Συνέντευξη Nick Gravenites

«Long Live Παλαιοχώρι Αρκαδίας!»

Από τον Χρήστο Κισατζεκιάν, 22/01/2014 @ 11:59
Κατάγεσαι από το Παλαιοχώρι Αρκαδίας ή κάποιο άλλο επαρχιακό, γραφικό οικισμό της Ψωροκώσταινας; Κι όμως, ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει! Μπορεί κάποια στιγμή να γράψεις τη δική σου ιστορία ως φυσιογνωμία των ηλεκτρικών blues: να βγαίνεις τσάρκα και να παίζεις κιθάρα με τους κολλητούς σου φίλους, να μωρέ, τους Mike Bloomfield, Howlin’ Wolf, James Cotton, έως και κείνον που φταίει για όλα, τον Muddy Watters, να συμμετέχεις στο Monterey Pop Festival δίπλα στον ήρωά σου, τον Otis Redding, μα και τους The Who, τους Animals, να συγγράψεις τραγούδια που θα ερμηνεύσει η αείμνηστη Janis Joplin, να σου ζητήσει ο Jimi Hendrix να τζαμάρει μαζί σου...

«Μας δουλεύεις!» σαν να ακούω κάποιους από σας να φωνασκούν. «Καθόλου» απαντώ εγώ, με τη σιγουριά που πλέον απέκτησα μετά τούτη την απίστευτα αποκαλυπτική συνομιλία μου με τον θρυλικό Nick Gravenites...

Γήινος, λαλίστατος και ευγνώμων, με αφορμή τις ζωντανές εμφανίσεις του στο Half Note Jazz Club, μιλά για όλους και όλα. Ως πολυπράγμων (συνθέτης, κιθαρίστας, στιχουργός, παραγωγός έως και ατζέντης) στο Μάτι του Κυκλώνα της απαρχής των Πάντων (τουλάχιστον για μας που η λεγόμενη «σκληρή μουσική» είναι τα πάντα), μας χαρίζει απίστευτες ιστορίες...

(σημ: δώστε βάση στη φάση όπου τον πιάνει βαθύ παράπονο για την ελληνική μα και την παγκόσμια οικονομική κατάσταση)

Ως γόνος πρώτης γενεάς Ελλήνων μεταναστών, ποιά είναι η πρώτη ανάμνηση που μπορείς να θυμηθείς/ανακαλέσεις που έχει σχέση με την πρώτη σου πατρίδα, την ευλογημένη μα και ταλαιπωρημένη Ελλάδα μας;
Η Μουσική φυσικά. Στο σπίτι μας στο Chicago μιλούσαμε Ελληνικά, ακούγαμε Ελληνική και μόνο μουσική, τρώγαμε μόνο τα πανόστιμα ελληνικά φαγητά μας. Πήγα σε ελληνικό σχολείο. Ακούγαμε καθημερινά παμπάλαιους γυάλινους δίσκους 78 στροφών με απίστευτη ελληνική μουσική. Άρα άμα θέλω να είμαι ειλικρινέστατος με τον εαυτό μου, η απάντηση είναι η μουσική και το φαί μας!

Έτσι! Και δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον πιο κατάλληλο από σένα, ως Έλληνα και ως Ηγετική Μορφή των ηλεκτρικών blues για να απαντήσει την εξής απορία μου: όσοι ασχολούμαστε σοβαρά με τη Μουσική, βρίσκουμε τόσο πολλά κοινά γνωρίσματα στα Αφροαμερικάνικα Blues και στα δικά μας Ρεμπέτικα, που τα θεωρούμε τουλάχιστον συγγενή, λόγο δομής, θεματολογίας στίχων, στάσης ζωής. Αν όχι ολόιδια. Ποια είναι η δική σου γνώμη;
Ναι. Καταρχήν είναι και τα δυο τους περιθωριακά ως μουσικά ιδιώματα. Underground. Και τα δυο γεννήθηκαν σε καταγώγια, σε υπόγεια κουτούκια τα μεν, σε υπόγεια bars & clubs τα δε, όμως και στα δυο έβρισκες τους γεννήτορές τους με μια μπουκάλα στο χέρι (γελά)! Ουδέποτε δημοφιλέστατα, ουδέποτε εμπορικότατα. Όμως εν κατακλείδι, θέλω να πιστεύω πως η πρωταρχική τους ομοιότητα έγκειται στα συναισθήματα που προκαλούν, μα και στα συναισθήματα που τα γεννούν. Και μετά η δομή, οι επαναλαμβανόμενοι στίχοι τους και η θεματολογία αυτών...

