Alter Bridge

Pawns & Kings

Napalm (2022)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 30/09/2022
Στην έβδομη δισκογραφική δουλειά τους οι Alter Bridge εστιάζουν στην πιο heavy πλευρά τους και μας προσφέρουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της φετινής χρονιάς
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχει ένα σημείο αναφοράς στη πορεία ενός καλλιτέχνη από το οποίο κι έπειτα γίνεται εμφανές ότι το επίπεδο (εμπορικό κι όχι μόνο) έχει αλλάξει. Όχι μόνο επειδή αλλάζει ο ίδιος ο καλλιτέχνης, αλλά επειδή αλλάζει ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τους ακροατές του, με τη βασική διαφοροποίηση να έγκειται στο ότι η μουσική παύει να είναι απαραίτητα το πρώτο ή το μόνο πεδίο ενδιαφέροντος. Οι Alter Bridge αποτελούν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις συγκροτημάτων που η αλλαγή μεγέθους η οποία επήλθε ελάχιστα μοιάζει να τους επηρέασε, είτε σε προσωπικό, είτε σε μουσικό επίπεδο.

Ενδεχομένως, αυτό να έχει να κάνει με το ότι τα τρία εκ των τεσσάρων μελών είχαν ήδη γευτεί αστρονομικά επίπεδα επιτυχίας προηγουμένως με τους Creed, αλλά ήταν ακριβώς τα όσα αυτή η επιτυχία συνεπαγόταν που τους ώθησαν να δημιουργήσουν τους Alter Bridge και να θέσουν συγκεκριμένες κόκκινες γραμμές σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ορισμένοι ενδεχομένως να βλέπουν το παραπάνω ως αδυναμία ή τον λόγο για τον οποίο δεν κατάφεραν να γίνουν ακόμα πιο μεγάλοι, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η αδιαπραγμάτευτη αυθεντικότητά τους είναι από τα πιο δυνατά - αν όχι το πιο δυνατό - σημείο της παρέας που συνθέτουν οι Myles Kennedy, Mark Tremonti, Brian Marshall και Scott Phillips. Και ταυτόχρονα η βάση πάνω στην οποία έχουν χτίσει τη διόλου ευκαταφρόνητη, ως σήμερα, επιτυχία τους.

Παρόλο που στην πραγματικότητα δεν απογοήτευσαν ποτέ με την εκάστοτε δισκογραφική δουλειά τους, είναι μάλλον κοινής αποδοχής συμπέρασμα ότι οι δυο προηγούμενες δουλειές τους, το "The Last Hero" (2017) και το "Walk The Sky" (2019), για διάφορους λόγους, τοποθετούνται ένα σκαλί κάτω από τους προκατόχους τους. Ορισμένοι άρχισαν να ερμηνεύουν το γεγονός ως σημάδι κόπωσης ή καλλιτεχνικής καμπής, ενώ άλλοι το συσχέτισαν με την ολοένα αυξημένη δραστηριότητα κι αποδοχή των προσωπικών σχημάτων του Myles και του Mark ή τη συνεργασία του πρώτου με τον Slash, συμπεραίνοντας ότι όλα τα παραπάνω επηρεάζουν αρνητικά την πορεία των Alter Bridge. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση έχει προκύψει, πάντως, έρχεται να τη διαλύσει με εμφατικό τρόπο η έβδομη δισκογραφική δουλειά του σχήματος.

Το "Pawns & Kings", φτιαγμένο και σμιλευμένο εν καιρώ πανδημίας και ενός κόσμου που δεν μοιάζει να γίνεται ένα καλύτερο μέρος, αποτελεί την πιθανότατα πιο heavy oriented συνολικά δουλειά που έχουν παρουσιάσει οι Alter Bridge στην ως τώρα δισκογραφία τους. Αν πρέπει να τοποθετηθεί σε σύγκριση με τις προγενέστερες δουλειές, θα έλεγα πως στέκεται πιο κοντά στο "Fortress", τόσο υφολογικά όσο και ηχητικά, έχοντας όμως ταυτόχρονα έναν δικό του χαρακτήρα, καθότι υπάρχουν κάποια στοιχεία που έχουν διατηρηθεί, κάποια που έχουν επαναφερθεί και κάποια που έχουν αλλάξει δραστικά σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές

Αρχικά, το γεγονός πως ο Elvis Baskette παραμένει αμετακίνητος πίσω από την κονσόλα, σημαίνει πως ασκόπως μπορεί να περιμένει κάποιος μια εμφανώς πιο οργανική παραγωγή, αλλά την ίδια στιγμή ο ήχος ακούγεται λιγότερο συμπιεσμένος και έχουν αποφευχθεί κάποια ατοπήματα που εμφανίστηκαν στα δυο προηγούμενα άλμπουμ, και ειδικά στο "Walk The Sky". Οι κιθάρες έχουν περισσότερο όγκο και διαύγεια, αναδεικνύοντας τα - για ακόμα φορά τρομερά - riff των Mark και Myles, ενώ έχει γίνει αξιοσημείωτη δουλειά και στα drums του Phillips, τα οποία ξεχωρίζουν όχι μόνο παικτικά, αλλά και ηχητικά, συντελώντας όπως πάντα ένα στιβαρό rhythm section με τον Brian Marshall, και εν γένει το φρεσκάρισμα που έχει γίνει είναι προς μια σωστή κατεύθυνση.

