Leprous, Monuments, Kalandra @ Gagarin 205, 02/03/23

Οι Leprous δεν μας χάρισαν μόνο μία βραδιά μουσικής τελειότητας, αλλά και μία πολύ αναγκαία στιγμή συλλογικής μνήμης

Για αρκετούς από εμάς, εκείνη η εμφάνιση των Leprous τον Φεβρουάριο του 2020 στο Fuzz ήταν η τελευταία συναυλία πριν η πανδημία φέρει τον κόσμο ανάποδα. Για όλους όσοι βρέθηκαν χθες στο Gagarin, η επιστροφή των Νορβηγών τρία χρόνια αργότερα ήταν η πρώτη ζωντανή εμπειρία μετά την ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη. Οι συνθήκες δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ χειρότερες. Ακόμα κι από διαφορετική βάση, θα ήμασταν οι τελευταίοι που θα κάναμε υποδείξεις. Δεδομένου του βάρους της ατμόσφαιρας, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα διαφορετικό παρά να εκφράσουμε τη λύπη μας και την οργή μας για το έγκλημα, και τη συμπαράστασή μας στις οικογένειες όσων χάθηκαν άδικα.

Η απόφαση να ανηφορίσουμε προς τον χώρο της Λιοσίων ήταν κάθε άλλο παρά εύκολη. Μέσα στο όλο χάος, το κλίμα ήταν πρακτικά αδύνατο να ανατραπεί. Οι ισορροπίες ωστόσο άλλαξαν στα όρια του δυνατού με την είσοδο στο venue. Η συντριπτική πλειοψηφία του κοινού ήταν σαφές πως βρισκόταν εκεί για να βιώσει με τον τρόπο της προβληματισμούς και αλήθειες, όχι για να κλείσει διακόπτες ή να παρτάρει. Η παρουσία των Kalandra δεν άργησε να έρθει σαν άτυπη απόδειξη. Θεοσκότεινος ήχος. Παγωμένες ατμόσφαιρες. Τίποτα το ανάλαφρο. Τίποτα το εύκολο. Με τις μελωδίες σε πρώτο πλάνο και το βλέμμα σταθερά στραμμένο στο βορρά.

Ανάμεσα στη λιτή σκηνική παρουσία, τις ταξιδιάρικες ερμηνείες της Katrine Stenbekk και τα χαμηλωμένα backing tracks, μόνο το κλείσιμο των ματιών αρκούσε για να φύγεις μακριά. Τα σταδιακά χτισίματα στις κιθάρες προσέθεταν μία εναλλακτική πινελιά. Η απόδοση των γραμμών έδινε άκοπα στον αέρα έναν σκανδιναβικό τόνο. Κάποιοι θα έριχναν στο τραπέζι τον όρο Nordic folk και, παρά τις όποιες υποσημειώσεις, πρακτικά δεν θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε. Αν έπρεπε να διαλέξουμε μία στιγμή από το σετ, πιθανότατα θα μέναμε ανάμεσα στα αρπίσματα του "Virkelighetens Etterklang" και το βγαλμένο από μαγεμένα δάση "Brave New World".

Ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμα, οι Monuments πήραν τις θέσεις τους και ξεκίνησαν ακριβώς στις 20:45. Μέσα σε μερικά μέτρα ο μετρημένος, μέχρι εκείνο το σημείο, ήχος ήρθε ανάποδα. Ίσως είχε να κάνει με τη μεταφορά από το στούντιο στο σανίδι. Ίσως με την εκκωφαντική απουσία δεύτερης κιθάρας. Ίσως με τη θέση μας στο χώρο. Ίσως με κάτι τελείως διαφορετικό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ειδικά στο ξεκίνημα με το "I, The Creator" από το αγαπημένο "The Amanuensis", χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να ξεχωρίσει οτιδήποτε πέρα από το μικρόφωνο και τα ντραμς.