Πράγματι, αφού και τα δυο πηγάζουν από την καθημερινή ανθρώπινη πάλη και τον πόνο που οι δυσκολίες προξενούν...
Ακριβώς αυτό! Και μάλιστα τολμώ να πω ότι όχι μόνο τα γεννά η πάλη, μα τα κρατά ζωντανά έως και εκούσια, ως Μούσα (σκάει στα γέλια)...

Πες το ψέματα! Ξεχωρίζεις κάποια ονόματα από τους παλιούς ρεμπέτες μας μήπως;
Ναι. Μάλιστα σε μια σχετικά πιο πρόσφατη περιοδεία μου στην Ελλάδα, ο Θοδωρής Μανίκας που αν γνωρίζεις είναι μουσικός, συνθέτης και παραγωγός στη χώρα σας, μου γνώρισε από κοντά τον Άκη Πάνου (σ.σ.: !) διότι του έκανε την παραγωγή του επερχόμενου άλμπουμ του, και μάλιστα ύστερα από δέκα χρόνια απραγίας του συνθέτη... Τον έζησα λοιπόν από κοντά, στο στούντιο, στις συναυλίες του, σε μαγαζιά που έπαιζε μα και στο σπίτι του Θοδωρή, ο οποίος μάλιστα με γέμισε δώρα, δίσκους 33 στροφών των σημαντικότερων ρεμπετών δημιουργώντας μου μια αξιόλογη συλλογή. Πολύ ιδιόρρυθμο ιδίωμα. Ιδιόρρυθμα ρυθμικά υπόβαθρα, μουσική που όντας μεγαλωμένος στις Η.Π.Α. δεν μπορώ να πω ότι μπόρεσα να κατανοήσω πλήρως όπως αντιλαμβάνεσαι... Παρότι Έλληνας στο αίμα μου. Όμως, αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάτι από όλα αυτά τα ακούσματα, αυτό είναι πανεύκολα η καταπληκτική Μαρίκα Νίνου και το πειρατικό (bootleg) της ηχογράφημα στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού! Μιλάμε για θεϊκό δίσκο! Θα μπορούσα να το ακούω για ένα εκατομμύριο χρόνια. ΑΥΤΟ είναι για μένα το Ρεμπέτικο Χρήστο! Να τα «σπας» στο καταγώγι με τους κολλητούς σου και να γίνεσαι στουπί.

Έτσι! Μίλησε μας λίγο για τις μνήμες σου από την πλέον ιστορική ζωντανή σας εμφάνιση με τον Cipollina στο Ρόδον την Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1988.
Το 1988 ήταν ή το 1981, δεν θυμάμαι καλά πλέον, δεν παίρνω και όρκο...

31 Δεκεμβρίου του '87, άλλωστε το αναφέρει και στο οπισθόφυλλο της κυκλοφορίας...

