Fire! Orchestra

Arrival

Rune Grammofon (2019)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 07/06/2019
Δοξάζοντας τις μουσικές που δεν έχουν πατρίδα και όνομα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Για όσους δεν γνωρίζουν, οι Fire! είναι ένα σκανδιναβικό jazz trio αποτελούμενο από τους Mats Gustafsson (σαξόφωνο), Johan Berthling (μπάσο) και Andreas Werliin (τύμπανα) ενώ οι Fire! Orchestra είναι οι 28μελής (!!) έκδοση της μπάντας. Πρόκειται δηλαδή για μία μπάντα που δισκογραφεί και δημιουργεί σε δύο διαφορετικές εκδοχές. Η έκδοση του trio παίζει μια μοντέρνα jazz που ενσωματώνει στοιχεία από rock έως noise, η δε Orchestra εκδοχή όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, απολαμβάνει τέτοιες ενορχηστρωτικές δυνατότητες που είναι μάταιο να την χωρέσουμε σε κάποια ταμπέλα. Το τέταρτο άλμπουμ της Orchestra βρίσκει το σχήμα να έχει απομείνει «μόνο» με 14 μουσικούς, όμως αυτό όχι μόνο δεν έχει αρνητικές συνέπειες αλλά αντιθέτως λειτουργεί ευεργετικά στον ήχο της μπάντας, έναν ήχο που ακούγεται περισσότερο επικεντρωμένος αλλά και με περισσότερο χώρο από ποτέ.

Αφήνοντας τις συστάσεις και περνώντας στην ουσία, ο μέσος φίλος της κιθαριστικής μουσικής ίσως αναρωτηθεί τί δουλειά έχει εδώ ένας jazz δίσκος. Απαντώ με ερώτηση: για ποια jazz ακριβώς μιλάμε; Οι Fire! Orchestra δεν παίζουν την μουσική που θα κάνει την κυρία με το ταγέρ ή τον κύριο με το πούρο να λικνιστούν σε κάποιο μπαράκι της Ακρόπολης, ενώ απολαμβάνουν τα mojito τους. Όχι, αυτή είναι μια άλλη jazz, αυτή που γεννήθηκε από των ιδρώτα των φτωχών χιλίων και χτίστηκε σε underground υπόγες από μουσικούς που γνωρίζουν τι εστί jazz, τι εστί ψυχεδελικό rock, αυτοσχεδιαστική μουσική και noisecore. Γι αυτούς που γνωρίζουν τους πειραματισμούς του extreme ήχου, η παρουσία του Gustafsson θα πρέπει να είναι από μόνη της αρκετή. Ως λάτρης (και) της σκληρής μουσικής ο ίδιος, τα δάχτυλα και η ανάσα του αποτελούν όργανα εξερεύνησης και πρωτοπορίας. Συχνά θα τον ακούσεις να παίζει με το σαξόφωνο θέματα που μπορούν βασικά να εξομοιωθούν με doom/sludge riff. Το κάνει αυτό εν γνώσει του.

Ο χώρος που απολαμβάνει πλέον η μουσική τους σημαίνει πρακτικά ότι το "Arrival" ακούγεται μελωδικότερο και συνεκτικότερο από τις προηγούμενες - επίσης καταπληκτικές πάντως - δουλειές τους. Η ραχοκοκαλιές των συνθέσεων είναι πιο βατές και ο αυτοσχεδιασμός τους εισβάλλει στην μουσική μόνο ως αφετηρία ή ως κατάληξη, όχι σαν αυτοσκοπός. Πάρε για παράδειγμα το εναρκτήριο "(I Am The) Horizon": ο εισαγωγικός πειραματισμός του βιολιού θα οδηγήσει σταδιακά στο bluesy θέμα του Rhodes piano και χωρίς να καταλάβεις πως βρέθηκες εκεί θα απολαύσεις τελικά μια νωχελική, ατμοσφαιρική ελεγεία. Αντίστοιχη πανσπερμία πλημμυρίζει και το "Weekends", με την free jazz εδώ να γεφυρώνει το σχεδόν χορευτικό πρώτο μέρος του κομματιού με την μεταμόρφωση του σε ένα περίπου δραματικό φινάλε.