Τραγούδι το τραγούδι, οι Εγγλέζοι έβρισκαν τα πατήματά τους. Τι κι αν η εφτάχορδη δεν βγήκε ποτέ όσο μπροστά θέλαμε/έπρεπε. Τι κι αν περιμέναμε οι χαμηλές να μας κλωτσήσουν περισσότερο. Η ένταση και το νεύρο στην απόδοσή τους ήταν ικανή να πνίξει περίπου κάθε σχόλιο. Στο κέντρο της σκηνής, ο Andy Cizek στεκόταν σαν τέλεια απεικόνιση του djent· αλλεπάλληλα γυρίσματα από καθαρά σε σκισμένα, μεγάλα χαμόγελα στο πιτ και αρκετή ενέργεια για να παρασύρει κάθε ανυποψίαστο. Ιδιαίτερα στα κομμάτια του "In Stasis" δεν γινόταν παρά να θαυμάσεις την άνεση και το ατόφιο συναίσθημα που έβγαζε.

Κοιτώντας από απόσταση, οι παραφωνίες μπορεί να ξεχώριζαν με γυμνό μάτι, όμως με έναν (μάλλον όχι τόσο) παράξενο τρόπο η τετράδα τράβηξε τον κόσμο στα νερά της με χαρακτηριστική άνεση. Συνεχόμενες ανατροπές, καλοδουλεμένα ρυθμικά, γρυλίσματα, ολόσωστα σπασίματα. Οι απαιτήσεις μας ήταν ψηλά, αλλά ακόμα κι έτσι δεν απογοήτευσαν. Όταν έβλεπες τον John Browne να παίζει τις κάλτσες του, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ψάξεις λίγο για να τον ακούσεις, παρομοίως. Οι πάσες στις μπροστινές γραμμές και το stage dive στο "Lavos" ήταν απλά τα κερασάκια στην τούρτα. [Α.Μ.]

Το ρολόι έδειχνε 21:50 όταν ακούστηκε παράκληση από τα μεγάφωνα, εκ μέρους των συγκροτημάτων και του Gagarin να γίνει ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων του δυστηχήματος στα Τέμπη. Ένα λεπτό στο οποίο θα μπορούσες να ακούσεις καρφίτσα να πέφτει, και γέμισε τον χώρο συγκίνηση, θίγοντας τον ελέφαντα στο δωμάτιο – η μυρωδιά από τα δακρυγόνα που έπεσαν νωρίτερα στην πορεία διαμαρτυρίας μισό χιλιόμετρο πιο κάτω μόλις που είχε αρχίσει να καθαρίζει. Όταν βγήκαν στην σκηνή η Νορβηγοί Leprous, έξι στον αριθμό, καθώς έχουν προσθέσει ως σταθερό συναυλιακό μέλος τον μακρυμάλλη τσελίστα Raphael Weinroth-Browne, το κλίμα ήταν βαρύ, κι ωστόσο η μουσική τους δεν φάνηκε ιδιαίτερα να θέλει να το αλλάξει, αντιθέτως έμοιαζαν να επικοινωνούν μεταξύ τους σε ένα υποδόριο επίπεδο.

Όπως ήταν αναμενόμενο, κάμποσο βάρος δόθηκε στο τελευταίο άλμπουμ τους, το "Aphelion" του 2021, το οποίο φαίνεται να έχει καθίσει πολύ καλά στο ελληνικό κοινό, όπως όλα τα άλμπουμ από το σεμιναριακό, πλέον, "The Congregation" και μετά. Η ανταπόκριση του κόσμου σε όλα τα «χιτάκια» ήταν ενδεικτική, ενώ η σύνθεση του κοινού έδειχνε ότι οι Leprous δεν απευθύνονται σε συγκεκριμένο οπαδικό τύπο, αλλά προσκαλούν με τη μουσική τους αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους άτομα. Με ένα εξίσου ετερόκλητο σύνολο κομματιών, οι Leprous ανέδειξαν όλες τις πτυχές της πολυσχιδούς καριέρας τους, με τα poppy “Alleviate” ή “Below”, τα ηλεκτρονικά “Out of Here” και “On Hold”, τα ατμοσφαιρικά “Distant Bells” και “Castaway Angels”, και φυσικά τα επιθετικά θηρία, όπως το “Nighttime Disguise” ή “The Sky is Red”. Πρόκειται για ένα setlist που, ακόμη κι αν έρθεις χωρίς να έχεις ιδέα για το συγκρότημα, θα φύγεις έχοντας κρατήσει έστω μία εντυπωσιακή στιγμή μαζί σου.

