Agalloch
Marrow Of The Spirit
Οι Agalloch είναι μια μπάντα που το βιογραφικό της πολλοί θα ζήλευαν. Κατάφερε με δύο μόλις κυκλοφορίες τη δεκαετία που πέρασε να κερδίσει μαζική αποδοχή και παράλληλα να τη σημαδέψει τόσο έντονα, όσο ελάχιστα άλλα συγκροτήματα. Τον ήχο τους μόνο εμπορικό δεν το λες. Κάποιοι τους βάφτισαν dark metal για να συμπτύξουν τα ατμοσφαιρικά, post, folk, black metal στοιχεία που «πραγματεύονται», ταμπέλες που και πάλι κρίνονται ανεπαρκείς για να τους χαρακτηρίσουν απόλυτα. Απόλυτα προσωπικό και εσωστρεφές, το ηχητικό αποτέλεσμα των Agalloch κρίθηκε από πάρα πολλούς καταπληκτικό και ακούγοντας κάποιος album όπως τα "The Mantle" και "Ashes Against The Grain" δύσκολα θα διαφωνήσει.
Μέσα σε αυτό το ρεύμα ακροατών που τους λατρεύει ανήκω κι εγώ και σαφώς βρήκα τα τέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από την κυκλοφορία τους τελευταίου τους album (εξαιρείται το ακουστικό "The White" ep του 2008) πολλά. Το φετινό "Marrow Of The Spirit" έμελλε να είναι αυτό το οποίο είχε το πολύ δύσκολο έργο να συνεχίσει την αξιοθαύμαστη δισκογραφική πορεία των Αμερικανών, ήταν δηλαδή κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένο να πετύχει. Και το καταφέρνει. Με τρόπο που ενώ σέβεται και αγαπά το «παρελθόν» του, αποστασιοποιείται και ονειρεύεται το μέλλον. Μην το έχετε για εύκολο πράγμα αυτό. Για τους Agalloch μιλάμε. Ένα συγκρότημα ηχητικά εύθραυστο, με υπέρ του δεόντως προσωπικό αποτύπωμα, που η παραμικρή φάλτσα αλλαγή στη νοοτροπία του θα χαλούσε εντελώς την τόσο πετυχημένη συνταγή.
Ο λυρισμός και η αμεσότητα του "The Mantle" συνδέονται με τη δύσβατη και επιβλητική ατμόσφαιρα του "Ashes Against The Grain", με το αποτέλεσμα να είναι για άλλη μια φορά εξαιρετικό. Καθηλωτική ατμόσφαιρα, αιθέριες μελωδίες, καταπληκτικές δομές κομματιών που φλερτάρουν -χωρίς να έχουν το φόβο να χαρακτηριστούν- με ένα σωρό ιδιώματα μουσικής. Οι Agalloch καταφέρνουν για άλλη μια φορά να συνθέσουν ένα μωσαϊκό μελωδίων και ηχητικών απολήξεων που συνδράμει στην επίτευξη μιας πολύ προσωπικής και ταυτόχρονα μαγευτικής ατμόσφαιρας. Παρόλο που δεν είμαι υπέρμαχος της άποψης ότι ένα album θέλει πολλές ακροάσεις για να κατανοηθεί πλήρως, σε αυτή την περίπτωση κάτι τέτοιο ίσως και να χρειάζεται. Οι πολλαπλές γραμμές ηχογράφησης της κιθάρας και οι πολυδιάστατες ενορχηστρώσεις θέλουν το χρόνο τους για να προσφέρουν στον ακροατή ολόκληρη τη δυναμική τους. Τα κομμάτια, εάν εξαιρέσει κανείς το εισαγωγικό "They Escaped The Weight Of Darkness", έχουν μέσο όρο διάρκειας πάνω από δέκα λεπτά. Κάτι τέτοιο ίσως κουράσει κάποιους, όχι εμένα πάντως που το θεώρησα σχεδόν απαραίτητο στοιχείο για την ανάδειξη των συνθέσεων.
Υπάρχουν ένα σωρό καλούδια που θα μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιος στο "Marrow Of The Spirit". Τα black metal ξεσπάσματα του "Into The Painted Grey" αυτόματα το ανάγουν στο πιο βαρύ τραγούδι που έχουν γράψει οι Agalloch. Εξαιρετικό riffing και καταπληκτικά leads. Το "The Watcher's Monolith", το οποίο αποτέλεσε και τον προπομπό του album, περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, ακουστικές κιθάρες και εξαιρετικά καθαρά φωνητικά του Haughm, κάνοντας το την πιο πιασάρικη στιγμή του δίσκου. Το επόμενο, όμως, "Black Lake Nidstång" είναι το τραγούδι που πραγματικά με συγκλόνισε, θεωρώντας το ένα από τα καλύτερα που έχουν γράψει οι Agalloch. Ατμόσφαιρα που στοιχειώνει, υποδουλώνει το black, το doom, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά στοιχεία και ωθεί τον Haughm να κάνει κάποια από τα πιο σπαρακτικά φωνητικά της καριέρας του. Το τραγούδι που ακολουθεί λέγεται "Ghosts Of The Midwinter Fires" και είναι κι αυτό υπέροχο, με τον πιο epic χαρακτήρα του, είναι ένα είδους φάρμακο για την «ασφυκτική» ατμόσφαιρα που προηγήθηκε αυτού. Ο δίσκος κλείνει με το ambient "To Drown", το οποίο εξομαλύνει την έκβαση από ένα τόσο συναισθηματικά φορτισμένο μουσικό έργο.
Όσο κι αν η παραγωγή με ξένισε αρχικά, γρήγορα τη συνήθισα, ο κάπως ξερός ήχος της δε με ενόχλησε, όπως αποδείχθηκε. Απήλαυσα το "Marrow Of The Spirit" από την αρχή ως το τέλος του. Έστω κι αν χάνει στα σημεία από τους προκατόχους του, δεν παύει να είναι ένας φοβερός δίσκος. Είπαμε, η κληρονομιά είναι πολύ βαριά άλλωστε. Όπως και να έχει, μη σας ξεφύγει και δεν το ακούσετε και αφού το κάνετε, ευχηθείτε κι εσείς να μην περιμένουμε άλλα τέσσερα χρόνια για να ακούσουμε ξανά ολοκληρωμένη τους δισκογραφική δουλειά.