Into Battle Festival - Day 2 (Satan, Ironsword, Wrathblade κ.ά.) @ Κύτταρο, 15/12/18

Μια μυθική εμφάνιση και πολλές επί μέρους σπουδαίες στιγμές σφράγισαν επιτυχώς τη δεύτερη ημέρα και χρονιά του φεστιβάλ

Από τον Σπύρο Κούκα, 18/12/2018 @ 16:22

Έπειτα από την απόλυτα επιτυχή διεξαγωγή του περσινού, πρώτου Into Battle Festival, η φετινή του συνέχεια προμηνυόταν εξίσου ενδιαφέρουσα, με πλήθος ποιοτικών συγκροτημάτων του ευρύτερου underground χώρου να απαρτίζουν το διήμερο line-up του. Έτσι, έπειτα από την πρώτη μέρα που μας χάρισε σπουδαίες εμφανίσεις (με κυριότερη εκείνη των αγαπημένων Pagan Altar), το «μενού» της δεύτερης ημέρας έκρυβε μέσα του μερικές ευχάριστες εκπλήξεις, κάποιες σίγουρες συναυλιακές σταθερές, αλλά και μια μυθική εμφάνιση που ευτυχήσαμε να βιώσουμε.

Into Battle Festival - Day 2

Ας ξεκινήσουμε, όμως, από την αρχή και την εμφάνιση των Κυπρίων Hardraw, η οποία και αποτέλεσε την έναρξη της δεύτερης φεστιβαλικής ημέρας, έστω και με μια μικρή καθυστέρηση βάσει του προαναγγελθέντος προγράμματος. Ως άξια τέκνα της Μεγαλονήσου, η οποία μας έχει χαρίσει μπαντάρες όπως οι Arrayan Path, οι Armageddon Rev 16:16, αλλά και οι Solitary Sabred (ο κιθαρίστας των οποίων, Νικόλας Μουτάφης, αποτελεί και μέλος των Hardraw), δεν δυσκολεύτηκαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις των, λιγοστών ακόμη, παρευρισκομένων με το επικών προδιαγραφών heavy/power metal τους.

Με εντυπωσιακές διπλές κιθάρες να χαρίζουν δισολίες κατά το δοκούν, μια καθαρή φωνή δυνατοτήτων να πρωτοστατεί και το σοβαρό rhythm section να σιγοντάρει καίρια, οι Κύπριοι πραγματοποίησαν μια εμφάνιση που φανέρωνε τις σημαντικές προοπτικές τους, καθώς κομμάτια όπως το "Strike' em Down" και το "One With The Wolves" δείχνουν δυνατότητες σοβαρού, ποιοτικότατου για το χώρο songwriting. Ελπίζουμε να έχουμε νέα τους ξανά σύντομα, γιατί όχι και με μια ολοκληρωμένη δισκογραφική προσπάθεια.

Οι Κροάτες LIV (Lesson In Violence) που ακολουθούσαν σε σειρά εμφάνισης, είναι από εκείνες τις μπάντες που, ενώ στην αρχή δεν σου «γεμίζουν το μάτι», εν τέλει σε κερδίζουν με το «χύμα» και ανεπιτήδευτο της παρουσίας τους. Έστω κι αν μουσικά έμοιαζαν παράταιροι με το συνολικό line-up της ημέρας, καθώς το speed/thrash metal τους είχε από λίγα έως καθόλου κοινά σημεία με το ηχητικό ύφος των υπολοίπων σχημάτων, η ορμητική τους διάθεση βοήθησε στο να αποκτήσει παλμό ο - μισοάδειος ακόμη - χώρος, αλλά και στο να καταναλωθούν οι πρώτες μπύρες της βραδιάς ακόμη πιο ευχάριστα.