Ok, πρώτα από όλα, επέτρεψε μου να ξεκινήσω με το ότι η συγκεκριμένη συναυλία διεξήχθη όταν η Ελλάδα είχα ακόμη λεφτά (σκάει στα γέλια)! Είχατε ακόμη μπόλικα φράγκα τότε! Δε θα ξεχάσω ποτέ ότι τριγυρνώντας στην Αθήνα, παντού ήταν γεμάτο αφίσες της συναυλίας μας με τον John ολούθε. Δε θα ξεχάσω επίσης την υποδοχή μας από την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, η οποία μάλιστα είχε ένα παχύ ροζ πορτοφόλι γεμάτο μετρητά ώστε να μη μας λείψει το παραμικρό. Ζούσαμε ένα ζωντανό όνειρο! Τρώγαμε, πίναμε, μας πήγαιναν στα μπουζούκια, στα κλαρίνα, στα bars και στις ταβέρνες, στο Hard Rock Café, όπου τραβούσε η ψυχή μας όλη μέρα. Φέτος; Καμία σχέση! Ευτυχώς έχω φυλαγμένα κάτι ευρώ και θα τα φέρω μαζί μου όλα για καλό και για κακό, ποιος ξέρει τι με περιμένει με όλα αυτά που ακούω πλέον... Καταρχήν λοιπόν θυμάμαι πως η Ελλαδίτσα μας είχε λεφτά. Δεύτερον, ως ήδη καταξιωμένοι επαγγελματίες μουσικοί στο χώρο του rock 'n' roll, ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν ερασιτεχνισμό θα έλεγα από πλευράς των υπευθύνων του συναυλιακού χώρου. Μιλώ για τότε φυσικά. Άρα χρειάστηκε να τους δείξουμε κάποια πραγματάκια, π.χ. πώς να στήσουν τη σκηνή, πώς να φωτίσουν, ακόμη-ακόμη τους δώσαμε φακούς για να μη σκοντάφτουν στα σκοτάδια και τσακιστούν... Όμως παρ' όλα αυτά, ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία για μας. Μας φέρονταν σαν Αστέρες! Φέτος αναρωτιέμαι πώς θα φτάσουμε στον χώρο της συναυλίας μας...θα φτάσουμε άραγε; (γελά)

Η κατάσταση που βιώνουμε Nick είναι τραγική, πράγματι...
Μα το ξέρω! Έχω αρρωστήσει με αυτά που ακούω για εσάς. Τα νιάτα...πρέπει να το βάλουν στα πόδια, να βγουν έξω, να ψάξουν για δουλειά, για ευκαιρίες! Μου θυμίζει τον Αμερικάνικο Νότο στα 60s που όλοι μετανάστευαν προς το Βορρά, μην έχοντας δουλειά, μέλλον, ελπίδα... Και δεν υπάρχει τίποτε πιο ψυχοπλακωτικό από το να μην έχεις όνειρα. Σε τρελαίνει! Δεν είναι δυνατόν να χάσετε όλα τα νιάτα της χώρας σας μονομιάς. Και δεν ξέρω την πολιτική σας ταυτότητα τούτη την εποχή, μα Θεέ μου, όποια κι αν είναι, όπως κι αν ονομάζεται, πρέπει να αλλάξει!

Επιμένουν να την αποκαλούν Δημοκρατία, όμως ένας Θεός να την κάνει τέτοια!
Ξέρω! Κι εδώ τα ίδια λένε. Υποτίθεται πως στις Η.Π.Α. είμαστε από τα πιο πλούσια έθνη στον Κόσμο, κι όμως φερόμαστε όλοι λες και είμαστε γύφτοι, στα πρόθυρα του εξευτελισμού. Είναι τρελό αυτό που συμβαίνει! Με θυμάμαι μικρό παιδί, στην Ελληνική κοινότητα του Chicago όπου όλοι ανεξαιρέτως δούλευαν σκληρά, μέρα-νύχτα, όμως όλοι λίγο έως πολύ τα καταφέραμε! Τα καταφέραμε Χρήστο! Δουλεύαμε σκληρά, αλλά είχαμε το σπιτικό μας, το μαγαζάκι μας, τα είχαμε όλα. Τώρα δεν υπάρχει καν προσφορά εργασίας... Οι πλούσιοι έγινα πέντε φορές πιο πλούσιοι και οι προκομμένοι πεινάνε. Σκέτη αηδία!

Άσ' τα να πάνε! Αυτό είναι το χειρότερο όλων: έλλειψη προοπτικής... Όμως να επανέλθω στην αντίστοιχη κυκλοφορία από την Music Box. Πόσο ικανοποιημένος είσαι με αυτό το (ουσιαστικά) πειρατικό ηχογράφημα;
Τώρα τι να πω... Δεν θα ήθελα να μπω στη διαδικασία...

