Συνέντευξη: Μπλε

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 24/01/2011 @ 11:54
Με το γέλιο της συχνό και αυθόρμητο, με το βλέμμα της βαθύ και έντονο, η Τζώρτζια Κεφαλά ξενάγησε το Rocking.gr στον κόσμο των Μπλε. Παραμονή Χριστουγέννων, χωρίς κάλαντα, αλλά μας μίλησε για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της μπάντας, ζόρισε τα όρια των μουσικών ειδών, έκοψε τα αγκάθια μιας επίπονης αλλαγής τραγουδίστριας και σχολίασε την παραφιλολογία μιας επικίνδυνης διασκευής.

Είναι παραμονή Χριστουγέννων και έχω τη χαρά να μιλάω με τη Τζώρτζια από τους Μπλε, η οποία δεν μου είπε τα κάλαντα!
(Γελάει) Αν δώσεις χοντρό πουρμπουάρ, θα σου τα πω! «Χοντρό» όταν λέμε, δέκα ευρώ...

Αν είναι δέκα ευρώ να τα δώσω! Ποιό είναι το αγαπημένο σου τραγούδι των Μπλε;
Ένα τραγούδι που μ' αρέσει, γιατί με «σηματοδοτεί» ως τραγουδίστρια, γιατί με αυτό συνειδητοποίησα τι ακριβώς θέλω να πλασάρω με τη φωνή μου και την προσωπικότητά μου, είναι το "Κόκκινο Φιλί". Ήταν στο δεύτερο δίσκο και από εκεί και έπειτα άρχισα να πατάω λίγο πιο γερά στα πόδια μου ως ερμηνεύτρια. Από την άλλη, ένα από τα τραγούδια που αγαπάω και δεν τα ξέρει και πολύ ο κόσμος, γιατί δεν ακούστηκαν και πολύ, είναι "Οι Δικές Μας Εικόνες".

Μου ανέφερες πρώτο το "Κόκκινο Φιλί". Το τραγούδι αυτό έγινε αρκετά γνωστό και χάρη στη διαφήμιση στην οποία χρησιμοποιήθηκε. Πώς το βλέπεις αυτό;
Η αλήθεια είναι ότι μας φόβισε λιγάκι στην αρχή. Το σκεφτήκαμε πάρα πολύ καλά. Το φέρναμε από 'δω, το φέρναμε από 'κει. Εγώ πιστεύω ότι όλα είναι θέμα στιγμής. Αν συναντήσεις τους κατάλληλους ανθρώπους για να κάνεις κάτι, τελικά συνήθως συμβαίνει. Για εμάς τουλάχιστον, έτσι γίνεται. Αφήνουμε και λίγο το ένστικτο να μας οδηγήσει. Νομίζω πως αυτό είναι καλό, γιατί δεν πρέπει να προαποφασίζεις τελικά. Αυτό που λέει ο λαός «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις» (γελάει). Αν προαποφασίζεις, θα έρθουν στην πορεία όμορφα πράγματα που μπορεί να τα κλωτσήσεις με την πρώτη ματιά και αυτό είναι κρίμα, γιατί μπορεί να γίνει μια ανατροπή στην πορεία που να είναι ενδιαφέρουσα. Αυτό, ας πούμε, δεν είχε ξαναγίνει από «όνομα». Ήμασταν πρώτοι εμείς, αν δεν κάνω λάθος, και μετά ήρθανε οι C:Real, ο Στέφανος Κορκολής και άλλοι. Βέβαια, δεν ξέρω τι τύχη θα είχε διαφορετικά αυτό το τραγούδι. Δηλαδή, μπορεί να είχε καλύτερη τύχη αν δεν είχε χρησιμοποιηθεί σε διαφήμιση.

Λες;
Πολύ πιθανόν. Βέβαια, οπωσδήποτε έγινε πολύ γνωστό και ακούστηκε πολύ. Αλλά, μόνο και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει σε μια διαφήμιση συνήθως σε απωθεί να το βάλεις και να το ακούσεις ίσως. Νομίζω, πάντως, ότι συγκυριακά ήταν μια πολύ καλή στιγμή και μια καλή διαφήμιση.

Το δικό μου αγαπημένο από τους Μπλε είναι το "Πιάνω Φωτιά"...
Α! Μάλιστα!