Έχοντας στις αποσκευές του το, φρέσκο ακόμη (κυκλοφόρησε πέρυσι), ομότιτλο του ντεμπούτο, το κουαρτέτο έδειχνε πρώτιστα πως περνάει καλά με αυτό που κάνει, έχοντας αρκετή άνεση επί σκηνής και αποδίδοντας το υλικό του πειστικά, δίχως ιδιαίτερα προβλήματα. Οι επιρροές τους - ευτυχώς - είναι οι «σωστές» και δεν κρύβονται, με τους Exodus (λόγω και του ονόματος τους), τους Overkill και τους Sacred Reich να διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος, η αφιέρωση του καταληκτικού τραγουδιού του set τους, "Dying Planet's Revenge", στο μεγάλο Mark "The Shark" Shelton ήταν εκείνη με τη μικρότερη μουσική συνάφεια στο έργο του θρυλικού mainman των Manilla Road από όσες συνέβησαν στη βραδιά αλλά και πάλι υπήρξε τίμια, με τους LIV να φαντάζουν ως άξιοι συνεχιστές της κληρονομιάς των Drinking Skull κι Evil Blood στη thrash σκηνή της χώρας τους.

Για τους Amulet, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι από τις μπάντες που ευτύχησαν να έχουν αρκετό κόσμο να παρακολουθεί την εμφάνιση τους, τα πολλά λόγια περιττεύουν. Μιλάμε, άλλωστε, για αγνό, κλασικό metal από τη χώρα που το γέννησε, με τους Λονδρέζους να θεωρούνται μια από τις πιο ελπιδοφόρες μπάντες του νεότερου κύματος του βρετανικού heavy metal (που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σχήματα όπως οι Toledo Steel, οι Seven Sisters, οι Wytch Hazel και οι Monument).

Ξεκινώντας το set τους με το "Shockwave" και για κάτι παραπάνω από τρία τέταρτα, θα μας παρουσίαζαν υλικό τόσο από τις μέχρι τώρα κυκλοφορίες τους (το ντεμπούτο τους "The First" και το "Cut The Crap" demo), όσο και από το επερχόμενο (κυκλοφορεί πιθανότατα την άνοιξη του 2019) δεύτερο άλμπουμ τους, με τις εντυπώσεις και, κατ’ επέκταση, τις αντιδράσεις του κοινού να είναι κάτι παραπάνω από θετικές.

Από τα καινούργια κομμάτια, προσωπικά ξεχώρισα το "The Satanist" και "Burning Hammer”, τα οποία, σε αυτήν τους τη ζωντανή εκτέλεση απέπνεαν τη στόφα ενός κλασικού NWOBHM άσματος, ενώ, συνολικά από την εμφάνιση τους (η οποία υπήρξε μια από τις καλύτερες της ημέρας), εντύπωση προκάλεσαν τα εξαιρετικά φωνητικά του νέου τους τραγουδιστή (του Ιταλού Federico Mazza - επίσης στους speed/power metallers Asgard, τους οποίους όσοι δεν γνωρίζετε, τσεκάρετε χθες κιόλας), όσο και το cult '70s παρουσιαστικό του ενός από τους κιθαρίστες τους, με την φουντωτή κόμη και το χαρακτηριστικό μουστάκι να κλέβουν την παράσταση.

Η αλήθεια είναι πως η σκηνική παρουσία και το εν γένει παρουσιαστικό των Vultures Vengeance, οι οποίοι βρεθηκαν στη σκηνή αμέσως μετά, προκάλεσε αρχικά κάποια, προφανώς χιουμοριστικού/χαβαλεδιάρικου χαρακτήρα σχόλια. Βλέπετε, ως Ιταλοί γαρ, οι Ρωμαίοι heavy metallers ακολουθούν πιστά τις εμφανισιακές διδαχές που ολόκληρη σχεδόν η ιταλική true metal σκηνή αρέσκεται να εφαρμόζει από τα '80s, με μαλλούρες, δερμάτινα και μεταλλικές λεπτομέρειες σε λιγάκι «επιλήψιμα» σημεία (βλέπε μεταλλικό «σπασουάρ»).

