Το μαγικό '69 και η ενηλικίωση του πειραματισμού

ProgSession #63: Cromagnon

Από τους Αντώνη Καλαμούτσο, Σπύρο Κούκα, 04/03/2021 @ 13:19

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν πάμπολλες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας το ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 63:

Μια πολύ ιδιαίτερη περίσταση ξεδιπλώνεται σε αυτή μας τη μηνιαία επιστροφή, έχοντας τη χαρά να φιλοξενούμε την πένα του εγκάρδιου φίλου και συνεργάτη Αντώνη Καλαμούτσου. Ανταποδίδοντας τη φιλοξενία στο πρώτο Underground Express της φετινής χρονιάς και συνεχίζοντας ένα ιστορικό συνεργασιών το οποίο προσέφερε ποιοτικούς καρπούς ανά τον καιρό, η παρουσία του κρίνεται τιμητική όσο κι ευεργετική για την πορεία και την αναζωογόνηση της στήλης, όντας σχεδόν βέβαιο πως οι περιστάσεις θα ευνοήσουν και στο μέλλον την εδώ επιστροφή του.

Το μαγικό '69 και ο πειραματισμός ως δήλωση αλλαγής

Στην, πιθανόν, πιο περιττή πληροφορία αυτού του ProgSession, οφείλω να πω ότι γράφω αυτές τις γραμμές με συγκίνηση κι ελαφριά ανατριχίλα, σίγουρα περήφανος που οι φτωχές μου λεξούλες φιλοξενούνται σε αυτό που εδώ και χρόνια αποτελεί την αγαπημένη μου στήλη, από το αγαπημένο μου μουσικό site. Η ζωή είναι απρόβλεπτη και γεμάτη ανατροπές.

Και, αλήθεια, πόσο γεμάτος με ανατροπές να έμοιαζε ο κόσμος το 1969!

Στην ατέρμονη ανάγκη μας να δημιουργούμε μεγάλα σύμβολα, μετατρέψαμε το 1969 σε μία από τις πιο μυθικές χρονιές του 20ου αιώνα. Δικαίως ως ένα βαθμό, αφού τα γεγονότα που το σημάδεψαν ήταν τέτοιας ευρύτερης σημασίας, που η αναγωγή του ως το έτος της απόλυτης σύγκρουσης του παλιού και του νέου, έμοιαζε - και ήταν - αναπόφευκτη. Ο παλιός κόσμος φάνταζε έτοιμος να συντριβεί, σαν πετραδάκι κάτω από την μπότα του Neil Armstrong ενώ έκανε τη βόλτα του στο φεγγάρι. Σαν μια γερασμένη φωνή κάτω από τις ιαχές των 350 χιλιάδων ανθρώπων του Woodstock. Σαν σκουριασμένο γρανάζι που συνειδητοποιεί την ξεφτισμένη του δύναμη, μπροστά στο πρώτο δίκτυο υπολογιστών που ονομάστηκε APRANET.

Η ατέλεια της φύσης μας ως είδος όμως, καθώς και η ανάγκη μας για απλοποίηση των γεγονότων, μας οδηγεί στην ανάγκη δημιουργίας αφηγημάτων. Η ιστορία είναι γεμάτη τέτοια αφηγήματα, εύπεπτες ιστορίες με αρχή, μέση, τέλος και πάντα γραμμική ανάπτυξη - εύληπτη έτσι από τον βιολογικό μας περιορισμό που αναγνωρίζει τον χρόνο μόνο σαν παρελθόν και μέλλον. Στο μουσικό μας αφήγημα, δίσκοι όπως αυτός που θα παρουσιάσει ο Σπύρος είναι λάθος. Ένας δίσκος που δεν κολλάει στο αφήγημα που φτιάξαμε ότι το industrial γεννήθηκε την τάδε ημερομηνία ή το noise τη δείνα.

Για ό,τι δεν ανήκει στα συμφραζόμενα του λοιπόν, απομένει η εύκολη ταμπέλα του πειραματικού. Και πώς αλλιώς να αποκαλέσεις εν έτει 1969 έναν δίσκο που έχει ήχους από άναρθρες κραυγές, κρουόμενες πέτρες και κόκκαλα; Αναλογίσου όμως αυτό: πόσο «πειραματικός» είναι ένας ήχος που πιθανόν είναι και η πρώτη μουσική που παρήγαγε ο άνθρωπος πάνω στη γη; Είναι «πειραματικό» κάτι που έχει κατακτηθεί από το είδος μας όταν ήταν ακόμα στα σπάργανα του; Και σε ποια αλλόκοτη πραγματικότητα, ένα μουσικό σχήμα έκανε κάτι «πρώτα» ή «ύστερα»;

Με το παραπάνω σκεπτικό, θέλω να σε οδηγήσω πονηρά στη διαπίστωση ότι ο πειραματισμός δεν είναι ήχος. Είναι μία δήλωση που προκύπτει από έναν ψυχικό διάλογο με την εποχή και το περιβάλλον σου.

Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία να αναγνωρίσει κανείς τους τρόπους με τους οποίους οι πειραματικές «δηλώσεις» (και) στη μουσική άλλαξαν στη δεκαετία του '60, συγκριτικά με το παρελθόν. Δεν θα εστιάσω στη διάθεση για ανατροπή. Αυτό εξάλλου είναι κοινό χαρακτηριστικό πολλών εποχών και πολλών κινημάτων. Ο ιμπρεσιονισμός - ίσως το πιο ανατρεπτικό κίνημα όλων των εποχών - ήταν επίθεση προς τα γαλλικά Salons, εκ των έσω. Οι ντανταϊστές βαράγανε λαμαρίνες ήδη από το '20. Οι Cage, Xenakis, Schoenberg αυτού του κόσμου είχαν προχωρήσει πολύ την ιδέα της πειραματικής μουσικής, έχοντας ευρύτατες ακαδημαϊκές σπουδές και βαρύτατα πορτοφόλια. Έως και οι λατρεμένοι μας Pink Floyd εκείνη την εποχή, είχαν σημαντικότατη βοήθεια από τα κομποδέματα των μπαμπάδων τους.

Αν η δεκαετία του '60 έφερε λοιπόν μια σημαντική αλλαγή για την ίδια την εμπειρία του πειραματισμού, αυτή ήταν η αλλαγή του ταξικού και κοινωνικού της πλαισίου. Η λαογραφία έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με την αντιπαλότητα του «Υψηλού» (αστικού) και «λαϊκού» (επαρχιακού) πολιτισμού, αντιπαλότητα που κορυφώθηκε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Για πάρα πολύ καιρό, ο πειραματισμός ήταν προνόμιο και υποχρέωση των εκφραστών της «Υψηλής Κουλτούρας», από τη δεκαετία του '60 όμως το τοπίο άρχισε ν' αλλάζει για τα καλά. Η εξέλιξη του μουσικού εξοπλισμού, της τέχνης της ηχογράφησης αλλά και η αυξανόμενη ροή ενημέρωσης/πληροφορίας, σταδιακά δίνει πρόσβαση στον πειραματισμό και σε δημιουργούς έξω από ακαδημαϊκούς κι ερευνητικούς κύκλους. Ο πειραματισμός αρχίζει πια να γίνεται και διαμαρτυρία, εκτός από πρωτοπορία. Η αλλαγή αυτή συνεχίστηκε φυσικά και τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι το σημείο της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης του, τη στιγμή που κάθε μουσικός είχε πρόσβαση σε PC.

Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι η μουσική πρόταση των Cromagnon συντάσσεται υπογείως με τις απαιτήσεις της γενιάς του flower power, της protest folk ή του ψυχεδελικού rock, χρησιμοποιώντας απλώς μια πειραματική γλώσσα. Έχοντας προφανώς υπόψιν τους και αξιοποιώντας στοιχεία από την αναπτυσσόμενη θεατρικότητα του κινήματος Fluxus - ναι, αυτό στο οποίο έλαμψε η «ατάλαντη» Yoko Ono - και του transethnicism, φαίνεται ότι ο υπό ανάλυση δίσκος ήθελε απλά να ζητήσει με τον τρόπο του, έναν διαφορετικό, καλύτερο κόσμο.

Μακριά λοιπόν από χρονικές υπεραπλουστεύσεις και με καλύτερη αντίληψη του κοινωνικού του χαρακτήρα, ας δούμε καλύτερα ένα μουσικό έργο που δεν θα έπρεπε να είναι.

Cromagnon - Orgasm (ESP Disk, 1969)

Cromagnon - Orgasm

Βρικόμαστε σε μια περίοδο κοσμοϊστορικών μουσικών (και όχι μόνο) εξελίξεων, με την πρόοδο και την εφεύρεση νέων ειδών και τη δημιουργική κοσμογονία να είναι διαρκής και άκρατη, γεγονός που θα συνεχιζόταν κι εντός της δεκαετίας που ανέτειλε. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τότε κατάσταση της μουσικής βιομηχανίας βρισκόταν στα καλύτερα της, με μια πλήρως ανεπτυγμένη παραγωγή δίσκων, νέα είδωλα να αναζητούνται και να ξεπροβάλλουν σταδιακά και το μουσικό τύπο της εποχής να είναι μάλλον επιφυλακτικός απέναντι στον άκρατο πειραματισμό.

