Σχετικός με λασπώδη metal παρακλάδια και ό,τι κάνει θόρυβο στο rock. Προσαρμόζεται εύκολα σε πειραματικά και προοδευτικά περιβάλλοντα. Διακατέχεται από νευρωτικά κίνητρα και κύκνεια πρότυπα. Αγαπάει...

Kidney Black
Urban Decay
Τα μαύρα μας συκώτια, έγιναν έτσι από ή με μουσικές των νάιντις
Είναι παλιές καραβάνες. Τους έχεις ακούσει και τους έχεις συναντήσει σε The Earthbound, Semen Of The Sun και Raindogs, αν κυκλοφορούσες σε τοπικά live τις προηγούμενες δεκαετίες. Αν μετράω καλά, τρεις συνθέσεις του πρώτου τους EP και πρώτης τους κυκλοφορίας βασικά, "Lychnopolis Sessions", ακούγονται και εδώ, με έναν διαφορετικό ήχο και άλλη παραγωγή φυσικά.
Και οι τέσσερις κουβαλάνε εμπειρία λοιπόν, και αυτό βγαίνει σε κάθε μουσικό τους αφήγημα. Σε όλες τους τις ιδέες. Παρουσιάζουν ένα δεμένο rhythm section, η κιθάρα βγάζει βρώμα και θόρυβο χωρίς πολλή παραμόρφωση και οι φωνές ακούγονται σαν κραυγές μέσα από τούνελ. Είναι post-punk, είναι grunge, είναι garage, είναι λίγο απ’ όλα, αλλά κυρίως είναι αληθινό και νοσταλγικό. Είναι υπερβολικά απλό και γι’ αυτό είναι και ευχάριστο. Αν και σκατόψυχο, είναι ευχάριστο άκουσμα.
Στα κομμάτια ξεχωρίζουν το “The Way”, το “The Promise”, αλλά και το “Ghosts Of The Past” που σε τραβούν σε έναν μουντό κόσμο με ξεθωριασμένα τοπία. Στο “What’s Left to Pray” η ένταση γίνεται σχεδόν απτή, ενώ η διασκευή στο “I Ran (So Far Away)” των A Flock of Seagulls μεταμορφώνει το new wave διαμάντι σε ένα μουντό κάτιτις. Προσωπικά γουστάρω υπερβολικά και το “The Nights We Fight”, χωρίς λόγο. Ίσως κάπου με μεταφέρει, κάπου με πηγαίνει. Α, και το “Sonic Sam”, γιατί το βρίσκω περισσότερο σονικγιουθικό της υπέροχης εποχής τους μάλλον! Στο “Don’t Be Afraid” οφείλεις ήδη να εχεις βάλει ενα ποτάκι. Δεν ακουγεται χωρίς. Είσαι μαλάκας αν δεν πιεις βασικά. Ειναι βαρύ και θελει βαρύ ποτό. Ξεκάθαρα.
Γενικά μου θύμισαν σε στιγμές Joy Division, Wire και Sonic Youth βέβαια, ενώ από Ελλάδα θα έλεγα The Last Drive. Όλα καλά! Τι άλλο θες ρε. Η παραγωγή (Lychnopolis Studio, Νίκος Χαλκούσης) κρατάει τη βρωμιά των προηγούμενων δεκαετιών, όμως δεν χάνεται η διαύγεια. Το mastering λένε είναι του Bill Lagos στο Entasis Studio, και θα έλεγα ότι δίνει το απαραίτητο βάρος ή, τέλος πάντων, μια βρετανίλα – ας μου επιτραπεί ο όρος. Το artwork από A.D.Visions κλείνει τον κύκλο, συμπληρώνοντας την αίσθηση ότι μιλάμε για μια ενιαία δουλειά, και σκάει στη μάπα μια άσχημη εικόνα πολυκατοικιών της άθλιας πόλης, με μια πιο φρέσκια, ευτυχώς, αισθητική που το σώζει.
Αν ψάξουμε το grunge στον ήχο τους, στις κιθάρες έχουν κάτι από Mudhoney (μπορεί στο πιο garage μεν). Στις μελωδικές γραμμές και την αίσθηση αποξένωσης φέρνουν πιο πολύ σε ήσυχες στιγμές των Alice in Chains. Τα παραλέω; Άντε να πω ότι η βρωμιά φέρνει αρκετά στις πρώιμες φάσεις των Soundgarden, πριν γίνουν πιο metal μωρέ. Έγιναν ποτέ; Ε, λέμε τώρα… Τέλος, η επιμονή στο ρυθμικό μοτίβο, η σχεδόν επαναληπτική, ασφυκτική, ντε και καλά σπαστική ατμόσφαιρα, έχει κάτι από την “Bleach” εποχή.
Συμφωνώ και εντοπίζω κι εγώ αυτή την παρακμή του αστικού χώρου που ζούμε, και συμπάσχω ακούγοντας τα τραγούδια τους. Είναι ο ήχος της πόλης που καταρρέει και ταυτόχρονα ο ήχος μιας μπάντας που επιμένει να καταγράφει την εποχή της χωρίς φίλτρα. Αν κάτι έμεινε από το grunge και το post-punk όμως, είναι ακριβώς η αλήθεια και η αυθεντικότητα, κι εδώ οι Kidney Black την τιμούν στο έπακρο, χωρίς να κάνουν τίποτα καινούργιο, χωρίς να καινοτομούν, αλλά με διάθεση, όρεξη, επαγγελματισμό και εμπειρία. Επιπλέον, γουστάρω την αντισταση τους στην εμπορευματοποίηση και την στάση τους γενικότερα, οπότε με βρίσκουν φίλο σε πολλά. Βάλε ποτό, ακούμπα την βελόνα και άκου.