Μιλώντας για εντυπωσιακή στιγμή, όμως, νομίζω τίποτα δεν ξεπέρασε τον φόρο τιμής στα θύματα του δυστυχήματος. Ο Einar Solberg θέλησε να αφιερώσει ένα κομμάτι στη μνήμη τους εν είδει θρήνου. Μόνος στη σκηνή μαζί με τον Raphael Weinroth-Browne, απέδωσαν το “The Last Milestone”, σε μία κατανυκτική στιγμή, όπου η μουσική έδειξε πραγματικά πώς μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο συλλογικής επεξεργασίας ενός τραύματος. Η ειλικρίνεια που έβγαζε η υπερβατική εκτέλεση των δύο μουσικών, το γεγονός ότι ο κιθαρίστας Tor Oddmund Suhrke είπε σε συζήτηση μετά τη συναυλία πως τον πήραν τα δάκρυα από το backstage, αλλά και τα υγρά μάτια όσων μπορούσα να δω από τη θέση μου, σκιαγραφούν την βαθιά αποτύπωση που είχε εκείνη η στιγμή στον ψυχισμό, όχι επειδή βοήθησε να ξεχαστούμε, αλλά επειδή μας βοήθησε να σκεφτούμε.

Η επιστροφή από αυτό το πραγματικά συγκλονιστικό στιγμιότυπο δεν ήταν εύκολη, όμως νιώθω ότι βγήκε ένας μεγάλος αναστεναγμός μόλις οι αυτοσχεδιασμοί του Solberg στα πλήκτρα πέρασαν στις πρώτες νότες του “On Hold”. Το setlist πήρε το χρόνο του να περάσει από τη συναισθηματική φόρτιση στην εκτόνωση με το δυναμικό “From the Flame”, που κέρδισε μεγάλο χειροκρότημα από το κοινό. Σταδιακά το κλίμα θα γινόταν ηπιότερο. Ο Solberg έπαιξε μαζί μας μέχρι να αποφασίσουμε ανάμεσα στα “Acquired Taste”, “Salt”, “Running Low”, και “Forced Entry”, με μικρά πειράγματα για όσα άτομα κραύγαζαν, σήκωναν δύο χέρια, ή ζητούσαν deep cuts. Στο τέλος η απόφαση λύθηκε με ένα πλαστικό μπουκάλι που πέταξε από τη σκηνή, που θα έδινε σε όποιο το έπιανε το δικαίωμα επιλογής. 

Το εντεκάλεπτο “Forced Entry” ακούστηκε ξανά σε ελληνικό έδαφος μετά από οκτώ σχεδόν χρόνια, και το συγκρότημα έδειξε μία ορμή που ως τότε δεν είχε απελευθερώσει. Γνωρίζαμε για την εξωγήινη δεινότητα του Baard Kolstad στα τύμπανα, για την απίστευτη γκρούβα του μπασίστα Simen Børven, και την χειρουργική ακρίβεια των δύο κιθαριστών, όμως ήταν ένα ασύλληπτο σύνολο να παίζουν στο κόκκινο όλοι αυτοί ταυτόχρονα. Ο πιο πρόσφατος, μάλιστα, Robin Ognedal έδειχνε να παίζει τα πιο δύσκολα σημεία στην κιθάρα με μία ψυχραιμία που δεν ταιριάζει σε άνθρωπο, ενώ το solo του κομματιού εκτελέστηκε άψογα, χωρίς να πνίγεται από τον ορυμαγδό των υπόλοιπων. Κερασάκι στην τούρτα οι χορευτικές κινήσεις ενός Solberg εκτός εαυτού, που φούσκωνε και ξεφούσκωνε πάνω από το μικρόφωνο και κουνούσε τα μέλη του με πλοκαμοειδή ευλυγισία. Τι κι αν κάποιες νότες που ξέφυγαν από το λαρύγγι του στα πιο απαιτητικά σημεία δεν εντοπίζονται στο πεντάγραμμο, το αποτέλεσμα ήταν ανυπέρβλητο, κι εκείνος ένας αδιαφιλονίκητος frontman.