Οι Austin Grasmere και Brian Elliot υπήρξαν μέρος της εν λόγω βιομηχανίας ήδη από τα mid - '60s, με τις λιγοστές πληροφορίες που υπάρχουν για το βασικό δημιουργικό δίδυμο των Cromagnon να αναφέρουν πως υπήρξαν pop παραγωγοί, δραστηριοποιουμενοι στη Νέα Υόρκη της εποχής. Λίγη σημασία έχει, βέβαια, κατά πόσο εξακριβώνεται αυτή τους η δράση, με τη σημαντική πληροφορία που μας ενδιαφέρει εδώ να αφορά το απολύτως πειραματικό μουσικό τους project, το οποίο στέκεται ως ιστορικός προπομπός για πολλά από τα μετέπειτα ιδιώματα της rock.

Η ιδέα πίσω από το project, απλή˙ ουσιαστικά μια πρόβλεψη της μουσικής εξέλιξης για τις ερχόμενες δεκαετίες, ακολουθώντας τη γραμμική αλληλουχία που ένωνε τον Elvis Presley με τον Jimi Hendrix και τους The Who. Μια πρόβλεψη που δεν επαληθεύτηκε στο ακέραιο, αλλά μπορεί να κριθεί ως επιτυχής και υπεύθυνη για τη γέννηση κατοπινών ειδών όπως το noise rock, το no wave, το industrial, αλλά ακόμη και το black metal. Ακόμη κι αν το ίδιο το άλμπουμ στο μεγαλύτερο μέρος του «δεν ακούγεται», τουλάχιστον με τη συμβατική σημασία ενός μουσικού δίσκου...

Άλλωστε, με το υλικό του "Orgasm" να αποτελεί στην ουσία του ένα κολάζ διεστραμένων ιδεών και παράδοξων ήχων και την απουσία οποιασδήποτε έννοιας συνθετικών δομών να είναι σχεδόν πανηγυρική, δεν θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Πέραν του προαναφερθέντος διδύμου, αλλά και των Sal Salgado και Vince Howley που ολοκλήρωναν το lineup της άτυπης μπάντας, στο στόυντιο παρέλασε πλήθος κόσμου, από άστεγους των δρόμων της Νέας Υόρκης, μέχρι γνωστούς του σχήματος, περαστικούς και κάθε λογής παρατρεχάμενους, με όλους τους να συμβάλλουν στις ηχογραφήσεις με στριγκλιές, απαγγελίες, κραυγές και ποικίλες ακόμη avant-garde «ερμηνείες».

Το εναρκτήριο "Caledonia" είναι πιθανότατα το πιο γνωστό «τραγούδι» του άλμπουμ, έχοντας διασκευαστεί από τους Ιάπωνες Ghost και συμπεριληφθεί από το Pitchfork στη λίστα του με τα 200 σημαντικότερα τραγούδια των '60s. Από την άλλη, η έννοια του τραγουδιού χρησιμοποιείται ιδιαίτερα συγκεχυμένα στη συγκεκριμένη περίπτωση, με τη σύνθεση να μοιάζει σαν ένα ανεξέλεκτο ποτ πουρί από οποιοδήποτε γνωστό ή άγνωστο είδος υπήρχε τότε, το οποίο με σημερινούς όρους θα προσδιοριζόταν ως industrial blackened folk με ολίγη ψυχεδέλεια. Κι όμως, αυτή είναι μόνο η αρχή.

Το "Ritual Feast Of The Libido" φαντάζει ενοχλητικό εν τη γενέσει του, έχοντας μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, δημιουργημένη μονάχα από τα επαναλαμβανόμενα, άψυχα χτυπήματα των κρουστών, των ήχο αλυσίδων που σέρνονται στο έδαφος και τις άναρθρες κραυγές που ακούγονται ως άλλα «φωνητικά». Παράνοια, η οποία συνεχίζεται στο "Organic Sundown", οι tribal ρυθμοί του οποίου μας μεταφέρουν νοητά σε κάποιο τελετουργικό μαύρης μαγείας κάποιας ξεχασμένης από θεούς και δαίμονες, αρχέγονης φυλής.