Κανένα πρόβλημα...
...Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως όλα ήταν εκτός χεριού μου, κανείς δε με ρώτησε για τίποτε από όσα αφορούν τούτη την κυκλοφορία! Από την αρχή έως το τέλος. Δεν γνώριζα πως το ηχογραφούσαμε, δεν ήθελαν να μιλήσουν μαζί μου, παντού υποψίες. Μα, αν έχεις το Θεό σου. Είμαι συμπρωταγωνιστής σε τούτο, για να μην πω γενικός υπεύθυνος της όλης φάσης. Δε θα έπρεπε να ερωτηθώ τι και πώς;

Φυσικά!
Ε, οπότε δεν νιώθω «συνδεδεμένος» με αυτό το δίσκο έως και σήμερα, τον θεωρώ «ξένο»...

Κατανοητότατο! Πάμε παρακάτω λοιπόν. Μπορεί για σένα να αποτελεί μια από τις πάμπολλες Μουσικές μνήμες σου, όμως το να κάνεις καθημερινή παρέα με πρωτοπόρους ηγέτες των blues όπως οι Muddy Waters & Howlin' Wolf για έναν κοινό θνητό σαν κι εμένα μοιάζει άπιαστο όνειρο! Θέλω από σένα μια μικρή μα σημαντική ιστορία για τον καθένα τους που σε αφορά.
Αααα... Ο Howlin' ήταν πολύ απόμακρος τύπος, το άκρως αντίθετο από τον Muddy. O Muddy ήταν ορθάνοικτος άνθρωπος, νταραβεριζόταν, συζητούσε και έκανε παρέα με οποιονδήποτε και τούτο ακριβώς επειδή είχε τεράστια αυτοπεποίθηση, ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του! Τον πλησίαζαν παιδιά που τον θεωρούσαν είδωλο και καθόταν μαζί τους ώρες ολόκληρες... Ανοικτός, συζητήσιμος. Ο Wolf ήταν έως και τρομακτικός θα έλεγα. Ένα δίμετρο θεριό, εκατόν τριάντα έξη κιλά, μια όρθια ταφόπλακα (σ.σ.: σκάω στα γέλια και με ακολουθεί και ο Nick)! Και μόνο στη θωριά του τρόμαζες! Και παρότι όλοι οι συνεργάτες του έχουν να λένε τα καλύτερα για αυτόν, ότι ήταν μεγαλόψυχος, όμορφος και καλοσυνάτος άνθρωπος. Εγώ πάλι πίστευα πάντα κρίνοντας εξ ιδίων πως ήταν πολύ σκληρός και απαιτητικότατος μαζί τους ώρες-ώρες... Ένας πολύ δύσκολος και δύστροπος άνθρωπος που κουβαλούσε μόνιμα σιδερικά πάνω του (σ.σ.: πιστόλια, μαχαίρια κλπ). Βέβαια ήταν ένας τεράστιος, πρώτης κλάσεως bluesman και αυτός! Όμως κατά τα άλλα, ήταν δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Και ο Θεός, όπως πάντα, φτιάχνει από όλα. Όπως έφτιαξε εμένα κι εσένα, έφτιαξε και αυτούς τους δυο. Όμως για με προσωπικά, ο Muddy ήταν το κάτι άλλο...ήταν σαν πατέρας μου! Έχω συγγράψει εννέα εκτεταμένα άρθρα στο περιοδικό "Blues Review" για αυτούς τους δυο μια ντουζίνα χρόνια πριν, όπως και για πολλούς ακόμη υπό τον γενικό τίτλο "Bad Talking Bluesmen". Σου προτείνω να τα διαβάσεις όποτε θες, είναι γεμάτα γλαφυρές ιστορίες της Μουσικής Επανάστασης που συνέβηκε στα blues στο Chicago τις δεκαετίες των 50s, 60s & 70s...

Πού τα βρίσκουμε; Υπάρχουν και διαδικτυακά;
Ναι, στο www.nickgravenites.com, το επίσημο website μου. Και ο James Cotton ήταν μεγάλη ψυχή! Είναι δηλαδή, αφού ζει ακόμη. Χαμογελαστός, πρόσχαρος. Και δεν θα ξεχάσω μια βραδιά που τον συνάντησα στα παρασκήνια συναυλίας του στο Berkeley με τη μπάντα του όπου έπαιζε και ο Mutt 'Guitar' Murphy, και τον πέτυχα πάνω που άλλαζε μπλούζα. Πίστεψε με, ο τύπος είχε πέντε σημάδια από επουλωμένες τρύπες που είχαν προκληθεί από σφαίρες! «Χριστός και Παναγία», φώναξα, «τι είναι αυτά;» και μου απαντά «τρύπες από σφαίρες». Τι είχε γίνει; Κάποιος τον παραμόνευε έξω από μια κάβα και μόλις βγήκε τον πυροβόλησε πέντε φορές με τριανταπερνάρι, διότι τον μπέρδεψε με έναν άλλο παρακαλώ που πήδαγε τη γυναίκα του-αν έχεις τον Θεό σου! Και επέζησε! Καταλαβαίνεις;