Το απρόβλεπτο παιχνίδισμα ανάμεσα στις ερήμους μιας μελαγχολικής, μοντερνοποιημένα εικονοπλαστικής jazz και σε όρη αναπάντεχων κρεσέντο δεν σταματάει ουσιαστικά ποτέ. Το φως και το σκοτάδι εναλλάσσονται επί ίσοις όροις. Το "Silver Trees" θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν σύνοψη του άλμπουμ, όπου το ατμοσφαιρικό θέμα που χτίζει η μπάντα επί εννέα λεπτά θα μετατραπεί σε ένα tribal όργιο και θα σβήσει θριαμβευτικά μέσα στο βασίλειο του καθαρού θορύβου. Καμία πλοκή δεν είναι προβλέψιμη ή προδιαγεγραμμένη. Και πως θα μπορούσε κανείς να προβλέψει την μεγαλοφυΐα ενός "Dressed In Smoke, Blown Away" όπου οι αυτοσχεδιασμοί των εγχόρδων και τα soul φωνητικά απλώς μασκαρεύουν ότι είναι κατά βάση απλώς ένα μονότονο psych doom τζαμάρισμα;

Παρ' όλα αυτά, η μεγαλύτερη ανατροπή στο "Arrival" έγκειται στο ότι η μπάντα διασκευάζει για πρώτη φορά άλλους. Το "At Last I'm Free" των Nile Rodgers/Bernard Edwards κλείνει το δίσκο με έναν αέρα μεγαλείου, είναι όμως το "Blue Crystal Fire" του Robbie Basho που φαντάζει σαν ο απόλυτος θρίαμβος και κορυφαία στιγμή του άλμπουμ. Το να πιάσεις ένα ανυπέρβλητο τραγούδι σαν αυτό και να το μεταπλάσεις σε κάτι εξίσου ανυπέρβλητο αποτελεί μια από αυτές τις στιγμές που γράφονται στην ιστορία.

Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία να επικεντρωθούμε σε μεμονωμένες ερμηνείες (αν και ο Werliin είναι κατά την γνώμη μου από τους κορυφαίους ντράμερ στον κόσμο), δεν γίνεται όμως να μην εκθειάσουμε τις δύο κυρίες πίσω από τα μικρόφωνα. Το ζήτημα δεν είναι ότι οι Mariam Wallentin και Sofia Jernberg έχουν σπουδαίες φωνές αλλά πως τις στήνουν μέσα στην μουσική. Τραγουδούν πάντα ταυτόχρονα εξυπηρετώντας η κάθε μία ένα ρόλο (η σχεδόν jazz ντίβας βαθιά χροιά της Mariam με την αλαφροΐσκιωτη, high pitched παράνοια της Sofia) και οδηγούν τις συνθέσεις με τρόπο αλλόκοτο, έχοντας την δύναμη και το ταλέντο να μεταμορφώνονται από ευαίσθητες ερμηνεύτριες σε αλλοπαρμένες μαινάδες όποτε τους καπνίσει.

Το "Arrival" αποτελεί ένα πηγαίο μουσικό ταξίδι που δεν ζητιανεύει για καμία αναγνώριση. Ελεύθερο από κάθε προσδιορισμό και κάθε υποχρέωση, κυκλοφορεί εκεί έξω αναζητώντας διψασμένους ακροατές και περιπετειώδεις ψυχές για να αδελφοποιηθεί. Κανείς δεν θα στρώσει κόκκινο χαλί αλλά οι Fire! Orchestra κατέφθασαν σε εκείνο το παράξενο μέρος όπου κάποιες χούφτες ανθρώπων δοξάζουν τις μουσικές που δεν έχουν όνομα. Αν διάβασες ως εδώ, ίσως να είσαι κι εσύ σε αυτούς.

  • SHARE
  • TWEET