Οι art rock αναζητήσεις των παιδιών της πόλης του Birmingham

ProgSession #71: City Boy

Από τον Σπύρο Κούκα, 18/08/2022 @ 13:33

 

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν πάμπολλες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 71:

Επιστρέφοντας στην κυρίαρχη λογική της στήλης, εκείνης δηλαδή της υπενθύμισης σπουδαίων καλλιτεχνών και σχημάτων του ευρύτερου προοδευτικού rock χώρου του παρελθόντος, η στροφή προς το Ηνωμένο Βασίλειο και τα όσα σπουδαία εκείνο προσέφερε κατά καιρούς, έμοιαζε επιβεβλημένη. Ο μουσικός πλούτος των Βρετανών δημιουργών είναι αναντίρρητα μοναδικός και σχεδόν ανεξάντλητος, με εντυπωσιακά δισκογραφικά «ευρήματα» να αποκαλύπτονται ακόμη και τυχαία, όσο συνεχίζονται οι σχετικές «ανασκαφές». 

Έτσι, το σχήμα που θα απασχολήσει αυτήν την ενσάρκωση της στήλης προέκυψε μάλλον ακούσια, κατόπιν μιας συζήτησης με μια καλή φίλη σχετικά με - τί άλλο - τις καλοκαιρινές διακοπές και την απουσία τους τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας. Με μια έκφραση που ειπώθηκε («εσύ είσαι παιδί της πόλης, η εξοχή δεν σου ταιριάζει») μεταξύ σοβαρού και αστείου να κολλάει στο μυαλό μου και να παραπέμπει - ποιος ξέρει γιατί - στην ύπαρξη και τα πεπραγμένα των City Boy, το παραγνωρισμένο βρετανικό act των εφτά δίσκων σε λιγότερο από μια δεκαετία ύπαρξης κέρδισε μια απρόσμενη μα απόλυτα δικαιολογημένη - λόγω πορείας και ποιότητας - εδώ παρουσία. 

Η πορεία από τους Back In The Band έως τους City Boy

Η (προ)ιστορία των City Boy ξεκινά στο Birmingham των mid ‘60s, όταν οι - πιτσιρικάδες τότε - Lol Mason και Steve Broughton θα βρίσκονταν ως συμμαθητές σε ένα δημοτικό σχολείο της περιοχής, αναπτύσσοντας με τα χρόνια μια ισχυρή φιλία. Η κοινή αγάπη για τη μουσική δεν άργησε να εκδηλωθεί, με τους δύο πρωταγωνιστές μας να βγάζουν τις μπύρες τους παίζοντας σποραδικά ακουστικά shows σε διάφορες pubs των Midlands, μέχρι τη στιγμή που συνάντησαν τον κιθαρίστα Chris Dunn, ο οποίος αποτέλεσε το τρίτο μέλος που ουσιαστικά μετέτρεψε αυτό το παρεΐστικο ντουέτο σε κανονική μπάντα. Έτσι, με τρεις ακόμη προσθήκες στο lineup τους και αλλάζοντας το όνομα τους από το πρωτόλειο Back In The Band στο πιο άμεσο City Boy, θα εξασφάλιζαν ένα συμβόλαιο με τη Vertigo και θα ξεκινούσαν το ταξίδι τους στα δύσκολα νερά της δισκογραφίας. 

Καθώς το ομότιτλο ντεμπούτο τους θα αποτελούσε ένα all around άκουσμα που θα έφθανε μέχρι τα χωράφια του progressive rock (βλέπε "5000 Years"), η συσχέτιση με acts όπως οι Barclay James Harvest, οι 10cc και οι Supertramp μονάχα άστοχη δεν θα ήταν. Τα πραγματικά σπουδαία, όμως, θα καθυστερούσαν μόλις μερικούς μήνες, με την κυκλοφορία της sophomore δουλειάς τους, του μαγευτικού "Dinner At The Ritz"... 

City Boy - Dinner At The Ritz (Vertigo, 1976)

Καθώς ο δημιουργικός σκόπελος του πρωτάρη είχε αποφευχθεί μάλλον εύκολα, το σχήμα θα βρισκόταν ακόμη πιο εστιασμένο και με περίσσεια έμπνευση, συνθέτοντας ένα υλικό που θα ξεπερνούσε ταμπέλες και ιδιώματα. Με τη θεατρικότητα να ξεχειλίζει, οι City Boy βάσισαν το υλικό τους στο αρμονικό storytelling και στη λειτουργικότητα των συνθέσεων καθεαυτών, αδιαφορώντας για τυχόν μοτίβα και νόρμες και δημιουργώντας από καρδιάς. 