Αν είναι δυνατόν! Απίστευτες ιστορίες, θα κοιτάξω να τις διαβάσω όλες τους! Πάντως, κάτι που πάντα πίστευα και πιστεύω είναι πως ο κύριος υπεύθυνος της ηλεκτροδότησης των blues, αυτός που άνοιξε τον διακόπτη μια για πάντα, τα έκανε παγκόσμια και έθεσε τις βάσεις για την μετέπειτα εποποιϊα του rock 'n' roll, ήταν ο Muddy Waters. Εσύ πιο πολύ από κάθε άλλο λοιπόν μπορείς να διαφωνήσεις ή να συμφωνήσεις μαζί μου...
Το δεύτερο. Συμφωνώ απόλυτα! Αυτός και η μπάντα του με πρωτοπόρους όπως οι Little Walter, Jimmy Rogers, Pat Hare έβαλαν φωτιά στα μπατζάκια μας στο Chicago! Και θα μου μείνουν αξέχαστα κείνα τα πανέμορφα μουσικά πρωινά της Κυριακής... Βλέπεις, οι μπάντες παίζαμε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ έως πρωίας. Και όταν ξημέρωνε Κυριακή, μαζευόμασταν στην οδό Maxwell ένας-ένας και αντί να πάμε για ύπνο, καθόμασταν στα πεζούλια και συνεχίζαμε να παίζουμε από τις πέντε-έξη το πρωί χωρίς σταμάτημα, πίνοντας κρασί, καπνίζοντας μπάφους. Ήταν πανέμορφα. Και μη νομίζεις. Κάθε φορά που με ρωτούν σαν κι εσένα ιστορίες του παρελθόντος, απαντώ πως δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι και πολλά, αφού τα μισά μου νιάτα τα πέρασα πιωμένος και τα άλλα μισά ήμουν «φτιαγμένος» από χασίσι (γελά).

(Γελώντας) Λογικό και επόμενο! Και μιας που μας πήγες «πίσω» πάλι, με στεναχωράει που μια ιστορική μπάντα όπως οι Electric Flag είχαν τόσο μικρή πορεία... Εσένα;
Αχχχχχχ... Κάθε που το σκέφτομαι, έως και σήμερα, με πονά. Πράγματι, ήταν πολλά που μας έκοψαν τον δρόμο... Διαρκείς αλλαγές. Άνθρωποι πήγαιναν κι ερχόντουσαν. Ο Buddy Miles ήθελε να τραβήξει το δικό του δρόμο, ο Mike (σ.σ.: Bloomfield) είχε σοβαρότατο πρόβλημα με τις αϋπνίες του, όλα ήταν στραβά κι ανάποδα. Οπότε, όσο κι αν στεναχωριέμαι κι εγώ, εν τέλει υπήρχαν τόσο πολλοί σπόροι ώστε να οδηγηθούμε στην αυτοκαταστροφή ως μπάντα που ήταν αναπόφευκτη... Ο Mike δεν κοιμόταν καθόλου, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παίξει σωστά επί σκηνής. Όμως από την άλλη, μέσα από αυτό το σχήμα βρέθηκα αργότερα να ζω το Όνειρο, ως μόνιμος συνεργάτης του. Ξάφνου ζούσαμε, ηχογραφούσαμε και βγαίναμε στο Los Angeles. Άλλωστε ουδέποτε υπήρξα ηγέτης των Electric Flag. O Mike ήταν ηγέτης. Οκ, θα μπορούσα τώρα να ήμουν διάσημος και πάμπλουτος. Όμως δεν χαλιέμαι καθόλου και με αυτό που είμαι τώρα. Κέρδισα πάρα πολλά αλλιώς. Κι αν απέκτησα αρκετές τεράστιες αντιπάθειες από τους μεγαλοκαρχαρίες της show business του rock 'n' roll, ε, κι αυτά μες το πρόγραμμα ήταν. Ειδικά με τον Bill Graham στο San Francisco. Μιλάμε για χάλια μαύρα. Ξέρεις, ανέκαθεν δεν τα πήγαινα καλά με τις «Αρχές». Και ειδικά με αυτούς που χρησιμοποιούν αυτή τη θέση ισχύος τους για να βλάψουν τους γύρω τους. Πάντα τους πολεμούσα, πάντα θα τους πολεμώ. Και αυτό μου στοιχίζει. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή με έπιασα να παραπονιέμαι που θα κουβαλιόμουν στην Ελλάδα...

