Ian Anderson στο Θέατρο Λυκαβηττού - 10/09/04

Από τον Αντώνη Μουστάκα, 20/09/2004 @ 05:10
Ένα χρόνο μετά την εκπληκτική εμφάνιση των Jethro Tull σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ο μεγάλος Ian Anderson επιστρέφει με ένα νέο project αυτή τη φορά. To όνομα αυτού: Ian Anderson’s Orchestral Shows. Για όσους δεν βρέθηκαν στον Λυκαβηττό να πούμε ότι ο Anderson πλαισιώνεται από 4 δικούς του μουσικούς αλλά και από την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης σε μια συνεργασία που πραγματικά εντυπωσιάζει.

Ξεκινώντας, να πούμε δύο λόγια για το βασικό συγκρότημα το οποίο αποτελούσαν οι: John O’Hara (ακορντεόν, keyboards, αλλά και διευθυντής της ορχήστρας), James Duncan (drums), David Goodier (μπάσο) και Florian Opahle (κιθάρα). Οι τρεις πρώτοι ήταν και οι βασικοί συντελεστές στο τελευταίο σόλο άλμπουμ του Anderson “Rupi’s Dance” ενώ ο 21χρονος Florian Opahle είναι ήδη ένας καταξιωμένος session και live κιθαρίστας στην Γερμανία.

Σε έναν πολύ κρύο και όχι εντελώς γεμάτο Λυκαβηττό ξεκίνησε λοιπόν λίγο μετά τις 21:30 η συναυλία με τους βασικούς μουσικούς στη σκηνή και 2 συνθέσεις από το “Rupi’s Dance” οι οποίες απλά ζέσταναν λίγο τον κόσμο πριν ακουστούν τα πρώτα δύο Jethro Tull τραγούδια: Το “Skating Away” από το “Warchild” και το “Up the ‘Pool” από το “Living In The Past”, τραγούδι που γράφτηκε για το Blackpool από το οποίο κατάγεται ο Ian. Καταπληκτικές οι εκτελέσεις ενώ ο μοναδικός (σχεδόν ειρωνικός) τρόπος που τραγουδά ο Anderson αλλά και τα αστεία που μοιράζεται με το κοινό στα ενδιάμεσα συνεχίζουν να αποτελούν την σφραγίδα του και φαντάζουν ακόμα το ίδιο υπέροχα όπως στο παρελθόν.

Σε αυτό το σημείο εμφανίστηκε και η υπόλοιπη ορχήστρα και σιγά-σιγά αρχίσαμε να μπαίνουμε στο πνεύμα της νέας δουλειάς αφού έως τώρα βλέπαμε κάτι όχι πρωτόγνωρο για τους οπαδούς των Jethro Tull. Το πρόγραμμα συνεχίστηκε με μία μίξη τραγουδιών από την προσωπική καριέρα του και από τους δίσκους των Jethro Tull όπου η συμφωνική ορχήστρα άλλοτε «γέμιζε» τα τραγούδια ("Life Is A Long Song", "Mother Goose"), και άλλοτε έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο ("In The Grip Of Strongest Stuff", "Griminelli’s Lament"). Κορυφαίες στιγμές του πρώτου μέρους (η συναυλία είχε ένα διάλειμμα περίπου στο μέσο της) για μένα αποτέλεσαν τα “ In The Grip Of Strongest Stuff” και το θρυλικό “Bouree” που παίχτηκε αρχικά σε μια jazz version και κατέληξε στον φοβερό συνδυασμό φλάουτου και μπάσου όπως ακριβώς το αγαπήσαμε μέσα στο “Stand Up” του 1969!

Στο 20λεπτο διάλειμμα που ακολούθησε οι συζητήσεις κυρίως αφορούσαν το κρύο (!) αλλά και το ποια τραγούδια θα ήθελε ο καθένας να ακούσει στη συνέχεια.

Σύντομα η αγωνία έλαβε τέλος (δυστυχώς όχι το κρύο) και η συναυλία συνεχίστηκε με το “A Week Of Moments” και το “ Not Ralitsa Vassileva” και ενώ πλησιάζαμε στο τέλος άρχισαν ένας-ένας οι “ηλεκτρικοί ύμνοι” των JT να παρουσιάζονται επί σκηνής σε εκτελέσεις που πραγματικά με άφησαν με ανοικτό το στόμα. Κορύφωση στη συναυλία (εκτός του αναμενόμενου “Locomotive Breath” σαν encore) ήταν η διασκευή του “Aqualung” με τα κλασικά όργανα να δίνουν νέα υπόσταση στο τραγούδι αυτό ενώ ο κος Opahle στην ηλεκτρική κιθάρα ξεσήκωσε τον κόσμο με το σόλο του και τη σκηνική του παρουσία. Πολύ σωστή επιλογή στο set list ήταν και το “My God” που ακούστηκε πολύ πλουσιότερο από ότι στο Ηρώδειο πέρυσι λόγω των εγχόρδων που έτσι κι αλλιώς υπήρχαν και στο άλμπουμ (“Aqualung”).