Ωστόσο, με το που ξεκίνησε το κουαρτέτο να αποδίδει επί σκηνής το προγραμματισμένο του set, ο χαβαλές και τα γελάκια κόπηκαν και τη θέση τους πήραν η αγνή μεταλλική πόρωση και το ανελέητο headbanging, καθώς το επικών προδιαγραφών speed/heavy της μπάντας δεν θα έπαιρνε αιχμαλώτους. Συγχρόνως με τη στεντόρεια φωνή του frontman/ρυθμικού κιθαρίστα Tony Steele (η οποία ομοίαζε αρκετά με εκείνη του Hansi Kursch των Blind Guardian, αν εκείνος ακολουθούσε τις ερμηνευτικές μανιέρες του Russ Anderson των Forbidden), το υλικό των Ιταλών αιφνιδίασε ευχάριστα όσους δεν είχαν έρθει νωρίτερα σε επαφή μαζί του, με την αχαλίνωτη σπίντα και το πάθος να ξεχειλίζουν.

Επίσης με νέες συνθέσεις στις αποσκευές τους, από την επερχόμενη τους κυκλοφορία, πραγματοποίησαν μια εμφάνιση που τράβηξε αρκετά βλέμματα προς το μέρος τους, με μοναδική «παραφωνία», τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, το λίγο τραβηγμένο, αυτοσχεδιαστικό σόλο του lead κιθαρίστα τους, που έκοψε μάλλον άσκοπα τον - μέχρι τότε καταιγιστικό - ρυθμό τους. Ας είναι, όμως. Λίγο πριν μπούμε στην τελική ευθεία της βραδιάς, οι Vultures Vengeance έδειξαν πως πρέπει να παίζεται το πραγματικό heavy metal, ακόμη και μέσα από τις κλισέ τους πόζες, το αναχρονιστικό τους outfit και την καλώς εννοούμενη cult-ίλα της υπόστασης τους.

Η ώρα είχε φθάσει για τον εγχώριο εκπρόσωπο της βραδιάς, τους Wrathblade και το βαρβάτο, επικό τους ατσάλι. Πραγματικά, η εμφάνιση της αθηναϊκής μπάντας απέδειξε για άλλη μια φορά τα υψηλότατα standards στα οποία κινείται πλέον η εγχώρια σκηνή, κατατροπώνοντας με εμφατικό τρόπο τυχόν «αντιφρονούντες» στα όσα είχαν να μας παρουσιάσουν.

Προσωπικά, οφείλω να ομολογήσω πως δεν ήμουν ιδιαίτερα ένθερμος ακροατής της μπάντας μέχρι και το Σάββατο που μας πέρασε, έχοντας απολαύσει μεν τις δύο μέχρι τώρα δουλειές της, αλλά δίχως να έχω «δεθεί» μαζί τους σε μεγάλο βαθμό. Παρ' όλα αυτά, τα όσα συνέβησαν επί σκηνής, με τη μπάντα να αποδίδει εξαιρετικά το υλικό της, να συγκινεί στην αφιέρωση του "No Dole For The Blest" στους αδικοχαμένους Mark Shelton και Terry Jones και να συναρπάζει στα έπη "Sheer Vengeance Will Out Upon Thee (God of War Pt. II)", "Submersion" και το τρομερό "Dolorous Shock" από το ντεμπούτο "Into The Netherworld’s Realm", τείνουν να μου αλλάξουν γνώμη προς το καλύτερο.

Όπως πολύ εύστοχα σχολιάστηκε σε «πηγαδάκι» μετά την εμφάνισή τους, τέτοιο «αρρενωπό», βάρβαρο riffing ελάχιστες μπάντες του σύγχρονου heavy metal ήχου μπορούν να παρουσιάσουν, το οποίο και αποτελεί μέγα παράσημο για μια μπάντα της συνομοταξίας του επικού, ενώ ακόμη και η «ελληνικότητα» των φωνητικών (κοινώς, η προφορά και ο τρόπος που εκφέρει κάποιες λέξεις εντός των τραγουδιών ο Νίκος Βαρσάμης), θεωρώ πως μπορεί να αξιολογηθεί ως προσόν, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προσδίδει προσωπικότητα στο ήδη ξεχωριστό υλικό της μπάντας.

Οι Ironsword, λοιπόν, καλούνταν να γεμίσουν κάποια μεγάλα παπούτσια, καθώς οι προσδοκίες έπειτα από την τρομερή εμφάνιση των Wrathblade και τη θέση τους στο billing βρίσκονταν σε υψηλά επίπεδα. Οι Πορτογάλοι epic metallers, πάντως, δεν μάσησαν, αποδίδοντας στα γνωστά τους standards τραγούδια από κάθε τους κυκλοφορία, αλλά και το "Heavy Metal Storm", ένα νέο κομμάτι από τον επερχόμενο τους δίσκο.

Ο μονολιθικός τους ήχος ήταν αυτό που χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή, με την επιρροή των Manilla Road ποτέ να μην θέλει να κρυφτεί και τη διασκευή-φόρο τιμής (στον Mark Shelton) στο "The Riddle Master" να κερδίζει δικαίως τη μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού μέχρι εκείνη την ώρα. Κατά τα λοιπά, οι Πορτογάλοι και τις κομματάρες τους έχουν (βλέπε "Cimmeria", "Forging The Sword" και "Road Warriors" μεταξύ άλλων), και έναν frontman με τσαγανό και χαρακτηριστική αγριοφωνάρα έχουν και μάλλον εύκολα κέρδισαν ένα κοινό που τους ξέρει έτσι κι αλλιώς πολύ καλά, δίχως ιδιαίτερο κόπο και με μια ανεπιτήδευτη απλότητα να τους διέπει.

Άλλωστε, εξαιρουμένων των headliners, απήλαυσαν το πιο έντονο κι εκτεταμένο sing-along στα τραγούδια τους, τα οποία έτσι κι αλλιώς έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε συνθήκες ζωντανής απόδοσης: είναι τόσο άμεσα εύληπτα που ακόμη και νότα να μην έχει ακούσει κάποιος από αυτά, με λίγη καλή διάθεση μπορεί να συμμετάσχει ενεργά σε μια συναυλία τους, τραγουδώντας τα. Έτσι, το "Burning Metal" αποτέλεσε τον ιδανικότερο επίλογο της εμφάνισης τους, μιας εμφάνισης καμωμένης από φωτιά κι ατσάλι, που δεν απογοήτευσε σε καμία των περιπτώσεων όσους την παρακολούθησαν.

Ας είμαστε, βέβαια, ειλικρινείς. Τα όσα βιώσαμε στην εμφάνιση των θρυλικών Satan δύσκολα περιγράφονται με λόγια και βρίσκονται σε άλλο επίπεδο, καθώς μονάχα επιφωνήματα θαυμασμού, άναρθρες κραυγές πόρωσης και, τελικά, πολλά σαγόνια πεσμένα στο πάτωμα φαντάζουν ως το πιο αντιπροσωπευτικό οπτικοακουστικό δείγμα των εντυπώσεων μας. Με το πόδι πατημένο στο γκάζι εξ αρχής, το "Trial By Fire" να ξεκινά το ξέφρενο γαϊτανάκι των ύμνων που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο δίχως σταματημό και μια μπάντα γερασμένη μονάχα εμφανισιακά και αναμφίβολα όχι εκτελεστικά/από άποψη απόδοσης, για κάτι λιγότερο από ένα δίωρο οι Σατανάδες μας πήραν και μας σήκωσαν.

Into Battle Festival - Satan

Με μπροστάρη τον εμβληματικό Brian Ross, έναν frontman που αδιαπραγμάτευτα συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους της γενιάς του (έστω κι αν ποτέ δεν απήλαυσε τη δημοτικότητα που αναλογούσε στις δυνατότητες του), να μην χάνει νότα και να μπορεί να συγκριθεί ευθέως και να κατατροπώσει το νεότερο εαυτό του και τις τότε ερμηνείες του, οι Satan πραγματοποίησαν κάτι παραπάνω από μια απίστευτη ζωντανή εμφάνιση. Για την ακρίβεια, παρέδωσαν μαθήματα για το πως πρέπει να παίζεται αυτή η μουσική, αλλά και μαθήματα νοοτροπίας (καθώς ο Ross, πολύ ευγενικά, έκανε ορισμένες συστάσεις σχετικά με την επικινδυνότητα του stage diving, ενώ γέμιζε τα κενά ανάμεσα σε κάθε ύμνο με κάποια πολύ στοχευμένα σχόλια σχετικά με τη θεματολογία αυτών), πάντα με το βρετανικό tact και την αίσθηση του χιούμορ που χαρακτηρίζει πολλούς από τους σπουδαίους Βρετανούς frontmen της εποχής του (βλέπε για παράδειγμα Bruce Dickinson και Biff Byford).