Γιατί;
Γέρασα φαίνεται. «Αυτό με πονά, κείνο με πονά». Σκεφτόμουν «πού να μπαίνω τώρα έντεκα ώρες στο αεροπλάνο έως τη Ζυρίχη... Και εκεί, πέντε ώρες αναμονή για την ανταπόκριση...πέντε ώρες; Και τι θα κάνω πέντε ώρες, θα ξύνω το αυτί μου;» σκεφτόμουν. «Και άλλες τρεις έως την Αθήνα, Χριστέ μου, θα φτάσω εκεί και θα είμαι νεκρός!» (γελά). Όμως τρεις μέρες πριν άλλαξα ρότα. Σταμάτησα να γκρινιάζω και σκέφτηκα «ρε φίλε, είσαι επαγγελματίας μουσικός, έχεις συναυλίες, πρέπει να ταξιδεύεις και να βγεις από τούτο το σπίτι!». Και την είδα αλλιώς. Τώρα ανυπομονώ να παίξω με τον Ντουνούση για όλους εσάς...

Πολύ χαιρόμαστε για την κατάληξη αυτή! Όμως θέλω να σταθώ στον αείμνηστο Buddy Miles και να ακούσω δυο λόγια για τη σχέση σας, μα και τη δική σου ιστορία για το πώς βρέθηκε στους Band Of Gypsies.
Ο Mike Bloomfield την εποχή εκείνη θεωρείτο ένας από τους κορυφαίους ηλεκτρικούς κιθαρίστες του κόσμου!

Το ξέρω!
Για μένα προσωπικά, ήταν Ο καλύτερος! Ήταν ένας καθαρά αυτοσχεδιαστικός, λυρικός παίκτης. Ποτέ δεν επαναλαμβανόταν, ποτέ δεν υπήρξε προβλέψιμος ακόμη και σε jam sessions! Γεμάτος ουσία και συναίσθημα σε κάθε του επιλογή. Και μας θυμάμαι λοιπόν επί σκηνής του Fillmore East να τζαμάρουμε με τον Buddy στα τύμπανα. Ξάφνου, μπαίνει μέσα ο Jimi Hendrix και μας ζητά να συμμετάσχει. Αν και ο Mike θεωρούσε τα τζαμαρίσματα χάσιμο χρόνου (σ.σ.: ;), ξέρεις, μετά τα δώδεκα bars το θεωρούσε απλά εξάσκηση, παρόλα δέχθηκε και παίξαμε όλοι μαζί ώρα. Και αυτή ήταν η δεύτερη φορά που ο Buddy τακίμιασε με τον Jimi, αφού είχε προηγηθεί αντίστοιχη φάση στο Monterey Pop Festival… Οπότε με αυτά κι αυτά, γνωρίστηκαν, τα λέγανε, και όταν o Jimi χρειάστηκε αλλαγή και ο Buddy είχε ήδη αποχωρήσει από τους Electric Flag ιδρύοντας τους Buddy Miles Express, ο Jimi τον κάλεσε να παίξουν μαζί δημιουργώντας τους Band Of Gypsies. Άρα μπορούμε να πούμε πως η γνωριμία του Buddy με τον Mike οδήγησε στην γνωριμία του με τον Jimi.
 