Μια στροφή του λέει: «Δύο χιλιάδες, τώρα να, χρόνια γυμνά»; Ήταν η προηγούμενη δεκαετία «χρόνια γυμνά»;
Νομίζω πως ήταν, από την άποψη ότι δε φαινότανε φως στον ορίζοντα από τότε. Τώρα πια είναι η κατάληξη, που έφερε την κρίση και το κοινωνικό αδιέξοδο. Αλλά, νομίζω ότι από τότε άρχισε να φαίνεται αυτό, ότι δεν υπάρχει κάποιο λαμπρό μέλλον μπροστά, παρά τη λαμπρότητα της στιγμής που ήταν το 2000, η αλλαγή της χιλιετίας, αν θυμάσαι όλο το σκηνικό. Πιστεύω ότι μπροστά δε φαινότανε φως.   

Στη μουσική σκηνή, ήτανε «χρόνια γυμνά»;
Ζήσαμε τη δικιά μας πραγματικότητα, που ήταν αρκετά γεμάτη. Δε μπορώ να πω ότι έχω παράπονο. Είμαστε ένα group, το οποίο κρατάει χρόνια. Βέβαια, ζήσαμε τις δυσκολίες μας κι εμείς, αλλά είχαμε και τις καλές στιγμές μας. Νομίζω ότι γενικά στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν αρκετά «γυμνά». Εγώ θα ήθελα μια σκηνή πιο πλούσια. Και δε μιλάω μόνο για το δικό μας τον τομέα. Θα ήθελα επιτυχίες και σε πολλούς τομείς. Θα μου άρεσε αυτό. Να υπάρχει, ας πούμε, μια μπάντα jazz που να σκίζει. Μου λείπει αυτό το πράγμα. Να υπάρχουν άλλες πέντε καλές pop μπάντες, να υπάρχουν άλλα πέντε rock group. Δεν υπάρχουνε πια.

Σε ποιό μουσικό είδος θα κατέτασσες τους Μπλε και ποιές μουσικές σάς έχουν επηρεάσει, για να φτιάξετε αυτό το παζλ;
Παζλ, όπως το είπες (γελάει)! Θα το έλεγα pop, από την άποψη της british pop, όχι της ελληνικής. Αυτό σημαίνει ότι έχει και σκληρό ήχο και κάποια jazz στοιχεία και funk και pop. Είμαστε ένα κράμα μουσικών στοιχείων και ίσως αυτό είναι το αποτέλεσμα της ομάδας. Όταν τα ακούσματα είναι πολλά και οι επιρροές πολλές, το αποτέλεσμα είναι ένα patchwork πραγμάτων - να το πάμε και σε ύφασμα (γελάει).

Ποιοί μουσικοί σας έχουν επηρεάσει;
Να σου πω τις επιρροές του συνθέτη μας (σ.σ.: Γιώργος Παπαποστόλου), που είναι κλασσικά rock συγκροτήματα της δεκαετίας του '70. Είναι οι Pink Floyd, οι Beatles, οι Rolling Stones και όλοι αυτοί οι μεγάλοι και ωραίοι. Εγώ επίσης έχω ένα κράμα ακουσμάτων. Μπορώ να ακούσω από reggae, από trip-hop, από indie rock, μέχρι heavy metal και τις εκφράσεις του τις διάφορες. Δε μπορώ να πω, όμως, ότι κόλλησα ποτέ σε κάποιο είδος. Είμαι άνθρωπος της στιγμής, για αυτό μου αρέσει και το ραδιόφωνο πάρα πολύ. Προτιμώ να ακούω πράγματα που εναλλάσσονται. Ακόμη και τα παραδοσιακά μου αρέσουνε. Αυτό που δε μπορώ να ακούσω για πολλή ώρα είναι ίσως η jazz και η κλασσική μουσική.

Παρότι δε μπορείς να ακούσεις πολλή jazz, όπως λες, η φωνή σου που είναι πραγματικά ξεχωριστή και η ερμηνεία σου που είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη, θα έλεγα ότι έχουν μια rock βάση, με blues και jazzy αποχρώσεις.
Ναι, blues ίσως. Έχεις ένα δίκιο, αλλά σίγουρα δε θεωρώ τον εαυτό μου jazz τραγουδίστρια. Πιο πολύ rock. Νομίζω ότι είμαι περισσότερο της ηλεκτρονικής σχολής. Άκουγα και Joy Division και New Order.

