Nick Cave solo, Θέατρο Λυκαβηττού, 22/09/06

25/09/2006 @ 10:46
Υπό την απειλή μιας βροχής που τελικά δεν ήρθε ποτέ -λες και χρωστούσε κάτι σε όλους αυτούς που παραβρέθηκαν τον Ιούνιο του 2001 σε κάποιες από τις πολλά υποσχόμενες, τότε, Ολυμπιακές Εγκαταστάσεις, εν μέσω της ανεκδιήγητης εκείνης καλοκαιρινής μπόρας που είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της εμφάνισης του Nick Cave στα πλαίσια της παρουσίασης του "No More Shall We Part"- και υπό τα βλέμματα ενός κοινού που με τη μαζική του προσέλευση υποδέχτηκε, για μια ακόμη φορά, τον αιώνια αγαπημένο του καλλιτέχνη, ο King Ink ανέβηκε στη σκηνή του Λυκαβηττού με μια σύνθεση, φαινομενικά, ήμερων διαθέσεων, προσεγγίζοντας, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, τις ιδιότητες του ως crooner.

Με ένα πενταμελές σχήμα αποτελούμενο από μέλη των Bad Seeds και τον ίδιο τον Cave στο πιάνο σε εξαιρετική διάθεση -την ημέρα της συναυλίας έκλεισε το 49ο έτος του πολυτάραχου βίου του-, εμφανώς απελευθερωμένος από την παρουσίαση κάποιου νέου δίσκου, έδωσε μια παράσταση βασισμένη στο σύνολο της δισκογραφίας του, ξεδιπλώνοντας ένα setlist που άλλοτε προκάλεσε τους παραβρισκόμενους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να πλησιάσουν τη σκηνή -πώς να περιγράψει κάποιος την έκπληξη του στοιχειωμένου "Tupelo" αλλά και τις ψυχολογικές βιαιοπραγίες του "Jack The Ripper"- και άλλοτε συνεπήρε -ιδιαίτερα στο τελευταίο μισάωρο της παράστασης- με τις μελωδικές του γραμμές και την αρμονική του συνέχεια ("Love Letter", "Lucy" από το οριακό "Good Son", "Sad Waters" μεταξύ άλλων). Στο ενδιάμεσο ο Cave απέδειξε πως τα τραγούδια του διατηρούν την ένταση τους ακόμα και όταν ο γνώριμος ήχος των Bad Seeds απουσιάζει, καθώς αυτή ουσιαστικά βρίσκεται στην ίδια τη σύνθεση τους, με το πιάνο απλά να τη μετουσιώνει σε ήχο. Έχοντας λοιπόν την πολύτιμη βοήθεια του Warren Ellis στο βιολί αλλά και το "ανορθόδοξο" jazz παίξιμο του Jim Sclavunos στα drums, αφέθηκε στην ποίηση του "West Country Girl", κυλίστηκε στα σοκάκια των ghetto του "Red Right Hand", αναπόλησε το παλιό γνώριμο δολοφονικό ταμπεραμέντο της "Deanna" (!!!) και αφηγήθηκε -σε μια οργισμένη εκτέλεση που δε θύμισε σε τίποτα αυτή του studio- την παροιμιώδη αφέλεια που κόστισε τη ζωή στον "Henry Lee".

Το "Mercy Seat", στη low profile έκδοση του, δε θα μπορούσε να λείπει από αυτή την παρέλαση τραγουδιών, όπως άλλωστε και το "Weeping Song" που έφερε στο νου την επιβλητική persona του Blixa Bargeld -πλέον ασχολείται με τη σύνθεση μουσικής ορισμένων νοσηρών, κατά προτίμηση, film noir-. Το "Get Ready For Love" ανέβασε την αδρεναλίνη με τον Cave, έχοντας κρεμασμένη την κιθάρα στον ώμο, να αφήνεται σε μια πιο ανάλαφρη πτυχή του ζητήματος που τον έχει αναγκάσει να ξοδέψει μεγάλες ποσότητες μελανιού, αλλά και αμέσως να επιστρέφει στα γνώριμα σκοτεινά του μονοπάτια με το "Cannibal's Hymn" αλλά και το εκπληκτικό -όσα χρόνια και αν περάσουν- "Ship Song". Τη συμμετοχή του κόσμου στο "Lyre of Orpheus" διαδέχτηκε η μελαγχολία του "People Αin't Νo Good", ενώ το "God's In The House" ανέδειξε τις εκφραστικές δυνατότητες της φωνής του Cave σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια, κάτι που είναι αρκετά πιο δύσκολο να παρατηρηθεί όταν πίσω από το κουστούμι του Αυστραλού στέκονται οι Bad Seeds. Το "Wonderful Life" έκλεισε με ιδανικό τρόπο τη βραδιά και ο Cave εξαφανίστηκε πίσω από τη σκηνή χωρίς να ενδώσει άλλο στις επιθυμίες του κοινού. Είχε παίξει γύρω στις δυόμιση ώρες.

Πριν κάποια χρόνια οι "πιστοί" θα μπορούσαν να τον "πετύχουν" μετά το live σε κάποια γωνία της αθηναϊκής νύχτας με ένα μπουκάλι Chivas Regal στο χέρι. Την Παρασκευή, όπως έμαθα, ένα ιδιωτικό πάρτυ γενεθλίων τον περίμενε στο Λυκαβηττό, μετά την αποχώρηση του κόσμου. Πριν από κάποια χρόνια ο Cave αποτελούσε το πιο ενδιαφέρον, ομολογουμένως, underground event. Στα χρόνια μας, πλέον, είναι ένας από τους πιο επιδραστικούς, εν ζωή, καλλιτέχνες. Εξέλιξη... Όπως και να 'χει... Χρόνια πολλά και εις το επανιδείν...

  • SHARE
  • TWEET