Πράγματι. Και μιας που αναφέρθηκες  σε αυτό, πώς ένιωσες ως μέρος του μνημειώδους Monterey Pop Festival όντας για πρώτη φορά αντιμέτωπος με τόσο μεγάλο κοινό; Τις μνήμες σου από κείνο το show θέλω.
Δεν ήταν η πρώτη μου φορά που έπαιζα σε τόσο μεγάλο κοινό...

Αλήθεια; Θέλω να μάθω πότε λοιπόν...
Την περίοδο που ως μέλος των Quicksilver Messenger Service βρέθηκα στο μάτι του κυκλώνα του κινήματος των Hippies, παίξαμε αρκετές φορές σε τεράστια κοινά όπως π.χ. στο open air στο Golden Gate Park. Όμως για να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να σου θυμίσω πως τότε ακόμη τα πράγματα ήταν πολύ πρωτόγονα από κάθε άποψη στις διοργανώσεις μεγάλων συναυλιών. Τα οπτικοαουστικά συστήματα, οι εγκαταστάσεις, τα πάντα. Ακόμη και το τριφασικό ρεύμα χωρίς προστασία, υπήρξε αρκετές φορές έως και θανατηφόρο για κάποιους από εμάς! Ε, όλα αυτά άλλαξαν μια για πάντα στο Monterey Pop. Το κατευχαριστήθηκα! Επί σκηνής, επανάσταση. Ο Hendrix και οι Who, έβαλαν φωτιά στις κιθάρες τους, έσπαγαν τους ενισχυτές τους, και όλα έδειχναν πιο θα είναι το μέλλον της μουσικής που αγαπήσαμε... Όμως! Αν ρωτήσεις εμένα προσωπικά τι χαράχτηκε πιο βαθιά μέσα μου από κείνο το φεστιβάλ, θα σου έλεγα με ευκολία η εκρηκτική, ανυπέρβλητη παρουσία του Otis Redding! Να μιλήσω εγώ στον Otis Redding; Να του σφίξω το χέρι; Να δω όλο του το show από σκηνής, δίπλα του; Κατά τα άλλα, στα παρασκήνια γινόταν πραγματικό παζάρι μεταξύ των ατζέντηδων και των δισκογραφικών εταιριών. Όλοι κοιτούσαν να υπογράψουν συμβόλαια επιτόπου με όλες τις ανυπόγραφες μπάντες. Ποιος θα δώσει τα περισσότερα, σκέτος πλειστηριασμός, σοβαρά σου μιλώ (γελά).

Σοβαρά; Κάποια άλλη ιστορία που ίσως ελάχιστοι γνωρίσουμε Nick από το Φεστιβάλ που θεωρείται ιστορικά το Πρώτο Μεγάλο;
Η Janis Joplin. Ενώ βγήκε και έπαιξε μια χαρά, ο κόσμος την αποθέωσε, κάποιοι αμέλησαν να κινηματογραφήσουν τη συγκεκριμένη εμφάνιση..! Με αποτέλεσμα, να της ζητηθεί να ξαναπαίξει μια ακόμη ώστε να καταγραφεί.

Έχοντας συγγράψει αμέτρητες επιτυχίες για σένα μα και για άλλους μουσικούς και ερμηνευτές, θέλω να επιλέξεις το πιο αγαπημένο σου blues τραγούδι, κι ας είναι πολύ δύσκολο, το ξέρω...
Πράγματι, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο τραγούδι, κάποιον καλλιτέχνη, κάποια μπάντα... Στο Μεγάλο Χωριό των Blues, όλοι έχουν παίξει το μικρό ή μεγάλο ρόλο του. Από τον B.B.King, έως και τον τύπο με το μπουκάλι το κρασί που ως οπαδός, κάθεται και γουστάρει τα blues! Αλλά αν πρέπει να επιλέξω, θα επιλέξω ένα κομμάτι που δεν έχει καν στίχους, μα ήχους πόνου και ανθρώπινης θλίψης: το "Dark Was The Night - Cold Was The Ground" του Blind Willie Johnson! (σ.σ.: πρόκειται για κομμάτι-πεμπτουσία των blues!) που ηχογραφήθηκε στο Τέξας απλοϊκά στα 1927. Μουρμούρα, slide guitar, τέρμα και τελείωσε. Για μένα αυτό είναι Blues! Να άλλος ένας λόγος που ο Muddy υπήρξε τόσο σημαντικός: ήταν ο συνδετικός κρίκος των πρωτόλειων, αυθεντικών blues του Αμερικάνικου Νότου και τα έφερε στο Βορρά όπως εκείνος τα οραματίστηκε. Και μη ξεχνάμε ότι το Chicago λειτούργησε ως μια τεράστιο Πολυπολιτισμική Μαρμίτα λευκών και εγχρώμων μουσικών ανέκαθεν. Ηγέτες της jazz όπως οι King Oliver & Louis Armstrong συνεργάστηκαν στενά και αντάλλασαν απόψεις με τύπους όπως ο Benny Goodman!

