Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...

Adrestia
Requiem
Οι Σουηδοί crust punks ρίχνουν τίτλους τέλους με ένα φορτισμένο κύκνειο άσμα αντάξιο της πορείας τους
Στις αρχές του έτους, οι Adrestia ανακοίνωσαν τη διάλυσή τους. Το σουηδικό crust punk σχήμα με τις έντονες death metal επιρροές, αποκάλυψε πως ρίχνει αυλαία στην πορεία του έπειτα από σχεδόν μια δεκαετία που με την στάση και τη δισκογραφία του ξεχώρισε στη σύγχρονη διεθνή σκηνή. Το συγκρότημα, από το ντεμπούτο του το 2017, “The Art Of Modern Warfare”, μέχρι και το τελευταίο του LP, ονόματι “Requiem”, που κυκλοφορεί αυτές τις ημέρες, κατάφερε να εκσυγχρονίσει τις διδαχές της κλασικής σουηδικής crust σκηνής διατηρώντας ακέραιο το πολιτικό του στίγμα. Για περισσότερες πληροφορίες γύρω από την φιλοσοφία και τον ήχο της μπάντας, μπορείτε να ανατρέξετε εδώ στον απολαυστικό, εφ’ όλης της ύλης, διάλογο που είχαμε πέρσυ με την μπάντα.
Το κύκνειο άσμα των Adrestia, διαδέχεται το φετινό split με τους Collapsed ονόματι “Antitheism”, που ήταν η έτερη ανακοινωμένη κυκλοφορία που συνόδευσε την είδηση της διάλυσής τους. Στα 38 του λεπτά, το άλμπουμ βρίσκει την μπάντα να συνεχίζει να εξερευνά τα όρια του ήχου της, αποτελώντας εν μέρει ένα αμάγαλμα των μέχρι πρότινος πεπραγμένων της. Συγκεκριμένα, το “Requiem” διαθέτει τον όγκο του εξαιρετικού “The Wrath of Euphrates” του 2019, και υφολογικά αποτελεί το μεσαίο έδαφος της εξαιρετικής και διαφοροποιημένης δυάδας των “III: The Betrayal” και “IV: The Mark Of Cain” του 2022.
Για την ακρίβεια, οι Adrestia στο φινάλε της πορείας τους μάλλον ενδίδουν εντονότερα όσο ποτέ στις swe-death metal επιρροές τους. Ο κιθαριστικός τόνος, στιγμές όπως το καταιγιστικό εναρκτήριο “Thylacyn Blues” ή το, βγαλμένο από την Στοκχόλμη των μέσων των ‘90s, “Ein Brief An Mein Jüngeres Ich”, γέρνουν την ισορροπία προς τις extreme καταβολές τους. Αναμενόμενα βέβαια, το “Requiem” παραμένει ένα metal/punk άλμπουμ. Οι σουηδικές crust καταβολές ξεδιπλώνονται σε στιγμές όπως το στοχευμένο “My Enemy’s Enemy Is Still My Enemy” ή το “Each Day I Die”, που θα συνεχίσει εκεί που σταμάτησε η σύμπραξη της μπάντας με τον Tomas Jonsson (Anti Cimex, Wolfpack) στο EP “Dead End Roads”. Κοινώς, η πλειοψηφία των δέκα συνθέσεων του “Requiem” κινείται σε υψηλές ταχύτητες, εκμεταλλευόμενη τα εξαιρετικά riffs, τα τρομερά διπλά φωνητικά των Martin Shukevich (κιθάρες), και Elma Roth Sandell (μπάσο), και την ουσιαστική συνθετική προσέγγιση της μπάντας.
Το “Requiem” όμως θα αφήσει και ένα πιο έντονο προσωπικό και συναισθηματικό στίγμα. Το “Where Gods Die”, με τα εξαιρετικά guest καθαρά φωνητικά της Linda Johansson θα προσφέρει την αναγκαία διαφοροποίηση στη ροή του δίσκου, ενώ το σχεδόν doom/death κλείσιμο του δίσκου με το εξάλεπτο “Grindadrap” θα αφήσει μια δραματική τελευταία αίσθηση. Αναμενόμενα, κάθε κλείσιμο ενός δημιουργικού κύκλου, ο οποίος αποτέλεσε πνευματικό τέκνο αφοσίωσης, θα φέρει πιθανές αποχρώσης ματαίωσης, χαρμολύπης, κάθε ρέκβιεμ είναι μια πομπή προς το θάνατο. Πέραν της κυριολεκτικής του χροιάς για τους Adrestia, και θεματικά ο τελευταίος τους δίσκος βάλλει προς προβληματικές (κοινωνική αποξένωση, καπιταλισμός, φασισμός, οικολογική καταστροφή) που στέκονται ενάντια στην κοινωνία.
Στον πιο σκοτεινό και δύστροπο δίσκο τους, οι Adrestia ηχούν απαισιόδοξοι όσο ποτέ. Η γκρούβα του “The More I See The Less I Believe”, στιχουργικά συμπυκνώνει το σταυροδρόμι μεταξύ υπέρβασης και παραίτησης που οριοθετεί εν πολλοίς το δίσκο, και τα φοβερά κιθαριστικά leads του “The Likes Of You And I” θα θυμίσουν πως αυτή η μουσική, όταν παίζεται σωστά, αγγίζει χορδές και συναισθήματα που δύσκολα μπορούν να κωδικοποιηθούν με λέξεις και νηφάλιες προτάσεις. Οι Adrestia με κάθε δίσκο εξέλισσαν την τέχνη τους, παραμένοντας διαρκώς αιχμηροί και επίκαιροι. Τίμησαν στο έπακρο τις μεγάλες μουσικές τους αγάπες και αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό σχήμα στην σύγχρονη crust punk σκηνή.
Συνεισέφεραν τα μέγιστα ώστε μια μοναδική πολιτικοποιημένη underground ηχητική άποψη να μην ξεχασθεί στην εποχή της αποδόμησης και της σχετικοποίησης των πάντων. Προσωπικά μιλώντας, ακολουθώντας για χρόνια την πορεία τους, μπορώ μόνο να εκφράσω τον σεβασμό και την ευγνωμοσύνη μου που δεν άφησαν ένα μέρος της εφηβείας μου να μείνει στο κάδρο, πυροδοτώντας εκ νέου το ενδιαφέρον μου πριν από περίπου μια δεκαετία για αυτό τον ήχο. Σε αυτό τον άτυπο επίλογο, σε όσο χώρο μου αναλογεί, δεν μπορώ παρά να πω πως με κάθε ακρόαση, το “Requiem”, θα μου θυμίζει όλα όσα δύνανται να μετατρέψουν τον ακραίο ήχο σε αιχμή του δόρατος μιας αλλαγής, εσωτερικής και κοινωνικής, η οποία οφείλει να έρθει, όχι ως ουτοπία, ούτε ως συμβιβασμένος ρεαλισμός, αλλά ως ανατρεπτική δύναμη. Μερικές φορές, τα ρέκβιεμ οδηγούν σε κάθαρση, ακόμη και αν σε συνθλίψουν με το σκοτάδι της συνειδητοποίησης.