Όσον αφορά στο συνθετικό κομμάτι, ο Myles με τον Mark επέστρεψαν στον παλιότερο - λιγότερο συνεργατικό και περισσότερο αποτελεσματικό - τρόπο συγγραφής τραγουδιών, μόνο που πλέον είναι πιο δύσκολο να διακρίνει ακόμα κι ένας έμπειρος ακροατής ποιος εκ των δυο συνεισέφερε ποια ιδέα, συγκλίνοντας αμφότεροι σε ένα πιο heavy riffing στυλ συνθετικής προσέγγισης. Σαν βασική διαφοροποίηση, πάντως, οφείλει να επισημανθεί το ότι κράτησαν το άλμπουμ στις δέκα συνθέσεις, κάτι που λειτουργεί εξαιρετικά στην συνολική ακρόαση του δίσκου, παρέχοντας μεγαλύτερη συνοχή και ιδανική διάρκεια.

Το άλμπουμ ξεκινάει όσο πιο εντυπωσιακά γίνεται με το "This Is War", με το επικό feeling και τα κοφτά του riff να διαβεβαιώνουν εξαρχής πως το συγκρότημα βρίσκεται σε τρομερή φόρμα, σε μια σύνθεση που προβλέπω να μονιμοποιείται και να αποτελεί highlight στις μελλοντικές συναυλίες της μπάντας. Το δε "Dead Among The Living" που ακολουθεί αποτελεί μια μάλλον καλώς εννοούμενη τυπική σύνθεση των Alter Bridge, καθώς έχει όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά που την καθιστούν ιδανική στη ροή της ακρόασης, πριν το εξαιρετικό "Silver Tongue", ανεβάσει τις ταχύτητες και την ένταση και ξεχωρίσει μονομιάς, όντας μια από τις δυναμικές και συνάμα πιασάρικες συνθέσεις που έχει γράψει η μπάντα.

Εν συνεχεία, οι ταχύτητες μειώνονται, ο ήχος μοιάζει να γίνεται ακόμα πιο βαρύς και το επιβλητικό "Sin After Sin" φέρνει μαζί του μια Gojiroειδή riffάρα, ένα ακόμα μεγάλο ρεφραίν και μια τρομερή ερμηνεία από τον Myles, αποτελώντας ένα ακόμα highlight του δίσκου, όπως highlight είναι σίγουρα και το "Stay" σε τελείως διαφορετική, όμως, κατεύθυνση. Εδώ, η διάθεση είναι σαφώς πιο αισιόδοξη, ο Tremonti αναλαμβάνει τα πρώτα φωνητικά, συνεπικουρούμενος καταπληκτικά από τον Myles και το αποτέλεσμα είναι μια φανταστική σύνθεση που στέκεται κάπου ανάμεσα στο "Godspeed" και το "Ghost Of Days Gone By" και την οποία ήδη λατρεύω για πολλούς-πολλούς λόγους.

Στο "Holiday" οι φωνητικές γραμμές και η ερμηνεία του Myles παραδόξως φέρνουν περισσότερο στην προσέγγιση που έχει όταν δουλεύει παρέα με τον Slash παρά με τους Alter Bridge, γεγονός που το καθιστούν μια ευχάριστη, αν κι όχι απαραίτητα εντυπωσιακή όπως οι υπόλοιπες, σύνθεση. Κι όταν λέω εντυπωσιακή σύνθεση, εννοώ ακριβώς ένα τραγούδι σαν το "Fable Of The Silent Son". Πρόκειται για την μεγαλύτερη χρονικά (άνω των 8 λεπτών) σύνθεση της μπάντας, όπου το classic, το hard και το progressive rock αναμιγνύονται σε μια από τις πιο ιδιαίτερες και καλύτερες στιγμές όχι μόνο του άλμπουμ, αλλά και της δισκογραφίας των Alter Bridge!

Οδεύοντας προς το τέλος του άλμπουμ, το "Season Of Promise" έχει έναν υπέροχα ανθεμικό, hard rocking χαρακτήρα και ένα sing along ρεφραίν, στεκούμενο σαφώς ψηλότερα από αντίστοιχες συνθέσεις προηγουμένων δουλειών κι αποτελεί κρυφή, προσωπική αδυναμία, ενώ το main riff του "Last Man Standing" θα μπορούσε άνετα να ανήκει στους Mastodon φερ’ ειπείν, σε μια ακόμα πολύ μεστή και δυνατή σύνθεση, πριν το φινάλε έρθει ιδανικά με το ομότιτλη 6λεπτη τραγουδάρα. Παρά τον επικό και τον όχι απαραιτητα πιασάρικο (με καθαρά εμπορικούς όρους) χαρακτήρα του, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως επιλέχθηκε ως πρώτο single και προπομπός του άλμπουμ, αποτελώντας μια ακόμα instant classic προσθήκη στη φαρέτρα της μπάντας, με μεγάλες sing along στιγμές και εκ νέου εξαιρετική κιθαριστική δουλειά από τους Kennedy και Tremonti.

Με το "Pawns & Kings" οι Alter Bridge επανέρχονται σε δισκογραφικό επίπεδο ανάλογο των τεσσάρων πρώτων, σπουδαίων κυκλοφοριών τους, και καθόλου δεν θα με εκπλαγώ αν αρκετοί οπαδοί τους το τοποθετούν μελλοντικά στην κορυφή των προτιμήσεών τους. Χωρίς να δείχνουν την ανάγκη να διαφοροποιήσουν σημαντικά τον χαρακτήρα που πολύ επιτυχημένα έχουν χτίσει ως σήμερα, συνεχίζουν να κινούνται μαεστρικά κάπου μεταξύ hard (rock) και heavy (metal), κλίνοντας προς το δεύτερο και ευστόχως επικεντρώνονται σε όσα έχουν αποδείξει ότι ξέρουν να κάνουν πολύ καλά. Ως αποτέλεσμα, μας προσφέρουν μια σειρά από απολαυστικά τραγούδια, τα οποία - απλά κι όμορφα - συνθέτουν ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς.

  • SHARE
  • TWEET