Ακούραστοι και ασταμάτητοι, οι Leprous συνέχισαν με εξωφρενική αντοχή, ενώ μας χάρισαν μία στιγμή που θα θυμόμαστε καιρό με τα ψυχρά synths του “Slave” και τα bends στις χορδές. Με μικρές παύσεις για ανάσα, ο Einar μας πληροφόρησε πως σταδιακά πλησιάζουμε στο τέλος της συναυλίας, με το κοινό να φέρνει τις αναμενόμενες αντιρρήσεις. Με μία πιο χαλαρή διάθεση αστειεύτηκε λέγοντας πως αν θέλουμε μεγαλύτερες διάρκειες, μπορούμε να παρακολουθήσουμε live ένα συγκρότημα που λέγεται Dream Theater (οι Kolstad και Børven Børven τον σιγόνταραν χαζολογώντας με το intro του “Dance of Eternity”). Μετά από ένα αψεγάδιαστο “Nighttime Disguise” επέστρεψαν για να κλείσουν στόματα με το επικό “The Sky is Red”, το οποίο αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία από τις καλύτερες συνθέσεις της δισκογραφίας τους – και ένα από τα καλύτερα σόλο τους, επίσης.

Όσο άδειαζε ο χώρος, δεν θυμάμαι να βλέπω δυσαρεστημένα βλέμματα. Οι γνώμες που άκουγα αριστερά και δεξιά, αλλά και στις παρέες μου, ήταν αποθεωτικές. Ήχος, απόδοση, σκηνική παρουσία, επιλογή κομματιών, όλα άφηναν την πιο ευχάριστη επίγευση. Οι Leprous είναι μεγάλο συγκρότημα, έχουν γράψει και εξακολουθούν να γράφουν ιστορία στο είδος της prog, ενώ ζωντανά φαίνεται πως εκτός από το αδιαμφισβήτητο ταλέντο και το πάθος, υπάρχει μόνο μία λέξη που να μπορεί να τους περιγράψει: επαγγελματισμός. Ο χώρος ήταν κατάμεστος από ένα πολύχρωμο και ενθουσιώδες κοινό, που ήταν πρόθυμο να ακολουθήσει όλα τα περίεργα ρυθμικά μοτίβα – δεν ήξερα ότι μπορώ να χτυπιέμαι έτσι σε μισό τετραγωνικό μέτρο χώρο – και όλες τις φωνητικές ακροβασίες και τα χορωδιακά ααααα που έχουν γίνει σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος - όποτε το επέτρεπαν τα φώτα, έβλεπα στο κοινό κόσμο να τραγουδάει τα πάντα. Σπάνια η εμπειρία μίας συναυλίας μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό, και οι Leprous μπορούν να αυτοσυγχαίρονται πως τα καταφέρνουν τόσο με την μεταφορική, όσο και με την κυριολεκτική έννοια. [Μ.Κ.Ο.]

Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη

SETLIST

Have You Ever?
The Price
The Last Milestone
On Hold
Castaway Angels
From The Flame
Alleviate
Forced Entry (επιλογή κοινού)
Out Of Here
Slave
Distant Bells
Below
Nighttime Disguise

Encore:

The Sky Is Red

  • SHARE
  • TWEET