Συνολικά η συναυλία ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Μέσα στις 2 ώρες που διήρκεσε εκτός από ιστορικά ροκ κομμάτια ακούστηκαν καταπληκτικές μουσικές. Από jazz και flamenco μέχρι κλασική και folk σε κατάλληλες δόσεις η κάθε μια, ο Ian Anderson μας παρουσίασε ένα πρόγραμμα διαφορετικό και πρωτότυπο που σίγουρα άνοιξε το μυαλό μας και μας έδωσε τροφή για σκέψη και κίνητρα για να ψάξουμε και κάτι λίγο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Κάτι που το κάνει πράξη και ο ίδιος φυσικά. Σκεφτείτε μόνο ότι σε 3 επισκέψεις του στην Ελλάδα παρουσιάζει πάντα άλλο πρόγραμμα. Το 1992 στο Παλλάς είχαμε ένα σχεδόν εξ ολοκλήρου ακουστικό show, το 2003 ηλεκτρικές επιλογές κυρίως ενώ φέτος συνοδεία κλασικής ορχήστρας και εντελώς νέες ενορχηστρώσεις.

Όσον αφορά τώρα την απόδοση των μουσικών δεν νομίζω να υπάρχει αμφιβολία από κανέναν ότι ήταν αλάνθαστοι και ότι ανταποκρίθηκαν πλήρως στις προσδοκίες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Τέλος δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στο καταπληκτικό set list το οποίο περιείχε 6 (!) τραγούδια από το “Aqualung” (ούτε στην αντίστοιχη περιοδεία δεν έπαιζαν τόσα οι Jethro Tull) και 3 από το “Living In The Past” ενώ από την προσωπική καριέρα του Anderson στηρίχτηκε στο “Rupi’s Dance” (5 τραγούδια).

Set list:
Eurology, Challiandra’s Shade (The Cappuccino Song), Skating Away (On The Thin Ice Of The New Day), Up The 'Pool, Boris Dancing, Life Is A Long Song, Wond'ring Aloud, In The Grip Of Strongest Stuff, Griminelli's Lament, Cheap Day Return, Mother Goose, Bourée, [Διάλειμμα 20 λεπτών], Α Week Of Moments, Not Ralitsa Vassileva, Living In The Past, Pavane, Aqualung, God Rest Ye Merry Gentlemen, My God, Budapest, [Encore:] Locomotive Breath

Αντώνης Μουστάκας


Η ιστορία μου με τον κύριο Anderson αρχίζει ένα χρόνο πριν, όταν η ολιγωρία μου για την προμήθεια εισιτηρίων και η άγνοια του ότι το Ηρώδειο χωράει όσους χωράνε σε τέσσερις κλούβες της αστυνομίας, χωρίς τους οδηγούς, με οδήγησε στο να χάσω την μνημειώδη (απ’ότι έμαθα a posteriori) εμφάνιση των Jethro Tull εκείνη την χρονιά. Δεν είμαι ο μεγαλύτερος οπαδός των J.T., αλλά αναγνωρίζοντας την προσφορά του εν λόγω κυρίου στο να πάψει το ροκ να είναι κομπλεξικό και να αρχίσει να φλερτάρει με άλλους χώρους, ήθελα πολύ να δω τον Ian Anderson live. Όπερ και εγένετο... Μόλις εντόπισα την αφίσα «αν-δεν-φας-το-φαϊ-σου-θα-σε-δώσω-στον-κακό-Ιαν-Αντερσον-να-σε-φάει», έτρεξα να αγοράσω εισιτήριο, μήπως και ξαναμείνω απέξω...

Αυτή η συναυλία ίσως είναι η πιο «ματιασμένη» από αυτές που έχω πάει... Λίγο μετά την ανακοίνωση της εμφάνισης του Anderson στην Ελλάδα, πολλοί έτρεξαν να μιλήσουν για αρπαχτή. Λες και οι Doors δεν έκαναν αρπαχτή με 45 ευρώ εισιτήριο... Ούτε οι Deep Purple τόσες φορές... Ο Anderson μας πείραξε... Τον οποίο την τελευταία φορά τον είχαν δει, όπως προανάφερα, ένα κοινό αριθμητικά ίσο προς τα εγγεγραμένα μέλη του Παναργειακού.