Θεωρώ πως στάθηκε ς πολύ τυχερός που οι Αρκάδιοι γονείς σου επέλεξαν το Chicago και όχι μια άλλη πόλη των Η.Π.Α., τι λες;
Να είναι καλά ο φίλος μου ο Γιάννης ο Αγγελάτος που μου χάρισε δέκα αξέχαστες μέρες διακοπών στην Ελλάδα! Πάνε κάποια χρόνια, οκτώ, που επισκέφθηκα το χωριό μας, το Παλαιοχώρι Αρκαδίας. Είδα τους συγγενείς μας, κοιμήθηκα στο κρεβάτι της μάνας μου, κάναμε εκδρομές, φάγαμε, ήπιαμε, με αγκάλιασαν σα δικό τους άνθρωπο! Πήγα Λεωνίδιο, ήπια νερό από πηγές, ένιωσα Έλληνας. Και αν κάποιοι Παλαιοχωρίτες έγινα εκατομμυριούχοι, μιλάμε για αμύθητες περιουσίες στην Αμερική, οι δικοί μου ήταν προκομμένοι μεροκαματιαρήδες που κατάφεραν να μη μας λείψει τίποτε. Και ναι, το Chicago ήταν φυτώριο την εποχή που βγήκα από το αυγό, οπότε ήμουν τυχερός.

Τέλος, θέλω να μοιραστείς κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία μαζί μας πίσω από τη μουσική επένδυση του "Steelyard Blues".
Α! Αυτό το χρωστώ σε δυο ανθρώπους βασικά. Την Jane Fonda και τον σκηνοθέτη Alan Myerson! Η Jane ηγήτω ήδη της αντιμιλιταριστικής (βλέπε πόλεμος του Vietnam) περιοδείας μουσικών εν ονόματι F.T.A. που ενώ επίσημα αναφερόταν ως Free The Army, στην πραγματικότητα σήμαινε Fuck The Army. Περιοδεύαμε σε στρατόπεδα με Αντιπολεμικό προφίλ και συνθήματα. Εκεί συμμετείχα με τους Big Brother and the Holding Company, τη μπάντα της Janis Joplin. Ο Alan Myerson έκανε εδώ το ντεμπούτο του, όμως όταν ήρθε η στιγμή που επενέβη ο παραγωγός θέλοντας να με αντικαταστήσει από τη συγγραφή του soundtrack βάζοντας έναν δικό του, μου στάθηκε θέτοντας βέτο και με κράτησε εκεί. Έτσι μπόρεσα με τη σειρά μου να φωνάξω πολλούς από τους εκλεκτούς φίλους και συνεργάτες μου: Mike Bloomfield, Jerry Garcia, Maria Muldaur, Merl Saunders (σ.σ.: ουσιαστικά επρόκειτο για μία επιμιξία μελών από τους Electric Flag και τους Paul Butterfield Blues Band). Από κει γνωρίστηκαν ο Jerry και ο Merl και κοίτα που κόλλησαν για τα επόμενα είκοσι χρόνια! Απίστευτα ενδιαφέρουσα και αβίαστη εμπειρία σύναξης μουσικών... Ανέκαθεν λάτρευα τη Μουσική μου αβίαστη, παρορμητική, φρέσκια, αυθόρμητη, έξω από καλούπια, δίχως επαναλήψεις στο στούντιο, δίχως overdubs και ψυχαναγκασμούς… Να γυρνούν τα ζάρια στο τραπέζι. Αν ήθελα τέτοιου είδους δουλειά, θα γινόμουν υπάλληλος!
  • SHARE
  • TWEET