ProgSession #49: Jacula

Έρπων ζόφος και giallo αισθητική, σε ένα μυστικιστικό σχήμα-προάγγελο του black metal

Από τον Σπύρο Κούκα, 04/05/2018 @ 11:31

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 49:

Jacula - Tardo Pede In Magiam Versus
(The Rogers, 1972)

Jakula - Tardo Pede In Magiam Versus

Η αναζήτηση των ριζών της σύγχρονης metal μουσικής και των διαφόρων ηχητικών παρακλαδιών από τα οποία απαρτίζεται, ανέκαθεν υπήρξε αντικείμενο μελέτης και συζητήσεων, αποκαλύπτοντας, έστω και κατοπινά, το βαρυσήμαντο ρόλο που διαδραμάτισαν ορισμένα σχήματα στη διαμόρφωση των ειδών όπως τα ξέρουμε σήμερα. Βέβαια, για κάθε Black Sabbath, King Crimson ή ακόμη και Hellhammer/Celtic Frost και Bathory, τις αναγνωρισμένες και σεβάσμιες πλέον μπάντες που δεδομένα διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στη χαρτογράφηση νέων μονοπατιών στην ευρύτερη rock και metal μουσική, υπάρχουν άλλες τόσες σαφώς πιο άσημες και παραγνωρισμένες, οι οποίες, την περίοδο που έδρασαν κι εξετάζοντας τα μουσικά τους πεπραγμένα, βρισκόντουσαν αρκετά μπροστά από την εποχή τους. 

Μια από τις πιο μυστηριώδεις και περίεργες περιπτώσεις εξ αυτών, αποτελούσαν οι Ιταλοί Jacula, το αποκρυφιστικό μουσικό σχήμα του Antonio Bartoccetti, το οποίο, στην βραχύβια πορεία του στα late ‘60s/early ‘70s, κατάφερε να μνημονεύεται ακόμη και σήμερα ως ένα από τα πιο σκοτεινά αμιγώς μουσικά projects που έχουν δημιουργηθεί.

Βρισκόμαστε εν έτει 1966 στο Μιλάνο, εκεί όπου ο πολυοργανίστας (κιθάρα, μπάσο, ενίοτε πλήκτρα) Antonio Bartoccetti θα γνωριστεί με τον Franz Porthenzy, ένα μέντιουμ που αυτοπροσδιοριζόταν ως κάτοχος της σκοτεινής τέχνης της μαγείας. Η γνωριμία τους θα εξελιχθεί σιγά-σιγά σε μια παράδοξη μορφή φιλίας, με τους δύο τους να επιδίδονται σε διαφόρων ειδών αποκρυφιστικές τελετές, οι οποίες και θα δημιουργούσαν την ανάγκη στον Bartoccetti για να εκφράσει τα μοχθηρά και δυσοίωνα οράματα του μέσω της μουσικής.

Έτσι, η αναζήτηση μουσικών συνοδοιπόρων θα έπαιρνε τρία περίπου χρόνια μέχρι να φέρει στο δρόμο του διδύμου τον - τότε 68 χρόνων - Βρετανό οργανίστα Charles Tiring και τη βιολίστρια/τραγουδίστρια Fiamma Dello Spirito (ή, κατά κόσμον, Doris Norton), με την ονομασία της σύμπραξης να βρίσκεται από το βασικό χαρακτήρα μιας δημοφιλούς ιταλικής erotic-horror σειράς comic της εποχής.

Προφανώς, η σημειολογία και οι σκοποί του project ξεπερνούσαν τις απλές μουσικές φιλοδοξίες, με τους Jacula να φαντάζουν σαν την ολοκλήρωση του μυστικιστικού κρεσέντο των Bartoccetti και Porthenzy (ο οποίος λογιζόταν ως κανονικό μέλος της «μπάντας» κι ας μην συμμετείχε μουσικά σε αυτήν). Δεν μας κάνει, λοιπόν, εντύπωση πως οι δύο πρώτες κυκλοφορίες τους λογίζονται από τους ίδιους αλληλένδετες, ως τα επί μέρους τμήματα μιας εσωτερικής αναζήτησης, που φθάνει στην κορύφωση της με την ορθή πραγματοποίηση κάποιου απόκοσμου ξορκιού. Αν, δε, συμπεριλάβουμε στην κουβέντα τις 333 κόπιες στις οποίες κυκλοφόρησε η πρώτη, ιδιωτικά χρηματοδοτούμενη δουλειά τους και τα ταξίδια των Bartoccetti και Norton σε «στοιχειωμένα» κάστρα της Ευρώπης στο διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κυκλοφορίας τους, καταλαβαίνει κανείς πως οι Jacula ήταν περισσότερο μια ιδιόρρυθμη στάση ζωής, παρά μια κοινή ιταλική prog μπάντα των '70s.

Βέβαια, τα παράδοξα με την περίπτωση τους και τις δισκογραφικές τους δραστηριότητες δεν σταματούν στα παραπάνω, καθώς διάφορες φημολογίες έχουν αναπτυχθεί κατά καιρούς για το (θεωρητικά) ντεμπούτο άλμπουμ τους, “In Cauda Semper Stat Venenum”. Πέραν, λοιπόν, του γεγονότος του διαμοιρασμού των 333 κοπιών του σε επιλεγμένους occult αποδέκτες, αλλά και ότι θρυλείται πως ηχογραφήθηκε σε ένα παλιό βρετανικό κάστρο κατά τη διάρκεια μιας συνάθροισης πνευματιστών, ο ήχος του (όπως εκείνος μας αποκαλύπτεται στην επανέκδοση του από την Black Widow Records, το 2001) και, συγκεκριμένα, τα κιθαριστικά μέρη που επιμελήθηκε ο Bartoccetti, κατατάσσουν τους Jacula εκ των πρωτοπόρων της συνομοταξίας των proto-metal συγκροτημάτων, λόγω του ξεκάθαρου riffing και του distortion που παρουσίαζαν.