Πράγματι, ο δίσκος έχει ελάχιστες «συμβατικές» μουσικές στιγμές, με την εμφάνιση των συνηθέστερων rock οργάνων να εξυπηρετεί μονάχα την κεντρική ιδέα του concept, είτε με σποραδική παρουσία τους, είτε ως τη νοητή σύνδεση με το παρελθόν και το παρόν του rock ήχου τότε. Ένα επαναλαμβανόμενο κάτι-σαν-riff έδω (βλέπε "Crow Of The Back Tree"), ένα ηλεκτρισμένο solo εκεί (βλέπε "First World Of Bronze") και δώσ' του παραδοξότητα και αντισυμβατικό πνεύμα, μια συνεχιζόμενη αποδόμηση κάθε νόρμας και τυπολατρικής αισθητικής, πιστή στην έννοια της πραγματικής μουσικής εξερεύνησης.

Μιλώντας από την κριτική πλευρά του ακροατή - μουσικού συντάκτη, το αποτέλεσμα του "Orgasm" δεν γίνεται να κριθεί. Το να μιλήσουμε για αστοχίες, να αντιπαραβάλουμε την παντελή άγνοια μέτρου και συνθετικών μοτίβων με το ιστορικό βάρος μιας κυκλοφορίας που προέβλεψε ένα μεγάλο κομμάτι της μουσικής εξέλιξης που θα ακολοθούσε, θα ήταν μάλλον εκτός τόπου και χρόνου. Σε προσωπικό επίπεδο, δεν το κρύβω πως δυσκολεύτηκα αφάνταστα στην πλήρη κι επαναλαμβανόμενη ακρόαση του υλικού του άλμπουμ, αφού στην ουσία του, εκείνο δεν αποτελεί παρά ένα «τρελό» μουσικό πείραμα, ένα ηχητικό «τέρας του Φρανκενστάιν» που ήρθε στη ζωή για να προκαλέσει και να χαρακτηριστεί, εν αγνοία του, ως προπομπός όσων θα ακολουθούσαν αρκετά χρόνια αργότερα.

Τί ακολούθησε;

Απολύτως τίποτα. Οι Cromagnon υπήρξαν ένα "one-off" project και η βραχύβια παρουσία τους μονάχα καλό έκανε στον μύθο τους. Πλάνα για ζωντανές εμφανίσεις υπήρξαν, με το σχήμα να οραματίζεται ένα εξίσου ακραίο live performance σκηνικό όσο η μουσική του, μα οι οικονομικές δυσχέρειες της εταιρείας του ήταν καταδικαστικές και τα όποια σχέδια για αναζωπύρωση του project να εγκαταλείπονται μετά και το θάνατο του Brian Elliot, αργότερα εντός των '70s.

Μετέπειτα, ο δίσκος θα επανακυκλοφορούσε μέσα στα '90s, αυτή τη φορά με τον τίτλο "Cave Rock" και υπό τη σκέπη της ZYX, αλλά - ξανά - κι εντός της νέας χιλιετίας, με εκδόσεις που χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τις δύο ονομασίες. Εμπλουτισμένες με αρκετά liner notes και δηλώσεις του Sal Salgado που μας κατατοπίζουν ακόμη περισσότερο για τις στοχεύσεις του project, η εύρεση τους είναι σχετικά εύκολη, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα απόκτησης ενός κειμηλίου της εξελικτικής διαδικασίας του σκληρού ήχου, από ένα σχήμα που οριακά μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο, μα εν αγνοία του έμεινε στην ιστορία.

Σε ένα καθαρά προσωπικό σχόλιο, η περίπτωση των Cromagnon μού έφερε στο νου εκείνη των Jacula, στους οποίους είχαμε αναφερθεί παλιότερα μέσα από αυτή τη στήλη. Όχι, βέβαια, από πλευράς ιστορικού ή σκοπιμοτήτων δημιουργίας, αλλά από την άποψη πως και τα δύο projects φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πιονέρου, προοικονομώντας τις εξελίξεις στο χώρο του σκληρού ήχου μα παραμένοντας σε ένα καθεστώς αφάνειας, το οποίο ενίσχυσε το πέπλο μυστηρίου γύρω από το όνομα και τις πράξεις τους. Μαζί, τα δύο σχήματα, θα πρέπει να θεωρούνται προάγγελοι (και) του black metal, με την αισθητική και τη μυσταγωγία των μεν και την ατμοσφαιρική ακρότητα των δε να συνθέτουν το πρώιμο παζλ ενός ήχου που θα έβγαζε τα πρώτα «άνθη του κακού» κάτι παραπάνω από μια δεκαετία αργότερα. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη ιστορία...

YouTube

  • SHARE
  • TWEET