C Duncan

The Midnight Sun

Fat Cat/Rockarolla (2016)
Από την Βάσω Καραντζάβελου, 07/02/2017
Μία σχεδόν ακαδημαϊκή προσέγγιση της indie ηλεκτρονικής μουσικής
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Με δύο γονείς ταγμένους στις υπηρεσίες της κλασικής μουσικής, φαντάζεται κανείς πως ο C Duncan δεν θα ξέφευγε από την οικογενειακή παράδοση. Εσφαλμένα. Ή μερικώς εσφαλμένα. Ο Σκωτσέζος μουσικός αρχικά εντάχθηκε στο Βασιλικό Ωδείο της Σκωτίας πριν στραφεί στη σύνθεση πιο pop ήχων, οι οποίοι το 2015 διεκδίκησαν με αξιώσεις βραβείο Mercury. Ο πρώτος δίσκος του, "Architect", ήταν ένα κράμα dream pop, folk και κλασικών επιρροών που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στο δωμάτιο του, θέτοντας πολύ υψηλές βάσεις τόσο για τη μουσική του συνέχεια όσο και για το μέλλον του ευρύτερου ασαφούς υποείδους που βολεύεται υπό τον όρο "homemade records". Άρτιο, γλυκόπικρο, ελιτιστικά ιδιαίτερο, το ντεμπούτο του απέσπασε γρήγορα cult following. Τι πρέπει να αναμένουμε από το follow up του;

Εκτός από μουσικός, ο Chris Duncan είναι και ζωγράφος, με το εξώφυλλο του "The Midnight Sun" να αποτελεί δικό του δημιούργημα, εισάγοντας μας εκ νέου στο δωμάτιο - στούντιο όπου γεννήθηκε και το δεύτερο άλμπουμ του. Η ψυχρότητα που αποπνέεται εκ πρώτης ακρόασης παραμένει το κύριο στοιχείο του μουσικού σώματος που δόμησε ο νεαρός Σκωτσέζος, όμως στέκεται διάτρητη. Τα σκόπιμα κενά γεμίζουν με synths, drum machines, art pop, παρουσιάζοντας ένα απόλυτα συνεκτικό σύνολο.

Σε αντίθεση με το "Architect", εδώ φαίνεται ακόμα πιο έντονα η κλασική παιδεία του δημιουργού. Η δεύτερη δουλειά του φαντάζει να στήθηκε με καθολικά μεθοδευμένη στρατηγική, χωρίς να παρεκτρέπεται ούτε στιγμή από τον βασικό στόχο: τη δημιουργία ενός κρυστάλλινου και αιθέριου έργου, που αν και φαντάζει απρόσιτο εξαιτίας της διαφαινόμενης εγκεφαλικότητας, βρίσκει κάποιον τρόπο να χτυπήσει στα ενδότερα.

Τα folk κομμάτια που θα περιμέναμε κάνουν την εμφάνιση τους σπάνια, κατά κύριο λόγο το "The Midnight Sun" παραπέμπει σε σινεματικό sci-fi tripping τύπου Carpenter, είναι λέει κι ο τίτλος εμπνευσμένος από ένα επεισόδιο του "The Twilight Zone", ο Duncan έχει βάλει στόχο το υπερπέραν και το αγγίζει φευγαλέα, με lushy μελωδίες, λεπτεπίλεπτα φωνητικά, καλογυαλισμένη παραγωγή, παράθεση των πιο ανεπαίσθητων lo-fi στοιχείων δίπλα σε έντονα synthesizer.

Η παραλίγο ακαδημαϊκή προσέγγιση της indie ηλεκτρονικής μουσικής δε διαβάλλεται υπογείως από τα συναισθήματα που ξετρυπώνουν, άλλοτε ως φαλτσέτα κι άλλοτε με τη μορφή dream pop. Το συνολικό άλμπουμ μοιάζει σχεδιασμένο βήμα βήμα, ψυχαναγκαστικά αψεγάδιαστο, σχεδόν ρομποτικό. Ακόμα κι οι πιο ανθρώπινες εκρήξεις δεν είναι αρκετές ώστε να ξεκολλήσει από το μυαλό σου η αναλογία του Duncan με έναν τρελό επιστήμονα, που ψάχνει μανιωδώς τη χρυσή τομή της επιστήμης του κλεισμένος σε ερευνητικό booth. Όσοι αρέσκονται στη νωθρότητα του είδους θα ενθουσιαστούν με αυτόν τον δίσκο, οι υπόλοιποι μπορούμε, έστω προσωρινά, να επιλέξουμε την οδό του ars gratia artis και να χαθούμε σε 43 λεπτά πνευματικής αταραξίας.

  • SHARE
  • TWEET