Για να είμαστε, ωστόσο, ιστορικά ακριβείς, η εν λόγω φήμη μοιάζει να καλλιεργήθηκε τεχνηέντως από τον ίδιο τον Bartoccetti, αφού η «σουλουπωμένη» ηχητικά επανέκδοση του δίσκου, πάνω από τριάντα χρόνια από την πρώτη κοπή του, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε σε πόσο μεγάλο βαθμό επηρέασε την ηχητική της κιθάρας (αλλά και ορισμένων πιάνο μερών) στο πρωτογενές υλικό. Οι πρωτότυπες κόπιες φαντάζουν ως ένα «ιερό δισκοπότηρο» για τους απανταχού συλλέκτες βινυλίου λόγω της σπανιότητας τους (γεγονός που σχεδόν αμφισβητεί και την ύπαρξη τους πλέον), ενώ ακόμη και το "The Return Of The Italian Pop" (ένα βιβλίο που μπορεί να θεωρηθεί ως η Βίβλος της προοδευτικής ιταλικής σκηνής) παρουσιάζει ως πρώτη δισκογραφική δραστηριότητα των Jacula το "Tardo Pede In Magiam Versus" του 1972.

Ακούγοντας, μάλιστα, το τελευταίο, μπορεί τα συμπεράσματα σχετικά με την εγκυρότητα της παραπάνω φημολογίας να είναι ακλόνητα εναντίον της, μα το μουσικό περιεχόμενο και των δύο είναι αποκαλυπτικής φύσεως. Ουσιαστικά, τόσο το "Tardo Pede In Magiam Versus", όσο και το “In Cauda Semper Stat Venenum, καθοδηγούνται ολοκληρωτικά από τον ήχο του ζοφερού εκκλησιαστικού οργάνου, με τις μικρές αλλά σημαντικές παρεμβολές των «ψαλμωδιών» και του βιολιού της Norton, τα moog και λοιπά εφέ και την διακριτική κιθαριστική παρουσία να σμιλεύουν ένα ερεβώδες αποτέλεσμα. Φανταστείτε τους Celtic Frost να μπαίνουν στα παπούτσια των Goblin, έχοντας ως σκοπό να γράψουν το αποτρόπαιο σάουντρακ για το χειρότερο giallo ανοσιούργημα που θα μπορούσε να σκαρφιστεί ο Mario Bava, και ίσως αποκτήσετε μια ιδέα για τους avant-garde τρόμους που κρύβει η μουσική των Jacula.

Δεδομένα αποκρυφιστικά και στις παρυφές του σατανισμού (κάτι που ενισχύεται και από τα εξώφυλλα των δύο κυκλοφοριών), με ξεκάθαρα γοτθική αισθητική και δυναμικές απόκοσμες, τα άλμπουμ εκείνης της περιόδου των Jacula μπορούν να θεωρηθούν ως ένας έκπτωτος προάγγελος του black metal κινήματος που θα ξέσπαγε δύο δεκαετίες αργότερα. Κατόπιν αυτών, ο Antonio Bartoccetti θα αποφάσιζε να αφήσει το όνομα των Jacula να ησυχάσει, συνεχίζοντας τις ιδιόρρυθμες μουσικές του αναζητήσεις, σε πάντα παρεμφερές ύφος, με τους Antonius Rex.

Με τις δύο «μπάντες» να είναι συγκοινωνούντα δοχεία των μουσικών και μυστικιστικών αναζητήσεων του Bartoccetti, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πως θα έπρεπε να φθάσουμε στο 1977 για να δούμε μια - σχεδόν - φυσιολογικά κυκλοφορούμενη δουλειά του, καθώς το ντεμπούτο των Antonius Rex από το 1974, "Neque Semper Arcum Tendit Rex", έμεινε στο ντουλάπι της ιστορίας για κάποιον καιρό, κυκλοφορώντας αρχικά σε ελάχιστα αντίτυπα. Υπό αυτήν την ονομασία, ο Ιταλός θα κυκλοφορούσε συνολικά εννέα άλμπουμ (με πιο πρόσφατο το 2012), προτού η «νεκρανάσταση» των Jacula μας προσφέρει το "Pre Viam", με συνοδοιπόρους αυτήν τη φορά τον γιο του (με την Doris Norton, η οποία βέβαια απουσίαζε) και άλλους «συμβατικούς» μουσικούς.

Τι μέλλει γενέσθαι πλέον κανείς δεν μπορεί να ξέρει, με τον ίδιο τον Antonio Bartoccetti να είναι πια 71 χρόνων και την παρουσία του στα μουσικά δρώμενα να είναι έτσι κι αλλιώς σποραδική. Το μόνο σίγουρο, όμως, είναι ότι ο μύθος των Jacula μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο ακόμη και βρισκόμενος στις σκιές, με το σχήμα να είναι από τη γέννηση του, κιόλας, τρεφόμενο από το βαθύ σκοτάδι.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET