Vangough

Between The Madness

Self Released (2013)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 13/12/2013
Το "Between The Madness" είναι ένα ιδανικό album για όσους νοσταλγούν τους Pain Of Salvation των τεσσάρων πρώτων δίσκων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Πραγματικά εκτιμώ πολύ τις μπάντες που σκύβουν το κεφάλι, δουλεύουν και εν τέλει μιλούν περισσότερο μέσω των έργων τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αμερικανοί Vangough, οι οποίοι μας συστήθηκαν το 2009 με το ντεμπούτο άλμπουμ τους "Manikin Pride", το οποίο βρήκε εύκολα το δρόμο του στις Underground Κυκλοφορίες της χρονιάς, παρουσιάζοντας ποιοτικό και εμπνευσμένο progressive metal. Τέσσερα χρόνια αργότερα και με δυο κυκλοφορίες να έχουν μεσολαβήσει, οι Vangough είναι ακόμα μόνοι του, χωρίς δισκογραφική, έχοντας κάνει ελάχιστα βήματα για να βγουν από τον χώρο του underground. Το "Between The Madness", όμως, αποτελεί το πιο αποφασιστικό βήμα για να τους βγάλει μια και καλή...

Στο διάστημα που μεσολάβησε από το πρώτο άλμπουμ τους ως σήμερα πραγματοποίησαν μια άστοχη κίνηση, κυκλοφορώντας ένα άλμπουμ διασκευών σε θέματα από παλιά video games, ενώ το "Kingdom Of Ruin" αποδείχθηκε αρκετά κατώτερο της πρώτης δουλειάς, αναγκάζοντας τους να μείνουν σε ρηχά νερά αναγνωρισιμότητας, πέραν του κύκλου των οπαδών του progressive metal που ψάχνεται συνεχώς. Το άλμπουμ που θα έπρεπε να είχαν βγάλει λοιπόν μετά το "Manikin Pride" έρχεται (έστω και λίγο καθυστερημένα) και διαθέτει την απαραίτητη ποιότητα, ώστε να τοποθετήσει την μπάντα υψηλότερα στις συνειδήσεις των οπαδών του ιδιώματος.

Δεν είναι κρυφό πως το σημείο αναφοράς των Vangough είναι οι Pain Of Salvation και ιδιαίτερα αυτό το συναισθηματικό progressive metal με τις πολλές μελωδίες και τις εύθραυστες ερμηνείες που σχεδόν τελειοποίησαν οι Σουηδοί στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ τους. Εδώ, βέβαια, όσο κι αν οι αναφορές συνεχίζουν να υπάρχουν οι Αμερικάνοι έχουν προσθέσει κι άλλα στοιχεία, καταφέρνοντας να κρατήσουν μια αξιοπρεπή απόσταση κι έναν δικό τους χαρακτήρα, ενώ ένα δεύτερο όνομα που προκύπτει ως παραλληλισμός είναι αυτό των -όλο και εντυπωσιακότερων- Leprous, κυρίως λόγω των «βραχνιασμένων» ερμηνειών του Clay Withrow, που παραπέμπουν στον Einar Solberg.

Επίσης, έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στην ενορχήστρωση με αρκετά βιολιά και ακουστικές κιθάρες είτε να πρωταγωνιστούν (βλέπε ομώνυμο και "Depths Of Blighttown"), είτε να τοποθετούνται ανάμεσα σε πιο βαριά και επιθετικά μέρη (βλέπε εναλλαγές στο instrumental "Thy Flesh Consumed"). Συνθέσεις όπως το "Alone" και το "Infestation" ξεχωρίζουν σχεδόν από την πρώτη ακρόαση, παρόλο που γενικά η μουσική των Vangough είναι όμορφα φορτωμένη, υπό την έννοια ότι χρειάζεται επένδυση σε χρόνο και ακροάσεις για να αντιληφθεί τις πτυχές των τραγουδιών ο ακροατής. Σε αυτά θα μπορούσε νε προστεθεί το διαφορετικό σε προσέγγιση "Useless", ενώ αξιοσημείωτο είναι και το κλείσιμο του "Corporatocracy", το οποίο φέρνει κατευθείαν στον νου το "Scarsick" των Pain Of Salvation.

Το μόνο στοιχείο που εν μέρει με ξένισε είναι ο ήχος στα drums, τα οποία σε σημεία βγαίνουν αρκετά πιο μπροστά από τις κιθάρες (ενδεικτική είναι η εισαγωγή του εναρκτήριου "Afterall"), αλλά επί της ουσίας δεν επηρεάζει την ηχητική ισορροπία του άλμπουμ. Φυσικά, στα prog πρότυπα ο δίσκος ξεπερνάει τα 70 λεπτά και προσφέρει ένα χορταστικό άλμπουμ για τους οπαδούς του παραδοσιακού progressive metal, που καλά θα κάνουν να μην το προσπεράσουν. Γνωρίζοντας δε πως οι Pain Of Salvation δε πρόκειται ποτέ να επιστρέψουν σε αυτόν τον ήχο, οι Vangough αποτελούν ένα ιδανικό υποκατάστατο, αν και ακόμα απέχουν από αντίστοιχα μεγαλεία.

Όπως και να έχει, το "Between The Madness" είναι ένα πραγματικά δουλεμένο κι όμορφο άλμπουμ, που επανατοποθετεί τους Vangough στις μπάντες πάνω στις οποίες μπορούμε να επενδύουμε για το μέλλον του progressive metal.
  • SHARE
  • TWEET