Έχετε σκεφτεί να ηχογραφήσετε κάτι σε πιο παραδοσιακές rock φόρμες, χωρίς το ηλεκτρονικό στοιχείο; Σκεφτόμουν κάτι Joplin-οϊδές, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Η φωνή σου μπορεί να ταιριάξει σε blues rock φόρμες.
Ναι. Η αλήθεια είναι ότι δεν το σκεφτήκαμε ποτέ αυτό, γιατί συνήθως όταν φτιάχνουμε κάτι δεν έχουμε κάποιο σημείο αναφοράς. Από όλα αυτά που έχουμε ακούσει, πιστεύω πως έχουμε κλέψει την ουσία τους και έχουμε κάνει ένα κράμα δικό μας, το οποίο είναι αναγνωρίσιμο. Βέβαια, μπορεί να έχει ένα ενδιαφέρον το να βάλεις ελληνικό στίχο σε κάτι τέτοιο. Μας βάζεις ιδέες (γελάει). Γιατί όχι;

Οι Μπλε είναι ένα συγκρότημα που μπορεί να σταθεί και πλάι στα Ξύλινα Σπαθιά και πλάι στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, αλλά και να απευθυνθεί στο δεσπόζον mainstream. Πρόσφατα άλλωστε συμμετείχες και σε μια τηλεοπτική εκπομπή όπως το «Just The Two Of Us». Τι σημαίνει αυτό για εσένα; Πιστεύεις ότι αυτή η προσαρμοστικότητα μπορεί να κοστίζει στη μπάντα;
Πάντα αυτό το φόβο είχαμε, ότι τα ταμπελάκια τελικά θα νικήσουνε (γελάει). Αλλά, νομίζω ότι τελικά ο κόσμος έχει φάει τόση πληροφορία, μέσα στα χρόνια και χάρη στο διαδίκτυο, που πλέον αυτά τα πράγματα δεν ισχύουν. Αυτά ισχύουν μόνο για τους μουσικούς αναλυτές και δεν αφορούν και κανέναν. Μπορούν άνετα να συνυπάρχουν καλλιτέχνες και μουσικές διαδρομές και αυτό να μην έχει κόστος, εφόσον εσύ μπορείς να είσαι αυτό που είσαι πάντα. Αυτό είναι το «κλειδί». Εάν μπεις κάπου και σε απορροφήσει η ταυτότητα του θηρίου που πλησιάζεις, όπως είναι μια Άννα Βίσση ή ένα «Just The Two Of Us», τότε προφανώς το έχεις χάσει το παιχνίδι - με τον εαυτό σου περισσότερο. Πιστεύω ότι πια το στίγμα μας είναι πολύ ισχυρό για να αφομοιωθεί ή να περάσει απαρατήρητο, ακόμη και σε πράγματα που είναι όντως ισοπεδωτικά, όπως η τηλεόραση ή ένα μεγάλο μαγαζί όπως η «Αρένα», όπου κάναμε πέρσι συνεργασία με την Άννα Βίσση και ήταν τρεισήμισι χιλιάδες κόσμος (γέλια). Ήταν κάτι τελείως ξένο από εμάς.

Δεν έχω την αίσθηση ότι σε απορρόφησε εκείνη η εκπομπή. Από ό,τι άκουσα και από όσο είδα ήσουν μάλλον η «μύγα μες στο γάλα».
(Γελώντας) Κάπως έτσι αισθανόμουν και εγώ! Βέβαια, να σου πω την αίσθησή μου, δε μπορούσα να δώσω 100% αυτό που είμαι εκεί, γιατί έχει άλλη γλώσσα η τηλεόραση. Αισθανόμουν ότι δε χώραγα, ότι έπρεπε να δώσω ένα μέρος συγκεκριμένο του εαυτού μου, το οποίο θα ήταν αποδεκτό.

Είχες την επιλογή του μη-τραγουδιστή παρτενέρ σου;
Όχι, όχι, δεν επέλεξα εγώ τον παρτενέρ. Αν και νομίζω ότι ήταν σοφή η «διανομή». Είπα μόνο μία ατάκα στην παραγωγή: «δώστε μου το πιο τελειωμένο χαρτί που έχετε, αυτόν που αισθάνεται άσχετος». (Γέλια) Περισσότερο με ενδιέφερε η διαδικασία παρά το αποτέλεσμα, δηλαδή. Δε με ενδιέφερε να βγάλουμε ένα άρτιο αποτέλεσμα στο τραγούδι. Με ενδιέφερε πάρα πολύ να πάρω έναν άνθρωπο που δεν έχει ασχοληθεί ποτέ με το τραγούδι.

