα του είδους τους τις χρονιές που βγήκαν, αλλά ούτε και αμελητέο, αφού μιλάμε για μια μπάντα που με τις δουλειές της μας έχει δώσει το δικαίωμα να περιμένουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κάθε φορά.

  • SHARE
  • TWEET