Έτσι λοιπόν πήρα αγκαζέ την φίλη μου Μαρία, διακεκριμένη φλαουτίστα και αν μη τι άλλο ειδική επί του θέματος, και ανηφορίσαμε προς Λυκαβηττό μεριά. Ήταν Παρασκευή. Στην Αθήνα είχε 15 ° C και πάνω στο βουνό πρέπει να είχε (χωρίς υπερβολή - ειδικά όταν φύσαγε) -2° C! Αφού χρησιμοποίησα παγοκόφτη για να βγάλω το εισιτήριό μου από το πορτοφόλι, μπήκα στον γνώριμο χώρο του θεάτρου του Λυκαβηττού, για να αντικρίσω ένα μίνι Μέγαρο Μουσικής. Στην αρένα είχαν τοποθετηθεί καρέκλες και γενικότερα το όλο concept σε προετοίμαζε για μια μάλλον ήρεμη βραδιά, που προσομοίαζε περισσότερο σε μουσική σκηνή και λιγότερο σε αυτό που λέμε «ροκ συναυλία». Όταν άρχισαν να διαλύονται οι πιγκουίνοι, ο κόσμος άρχισε να συρρέει σιγά-σιγά. Ο μέσος όρος ηλικίας πρέπει να ήταν τα σαράντα και έτσι η ύπαρξη καρεκλών αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων σοφή. Αρπαχτή, ξεαρπαχτή υπήρξαν τελικά αρκετοί που ήθελαν να απολαύσουν τον κ. Ian Anderson με την ορχήστρα του δήμου Θεσσαλονίκης, και έτσι κατά τα 5/6 το θέατρο, εν τέλει γέμισε.

Άλλο παράδοξο της βραδιάς ήταν το γεγονός ότι η συναυλία άρχισε με καθυστέριση μόλις 5 λεπτών! Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Ίσως οι διοργανωτές να σκέφτηκαν εμάς τους δύσμοιρους - παγωμένους. Ίσως να έβαλαν απλώς μυαλό (αμήν και πότε!). Ο Ian ανέβηκε στην σκηνή με την μικρή του μπάντα (που την απάρτιζαν, εκτός των άλλων, ένας 21χρονός κιθαρίστας-θαύμα και ένας πληκτράς-μαέστρος πολλαπλών χρήσεων) και άρχισε με κομμάτια από το τελευταίο προσωπικό του “Rupi’s Dance”. Ενώ δεν ήξερα κανένα από τα κομμάτια αυτά, μπορώ να πω ότι απόλαυσα την folk jazz του, με ολίγη από pop. Όταν στην σκηνή ανέβηκε και η ορχηστρα (μην φανταστείτε 100 άτομα, καμιά τριανταριά θα ήταν) και άρχισαν τα Jethro Tull και τα solo, ο κόσμος ζεστάθηκε και απαντούσε με παρατεταμένα χειροκροτήματα, που ο Σκωτσέζος Ian έδειχνε να απολαμβάνει ιδιαίτερα. Ένας Ian αεικίνητος, πραγματικό ξωτικό, έπαιξε φλάουτο, χόρεψε, έπαιξε κιθάρα και κυρίως μας καθήλωσε με τα αμέτρητα solo του (στυλ «τώρα-σας-δείχνω-πόσο-καλά-ξέρω-το-όργανό-μου» ), με την διαφορά ότι σε κανένα σημείο δεν μας κούρασαν. Στα ενδιάμεσα των κομματιών, ο Ian έλεγε αστεία (μέχρι και dirty είχε το πρόγραμμα) και σε συνδυασμό με τις χορευτικές του φιγούρες, μπορώ να πω πως διασκέδασε το κοινό τόσο πολύ, που γέλαγε ακόμα και σε φάσεις που εξηγούσε ότι «τώρα η ορχήστρα θα κουρδίσει σε λα». Στα highlights του live τα ντουέτα με δύο κοπέλες (πιθανότατα Ελληνίδες) σε δικά του κομμάτια για φλάουτο (αν και η μια έχασε εμφανώς το ένα κομμάτι σε μια φάση). Το setlist είχε κυρίως J.T. από το “Aqualung” και το “Christmas Album” (λόγω του κρύου και ενδεχόμενης χιονόπτωσης όπως μας τόνισε ο Ian), με τα “Bouree”, “Aqualung”, “Locomotive Breath” και μια φλαμένγκο έκδοση του χριστουγεννιάτικου “Pavane” να ξεχωρίζουν. Αφού ακούσαμε για πάνω από δύο ώρες το jazz pop folk μείγμα του κυρίου Anderson, φύγαμε ευχαριστημένοι και γοητευμένοι από την περσόνα και την μουσική του. Αυτά να τα βλέπουν κάτι πιτσιρικάδες, που μετά βίας γεμίζουν 1,5 ώρα πρόγραμμα στο Ρόδον...

Αφού φόρεσα τα παγοπέδιλα μου, έφυγα από την συναυλία σκεπτόμενος ότι όσο υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που κοιτάνε την ουσία της μουσικής και όχι τις ταμπέλες, τόσο εμείς θα πορωνόμαστε περισσότερο. Ευχαριστούμε κύριε Anderson...

Υ.Γ.: Μαράκι, ευχαριστώ που με συνόδευσες και με έσωσες από το ψύχος. Οι συμβουλές σου επί του φλαούτου με έκαναν να δώ την συναυλία με άλλο μάτι.

Λουκιανός Κοροβέσης

  • SHARE
  • TWEET