Αυτό ήταν και το παιχνίδι, από ό,τι κατάλαβα.
Ουσιαστικά αυτό ήταν, αλλά υπήρχαν και διαγωνιζόμενοι που ήταν πολύ σχετικοί με το τραγούδι.

Θα ήθελα να πιάσουμε την ιστορία σου από την αρχή. Τι έκανες πριν τους Μπλε;
Πριν τους Μπλε, η πρώτη μου επαφή έτσι με τις «καλές τέχνες» ήταν ότι ήθελα να μάθω χορό. Θυμάμαι πολύ μικρή να το ζητάω αυτό. Η επιλογή του τραγουδιού ήταν ανύπαρκτη στο κεφάλι μου. Ο χορός όμως υπήρχε. Στα οκτώ μου χρόνια περίπου ήθελα να γίνω χορεύτρια. Οι γονείς μου όμως... Δεν επικρότησαν τη απόφασή μου (γελάει). Έρχομαι από φτωχή οικογένεια.

Πού μεγάλωσες;
Στο Κολωνάκι (γελάει)! Αλλά στη φτωχή πλευρά του Κολωνακίου. Δε μας βγαίνανε τα λεφτά για χορό, οπότε δεν πήγα από πιτσιρίκα, όπως ήθελα. Κάποια στιγμή, στα δεκαπέντε μου, έβγαζα και κάποιο χαρτζιλικάκι δουλεύοντας δεξιά και αριστερά, είπα θα πάω να κάνω χορό. Έτσι, για να βγάλω το μεράκι μου. Ξεκίνησα, η δασκάλα μου με προέτρεψε να συνεχίσω, έκανα εντατικά μαθήματα, έβγαινα τρεκλίζοντας κάθε φορά από τη σχολή. Τέλος πάντων, μπήκα επαγγελματικά, τελείωσα και χαίρομαι πάρα πολύ που ξεκίνησα από χορό, γιατί δεν υπήρχε αυτό το μικρόβιο να γίνεις γνωστός, που υπάρχει σε όλο τον κόσμο που ασχολείται με την τέχνη και κυρίως με το τραγούδι. Ως χορευτή δε σε μαθαίνει κανένας. Δεν υπάρχει αυτή η διάσταση. Έκανα αυτό που αγαπούσα, ασχολιόμουν με την ουσία του, είχα πάρα πολύ καλούς δασκάλους. Είμαι ευγνώμων για όλη αυτή την ιστορία. Τελικά, με παρότρυνση της Άννας Βίσση, ξεκίνησα και το τραγούδι και υπήρχε αυτή η συνέχεια.

Τους παρακολουθούσες τους Μπλε πριν συνεργαστείς μαζί τους;
Ναι, βέβαια. Ήξερα τον πρώτο τους δίσκο, ο οποίος είχε κάνει πάταγο τότε, με τη Θεοδοσία Τσάτσου. Εγώ ήδη τραγουδούσα σε διάφορες σκηνές, προσπαθώντας να επιλέξω ανθρώπους που πίστευα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά ότι κάτι είχαν να μου δώσουν, όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Χατζηνάσιος, η Μαρινέλλα, ο Αντώνης Βαρδής. Είχα ήδη συνεργαστεί με όλους αυτούς και με πολλούς άλλους. Κάποια στιγμή, «σκάνε μύτη» οι Μπλε, πρώτο τραπέζι εκεί που δούλευα, έχοντας χάσει την τραγουδίστριά τους και μου λένε ότι θέλουν να συνεργαστούμε. Την επόμενη μέρα από τη γνωριμία μας πήγα στο studio.