Όσο για τους υπόλοιπους; Πραγματικά, ποιον να πρωτοξεχωρίσεις από αυτήν την αρμάδα κορυφαίων μουσικών˙ τον Sean Taylor που βασάνιζε να τύμπανα του με περίτεχνους ρυθμούς κι ενώ παρέμενε ένας στιβαρός «μετρονόμος», τον υποτιμημένο Graeme English που μονάχα η χαμηλών τόνων παρουσία του σε αποπροσανατολίζει από το πόσο σπουδαίος μπασίστας είναι ή το ασυναγώνιστο κιθαριστικό δίδυμο των Ramsey/Tippins; Προσωπικά, θα σταθώ λίγο παραπάνω στους δύο τελευταίους, καθώς φαντάζει εντυπωσιακό το πως αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλο μουσικά, όντας δύο κιθαρίστες με διαφορετικό υπόβαθρο αλλά και προσέγγιση τόσο εκτελεστικά, όσο και σε επίπεδα σκηνικής παρουσίας.

Into Battle Festival - Satan

Με τον Steve Ramsey πιο στιβαρό και ολιγαρκή, που ωστόσο δεν σταμάτησε να «χτυπιέται» ούτε κατά τη διάρκεια του εκτεταμένου encore της μπάντας, μιάμιση κι επιπλέον ώρα από τη στιγμή που πάτησαν στο σανίδι, και τον Russ Tippins περισσότερο κινητικό και showman, έκαναν κυριολεκτικά κόμπο τις κιθάρες τους (ειδικά ο Tippins με κάθε δυνατό κι αδύνατο τρόπο και παραμένοντας αλάνθαστος) και χάρισαν ανατριχίλες με το τσουβάλι, παρουσιάζοντας συνθέσεις ακόμη και από το "Kiss Of Death" single του 1982 (και το ομότιτλο και το "Heads Will Roll").

Μοιάζει ειρωνικό που μια μπαντάρα σαν τους Satan, η συνολική υπόσταση και θεματολογία των οποίων, από το όνομα τους έως και την τιτλοφόρηση και τη θεματική των δίσκων τους, βασίζεται στην έννοια της αδικίας/μη απόδοσης δικαιοσύνης, έχει αδικηθεί τόσο στη συνολική της πορεία στο χώρο. Προφανώς, είναι ευθύνη και των ιδίων, με την αστάθεια και τις αποφάσεις των '80s να τους κρατούν πίσω σε σχέση με άλλες μπάντες της γενιάς τους, αλλά, τουλάχιστον μουσικά, ελάχιστοι heavy metal δίσκοι μπορούσαν να συγκριθούν ποιοτικά με το μυθικό "Court In The Act", όπως και ελάχιστοι σύγχρονοι δίσκοι του χώρου μπορούν να συγκριθούν με την τριάδα "Life Sentence"/"Atom By Atom"/"Cruel Magic" που κυκλοφόρησαν οι Βρετανοί μέσα στα '10s. Τουλάχιστον, τέτοιες εμφανίσεις σαν και αυτήν που βιώσαμε το βράδυ του Σαββάτου, μοιάζουν να αποτελούν την καλύτερη αναγνώριση και ανταμοιβή, με το ειλικρινές χειροκρότημα και τις διαρκείς επιδοκιμασίες που συνόδευσαν τη μυθική τους εμφάνιση, να δονούν ακόμη το Κύτταρο και να ολοκληρώνουν θριαμβευτικά το δεύτερο Into Battle Festival.

SETLIST

Into The Fire
Trial By Fire
Blades Of Steel
The Doomsday Clock
Twenty Twenty Five
The Devil’s Infantry
Into The Mouth Of Eternity
Break Free
Ophidian
Intro/Siege Mentality
Cruel Magic
Incantations
Legions Hellbound
Testimony

Encore:

No Turning Back
Kiss Of Death
Heads Will Roll
Alone In The Dock

  • SHARE
  • TWEET