Διαθέτοντας κοινές συνισταμένες με τους κραταιούς Queen, τους επεξηγηματικούς Supertramp και τους Styx, το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας θα γνώριζε θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς της εποχής, με τους τελευταίους να γραπώνονται από τα soft rock χαρακτηριστικά του και να αναφέρουν παραπομπές μέχρι και στους Beatles. Η αλήθεια, βέβαια, βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ αυτού και του γεγονότος ότι το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται - δικαίως - το πλέον prog oriented δημιούργημα της μπάντας. 

Άλλωστε, περισσότερο από κάθε άλλο τους δίσκο, το "Dinner At The Ritz" διαθέτει αυτήν την μαγική ‘70s ατμόσφαιρα, αυτήν την νοσταλγική χαρμολύπη που έκανε πολλά άλμπουμ της εποχής να φαντάζουν ακόμη και σήμερα άφθαρτα στο θυμικό. Η επιλογή για τον πρώτο λόγο στις φωνητικές γραμμές, η στωική χρήση του έντονου distortion στις κιθάρες, η πομπώδης επεξηγηματικότητα και ο σαφώς προοδευτικός - υπό το πρίσμα της υπερπήδησης των όποιων δημιουργικών ορίων (αλλά και της χρήσης οργάνων πέραν των αμιγώς rock περιοχών - βλέπε βιολί) - χαρακτήρας του άλμπουμ είναι υποδειγματικές στοχεύσεις για ένα ιδεατό αποτέλεσμα. 

Δικαίως, το άλμπουμ χαιρετίζεται μέχρι και σήμερα ως μια εξαιρετική στιγμή για το art rock ιδίωμα, ενώ συντέλεσε τα μέγιστα στο να αναγνωριστούν οι City Boy σε ένα ακροατήριο σαφώς μεγαλύτερης εμβέλειας. 

Τί ακολούθησε;

Η πορεία των City Boy υπήρξε βραχύβια, δίχως όμως να της λείψουν οι σημαντικές δισκογραφικές στάσεις. Μέχρι το 1981 θα κυκλοφορούσαν ακόμη πέντε δίσκους, θα πραγματοποιούσαν τη μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία με το  "5.7.0.5." από το "Book Early", θα σκλήραιναν τον ήχο τους με το πολύ δυνατό "The Day The Earth Caught Fire" και θα διαλύονταν αδόξως.

Κατόπιν, ο Lol Mason θα γνώριζε μια εφήμερη επιτυχία με τους Maisonettes, προτού επικεντρωθεί στη σεναριογραφία για τα προς το ζην. Ο Steve Broughton θα εμφανιζόταν πιο δραστήριος σε ό,τι αφορά τη μουσική βιομηχανία, συνεχίζοντας την καριέρα του ως εξωτερικός συνθέτης ονομάτων όπως οι Jefferson Starship, η Cindy Lauper και η Britney Spears, μεταξύ άλλων, καταλήγοντας σε διευθυντική θέση στη Jive Records. Τέλος, ο Mike Slammer θα παρέμενε σε αμιγώς rock χωράφια, συνεργαζόμενος με τον Steve Walsh των Kansas στους Street, θα αποκόμιζε αρκετές session δουλειές, ενώ θα δημιουργούσε και τους Seventh Key, παρέα με τον Bill Greer. 

Παρ' όλα αυτά, και με την ιστορία να έχει ήδη γράψει, οι City Boy πιθανότατα υπήρξαν ένα σχήμα που υποτιμήθηκε ακόμη και από τους ίδιους τους συντελεστές του, όταν τα εμπορικά αποτελέσματα των έργων του ήταν κατώτερα των προσδοκιών. Άκρατα καλλιτεχνικοί, θεατρικοί και πομπώδεις, σίγουρα άξιζαν μιας καλύτερης μοίρας από εκείνη που τους ήταν γραμμένη, αν και τα άλμπουμ τους παραμένουν διαθέσιμα για να μας υπενθυμίζουν μια εποχή που δεν θα επιστρέψει. 

  • SHARE
  • TWEET