Αυτά συμβαίνουν το 1998, σε μια κρίσιμη στιγμή για τους Μπλε. Η Θεοδοσία Τσάτσου αποχώρησε ενώ λίγο καιρό πριν είχε κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ, οι "Ενοχές", είχε ακουστεί αρκετά και είχε γνωρίσει επιτυχία. Υπήρξε κάποια περίοδος διχόνοιας; Πώς είναι τα πράγματα σήμερα;
Κοίτα, αυτό είναι κάτι που δεν το συζητάνε τα παιδιά, γιατί τους είναι δυσάρεστο, αλλά νομίζω πως τώρα πια έχει ξεπλύνει ο χρόνος όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα (γελάει). Οπωσδήποτε ήταν μια πικρή στιγμή και ίσως τα παιδιά να ήταν ανώριμα για όλο αυτό το πράγμα που συναντήσανε, με όλη αυτή την επιτυχία. Εκείνη την εποχή, αυτό το είδος δεν υπήρχε ουσιαστικά στην Ελλάδα και κυρίως σε mainstream κατάσταση. Υπήρχαν παλιότερα κάποια pop συγκροτήματα που είχανε κάνει μεγάλη επιτυχία, αλλά αυτό είχε ξεθυμάνει και το λαϊκό ήταν στις δόξες του. Ξαφνικά, λοιπόν, βγήκαν οι Μπλε σε μια αγορά στο μάτι του κυκλώνα, ας πούμε. Όλο αυτό άρχισε να πέφτει βαρύ στους ώμους τους, γιατί ο καθένας ήθελε να χρεωθεί την επιτυχία. Βέβαια, δεν ήμουν εκεί, για να ξέρω. Σου λέω ό,τι έχω μάθει από τη μία πλευρά μόνο, γιατί τη Θεοδοσία δεν τη γνωρίζω - αλλά πιστεύω ότι τα παιδιά δεν μου την έχουν πει με εμπάθεια την ιστορία. «Πώς θα μοιραστούν τα λεφτά;», «πού θα πάμε;», «ποιά θα είναι η επόμενή μας κίνηση;», όλα αυτά φέρνουν διαφωνίες. Η ρήξη ήταν μεγάλη, γιατί όταν πρέπει να συνυπάρχεις με έναν άνθρωπο και να συνυπάρχεις όχι μόνο ειρηνικά, αλλά και δημιουργικά, είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχει επέλθει κόντρα και να μπορέσεις να το συνεχίσεις σα να μην τρέχει τίποτα.

Οι "Ενοχές" ήταν ένα εντυπωσιακό άλμπουμ και έφερε το πρώτο κύμα φίλων των Μπλε. Θέλω να μου πεις αν αντιμετώπισες εσύ κάποια δυσκολία στη μετάβαση και πώς σε δέχτηκαν οι πρώτοι φίλοι των Μπλε.
Χάλια (γελάει)! Φαντάζομαι ότι η δυσπιστία ήτανε πολύ μεγάλη και πολύ δικαιολογημένη, στην αρχή. Συνήθως, όταν φεύγει ο τραγουδιστής τα συγκροτήματα διαλύονται - αυτό είναι γεγονός. Εγώ, βέβαια, ήξερα ότι πάω να πέσω στα βαθιά και πολύ πιθανόν να μην καταφέρω να κολυμπήσω κιόλας, αλλά είχα μια πολύ ευχάριστη διαίσθηση ότι το πράγμα θα πάει καλά. Όλα αυτά κόντρα στη λογική, που μου έλεγε ότι είναι τελειωμένη ιστορία. Έτσι, λοιπόν, μπήκα με πολύ καλή διάθεση μέσα και έτσι είχα και τη δύναμη να αντιμετωπίσω και τις δυσκολίες που είχαμε τα επόμενα δύο χρόνια. Ήταν και οικονομικές οι δυσκολίες και σε επίπεδο συνεργασίας. Τα παιδιά δε με εμπιστευόντουσαν ιδιαίτερα, όσον αφορά τις ιδέες μου ή τα μυαλά μου (γελάει). Δεν ήταν σίγουροι ότι είμαι αρκετά ώριμη για να αντιμετωπίσω αυτό που είχα μπροστά μου.

Για μία δεκαετία, από το 1996 μέχρι το 2006, οι Μπλε κυκλοφορούσαν καινούριο άλμπουμ κάθε δύο χρόνια. Τι είναι αυτό που έσπασε αυτόν το ρυθμό από το 2006 και μετά;
Πρώτον, η αλλαγή στο δισκογραφικό γίγνεσθαι. Οι εταιρίες πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και κανένας δεν είχε λεφτά να δώσει σε κανέναν. Αυτό ήταν ένα θέμα, αλλά ίσως δεν ήταν μείζονος σημασίας. Ίσως η πραγματική αιτία είναι το γεγονός ότι εμείς μεγαλώνουμε και δε θεωρούσαμε ωφέλιμο να βγάζουμε κάτι στο γνώριμο ύφος, δηλαδή μια από τα ίδια. Δεν ήμασταν ικανοποιημένοι με το υλικό μας, θέλαμε κάτι καλύτερο. Δεν υπάρχει και λόγος να κυκλοφορείς κάτι, απλά για να υπάρχεις στα πράγματα. Αυτό το ξεπεράσαμε και νομίζω πως τα δείγματά μας τα δώσαμε.

Πάντως, για πάρα πολλά χρόνια, η νοοτροπία της δισκογραφίας έλεγε ότι έχει σημασία να κυκλοφορείς κάτι, ακριβώς για να είσαι στα πράγματα.
Μα και τώρα έχει σημασία. Νομίζω, όμως, ότι τελικά είναι μόνο δικό μας άγχος αυτό. Όταν αποστασιοποιείσαι λιγάκι, βλέπεις ότι ο κόσμος θυμάται πάντα και, όταν βγάζεις αυτό που είναι να βγάλεις και έχει κάποια αξία, πάλι σε αγαπάει και σε ακούει. Οπότε δεν υπάρχει λόγος να τον κουράζεις κιόλας. Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να βγαίνουν άλμπουμ πια, για να σου το θέσω λιγάκι πιο ριζοσπαστικά (γελάει). Έτσι κι αλλιώς, τρία τραγούδια ακούγονται από κάθε άλμπουμ. Υπάρχει ένας πυρήνας ανθρώπων που μπορούν να κάτσουν να το ακούσουν στο σπίτι τους, αλλά νομίζω ότι είναι ένα ξόδεμα υλικού και ενέργειας που πλέον δεν ξέρω αν έχει λόγο. Τα single είναι πιο καλός τρόπος να κινείσαι πια.

Το τελευταίο δικό σας τραγούδι που ακούσαμε ήταν πράγματι single. Ήταν το "Μια Φορά Κι Έναν Καιρό" του 2009.
Και το επόμενο μάλλον single θα είναι.

Να μην περιμένουμε άλμπουμ;
Τώρα κοντά όχι. Το Φεβρουάριο λέμε να βγάλουμε ένα single και στη συνέχεια... Άλλο ένα single (γελάει)! Δεν ξέρω, θα δούμε. Μπορεί να υπάρξει κάποιος λόγος να βγάλουμε μια ολοκληρωμένη δουλειά, ένα concept συγκεκριμένο.

To "Μια Φορά Και Έναν Καιρό" είχε ένα ιδιότυπο στιλ, μια λίγο παρεκκλίνουσα κατεύθυνση. Προς τα πού το πάτε το επόμενο single;
Α! Εκεί που δεν περιμένετε (γελάει)! Αυτό είναι το θέμα. Αυτό που ισχύει για τους ακροατές μας ισχύει και για εμάς. Θέλουμε να μπαίνουμε στο studio, όταν κάτι μας τραβάει να μπούμε στο studio. Όταν κάτι μας θυμίζει τον παλιό μας εαυτό, που τώρα του έχουμε βάλει ένα «μουστάκι με γυαλιά», δε μας τραβάει η εικόνα αυτή. Θέλουμε κάτι καινούριο.

Η τακτική των single είναι κάτι στο οποίο σας οδηγεί η αγορά ή είναι θέμα δημιουργικότητας;
Είναι συνάρτηση και των δύο. Είναι και θέμα αγοράς. Η αγορά δεν έχει πλέον ανάγκη όλη αυτή την υπερφόρτωση υλικού, γιατί δεν υπάρχει και χρόνος. Οι περισσότεροι σερφάρουμε, μπαίνουμε, ακούμε, βγαίνουμε. Σπάνια πάει κανείς πλέον να αγοράσει τα cd για να ακούσει μια δουλειά. Αντί να βγαίνουμε να παραπονιόμαστε και να λέμε «γιατί άλλαξαν οι εποχές;» και «τα πράγματα ήταν αλλιώς παλιά», καλύτερα να ακολουθήσεις το ρυθμό της εποχής και να αφήσεις να σε πάει το πράγμα όπου θέλει. Δεν είναι κακό αυτό.

Ποιά είναι η θέση σου σχετικά με την πειρατεία της μουσικής στο διαδίκτυο;
Μακάρι η μουσική να ήταν ελεύθερη τελείως. Εκεί είναι το ζητούμενο. Οπωσδήποτε, κάπως πρέπει να ζουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με αυτήν, αλλά πιστεύω ότι τόσα χρόνια υπήρχε μια διόγκωση του τι σημαίνει ζω απλά ή πλουτίζω. Όπως υπήρχε, ρε παιδί μου, αυτή η φούσκα σε όλη την κοινωνία, υπήρχε και στους ανθρώπους που ασχολούνται με τη μουσική. Εγώ νομίζω ότι τα πράγματα μπορούν να είναι βιώσιμα και απλά και με πολύ χαμηλότερες τιμές. Να μπορεί και κάποιος να σε ακούσει φθηνά και να μπορείς και εσύ να ζεις μια χαρά. Αυτό το πράγμα που έφερε το διαδίκτυο ήταν μια ανάγκη κοινωνική. Δε θέλει να σε κλέψει ο άλλος, απλά δεν έχει λεφτά να διαθέσει ή δε θέλει να τα διαθέσει. Υπάρχουν τρόποι να βγαίνουνε λεφτά από αυτές τις διαδικασίες, όπως υπάρχει και τρόπος να έρθει ο άλλος να σε ακούσει σε ένα μαγαζί και να πληρώνει δέκα ευρώ και να μην ζητάς εσύ πενήντα χιλιάδες για να παίξεις. Απλά είναι τα πράγματα. Ζήτω το τσάμπα, δηλαδή. Γουστάρω (γελάει)!

Διασκευάσατε το "Θα Σημάνουν Oι Καμπάνες" του Μίκη Θεοδωράκη και του Γιάννη Ρίτσου. Ακούστηκαν κάποιες φωνές που καταδίκασαν αυτή την κίνηση.
Ναι, μου αρέσει αυτό (γελάει).

Σου αρέσει;
Ε, βέβαια, τώρα! Να μας έχει και σε εγρήγορση κάτι, βρε παιδί μου! Κοίτα, αυτό το ξέραμε από την αρχή. Βέβαια, το βρίσκω αστείο. Αυτοί που είχαν αντίρρηση ήταν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι «υπέρ της αδιάσπαστης αριστεράς», ξέρω 'γω, νοσταλγοί του παρελθόντος του ΚΚΕ, ας πούμε. Όλες οι φωνές πρέπει να ακούγονται και ευχαρίστως τις ακούμε, αλλά για μένα δε στέκει αυτό το πράγμα στην τέχνη. Δηλαδή, από τη στιγμή που έχουμε την έγκριση του ίδιου του δημιουργού και το αίτημα του δημιουργού να ασχοληθούμε με το υλικό του, όλα τα άλλα περιττεύουν. Πήραμε κάτι και του δώσαμε μια μορφή στην οποία εμείς πιστέψαμε. Τώρα, λες να προσβάλαμε αυτό που πρεσβεύει (γελάει); Με ποιό τρόπο; Δεν ξέρω. Η άποψή μου είναι ότι, όταν βγαίνει κάτι από τον καλλιτέχνη, μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο οποιοσδήποτε. Μέτρα και ποινικές ρήτρες πάνω σε αυτό δε χωράνε.

Γνωρίζετε τη γνώμη του Μίκη Θεοδωράκη για τη διασκευή σας;
Βέβαια. Εκτός αν βγήκε και είπε κάτι άλλο (γελάει)!

Όχι, εγώ από άγνοια ρωτάω.
Βέβαια. Για να σου πω και την ιστορία αυτής της διασκευής, μας προσέγγισε η Μαργαρίτα, η αδελφή του. Μας είπε την ιδέα να ασχοληθούμε με υλικό του Μίκη Θεοδωράκη, τρία-τέσσερα κομμάτια, όποια θέλουμε εμείς. Μας άρεσε η ιδέα. Κάναμε ένα demo και το στείλαμε και στον ίδιο τον Μίκη να το ακούσει. Πήραμε την έγκρισή του, πήραμε και την έγκριση των απογόνων του Ρίτσου και στη συνέχεια βγήκε το τραγούδι - με όλο το σεβασμό βέβαια από εμάς, δεν υπάρχει θέμα. Από την άλλη, πώς να σου το πω; Δε μπορείς να βγάλεις παγωτό στην αγορά και να πεις δε θέλω να φάει παγωτό η Αννούλα. Δε γίνεται. Είναι στην αγορά το παγωτό. Πρέπει να φάνε όλοι.

Τι άλλο θα θέλατε να διασκευάσετε;
Θα μου άρεσε πολύ να διασκευάσουμε παραδοσιακή μουσική. Αυτό είναι περισσότερο στη δική μου τη σκέψη. Δεν το έχουμε συζητήσει με τα υπόλοιπα παιδία, αλλά νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, υπέροχα λόγια, πολύ λιτά και αληθινά και αξίζει τον κόπο να δώσεις μια άλλη πνοή. Πάλι ίσως κάποιοι να βγούνε και να διαμαρτυρηθούνε, να λένε «τι είναι αυτά;» (γελάει). Βέβαια, εμείς θα της αλλάζαμε τα φώτα λιγάκι (γελάει). Όπως συνηθίζουμε.

Περίγραψέ μας μια σημερινή εμφάνιση σας.
Νομίζω ότι οι Μπλε ακροβατούν ανάμεσα στο συναίσθημα και τον κυνισμό. Αυτό, θα έλεγα, είναι το χαρακτηριστικό μας. Έχουμε μια τάση να αποδομούμε πρόσωπα και καταστάσεις, είτε με το χιούμορ, είτε με κάποιες διασκευές που κάνουμε. Με τη θέση μας γενικότερα, με τα λεγόμενά μας και με τη στάση μας, αμφισβητούμε ίσως και λίγο τη εξουσία και τα πράγματα όπως είναι δομημένα αυτή τη στιγμή. Από την άλλη, παρουσιάζουμε και κάποιες ευαισθησίες που έχει ο κάθε άνθρωπος, ο οποίος είναι αδύναμος μπροστά στον έρωτα, μπροστά στις διαπροσωπικές σχέσεις, την εξουσία που μπορεί να έχει το παιδί σου απέναντί σου και βέβαια το να αφήνεσαι σε όλα αυτά.

Είσαι μητέρα. Ο ρόλος αυτός επηρέασε τον επαγγελματικό σου ρυθμό και την καλλιτεχνική σου έκφραση;
Εν μέρει, ναι. Το παιδί σε υποχρεώνει να βλέπεις τις πραγματικές διαστάσεις της καθημερινότητάς σου, των συναισθημάτων σου, των κακοτυχιών σου, του θριάμβου και της καταστροφής. Όλα αυτά παίρνουνε διάφορες διαστάσεις στο μυαλό μας. Το παιδί είναι πάντα εκεί να σου θυμίζει την πραγματικότητα και την αλήθεια. Ίσως και το μέτρο. Είναι μια πολύ καλή γείωση και ταυτόχρονα ζεις δίπλα σε ένα θαύμα, το οποίο δε μπορείς να το εξηγήσεις. Πώς μεγαλώνει, πώς αναπτύσσεται, πώς υπάρχει, τι έχει μέσα του, από τι υλικό είναι φτιαγμένο. Είναι πράγματα που δε θα τα εξηγήσεις ποτέ στη ζωή σου (γελάει). Απλά τα βιώνεις και δεν παύεις να θαυμάζεις. Σε έχει συνέχεια σε ένα ταξίδι μεταξύ αγνώστου και γης. Αυτό είναι κάτι πολύ ωραίο και ενδιαφέρον για έναν καλλιτέχνη.

Η καθημερινότητα με ένα παιδί ίσως γλυκαίνει τον ερμηνευτή.
Και τα δύο, θα έλεγα. Δηλαδή, πιστεύω ότι σε αγριεύει κιόλας. Να πω την αλήθεια, γλύκα δε νομίζω ότι εμένα μου έχει δώσει. Μου έχει δώσει το μέτρο. Από την άλλη, σου δίνει έναν συγκεκριμένο θυμό. Πώς είναι οι τίγρεις, που άμα τους πειράξεις το παιδάκι, θα σε φάνε; Σου δίνει δύναμη. Αισθάνεσαι ότι είσαι παντοδύναμος. Σε μια στιγμή που κινδυνεύει ένας άνθρωπός σου, δεν αισθάνεσαι ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα; Γίνεσαι λίγο superman (γελάει). Με το παιδί, είσαι συνέχεια superman! Και στη σκηνή! Μου έχει δώσει μια ώθηση, ας πούμε.

Έχεις προσωπικά σχέδια, έξω από τους Μπλε;
Έχω, ναι. Έχω κάτι που θα είναι δικής μου σκέψης καθαρά, αλλά δεν ξέρω τι μορφή θα έχει. Μπορεί να έχει μια μορφή αποδομημένης μουσικής, δηλαδή όχι τα γνωστά «κουπλέ-ρεφρέν», να είναι ένα ολοκληρωμένο έργο ή να είναι ένα βιβλίο. Δεν ξέρω ακόμη. Πάντως, κάπου θα τα διοχετεύσω αυτά, έτσι για να φύγουνε, να τα στείλω (γελάει).

Ωραία. Σε ευχαριστώ για το χρόνο σου.
Κι εγώ ευχαριστώ πολύ.

Μανώλης Γεωργακάκης
  • SHARE
  • TWEET