RAM

Rod

Metal Blade (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 03/11/2017
Δεν παύει στιγμή να διχάζει, αποτελώντας ακόμη ένα δυνατό κιθαριστικά αλλά άνισο συνολικά δίσκο για την μπάντα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Φαντάζει σχεδόν δεδομένο όταν μιλάμε για σχήμα που προέρχεται από τη μεγάλη της Σουηδίας σχολή,  ότι κατ’ ελάχιστο θα πληροί τις βασικές προδιαγραφές του ιδιώματος στο οποίο έχει επιλέξει να εκφράζεται. Ιδίως τα (πολλά) τελευταία χρόνια, η εκεί μεταλλική σκηνή βρίθει από νέες αλλά και πιο έμπειρες μπάντες σε σχεδόν κάθε είδος, ενώ και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον κλασσικό heavy metal ήχο, η σκανδιναβική χώρα φαντάζει ως η Μέκκα του (όχι και τόσο νέου πια) New Wave Of Traditional Heavy Metal.

Μιλώντας πιο συγκεκριμένα, οι RAM, οι οποίοι μας απασχολούν εδώ με την νέα τους, πέμπτη κατά σειρά κυκλοφορία, θα πρέπει να θεωρούνται πια βετεράνοι του εν λόγω κύματος, μιας και έχουν σχεδόν 15 χρόνια που ντεμπούταραν με το ελπιδοφόρο "Sudden Impact" EP, έχοντας στις πλάτες τους μια αρκετά σταθερή πορεία στο χώρο μέχρι σήμερα.

Στο "Rod", το - κατά το ήμισυ - πρώτο τους concept άλμπουμ, οι metallers από το Γκέτεμποργκ συνεχίζουν να συνθέτουν έχοντας ως φάρους έμπνευσης την Αγία Τριάδα των Judas Priest, Mercyful Fate και Iron Maiden (με αυτή τη σειρά προτεραιότητας), κοινώς, χωρίς να παρεκκλίνουν ιδιαίτερα από τα όσα μας είχαν παρουσιάσει και στις προηγούμενες τους δουλειές. Έτσι, με δεδομένο το υψηλό εκτελεστικό επίπεδο, οι κιθάρες και τα θέματα που αναπαράγουν, είτε μιλώντας για τα ρυθμικά είτε για τα lead μέρη, είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσες και σίγουρα αποτελούν το μεγαλύτερο ατού του δίσκου, με διαφορά κιόλας.

Εκεί που τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται, είναι στη συζήτηση αναφορικά με το songwriting και τον τρόπο που επιλέγουν οι RAM να κινηθούν σε ορισμένους τομείς της μουσικής τους. Ουσιαστικά, λοιπόν, το “Rod” είναι από εκείνους τους δίσκους που ο (αρκετές φορές πολιτικά ορθό συνώνυμο της «χρυσής μετριότητας») χαρακτηρισμός ως άνισος τους περιγράφει πληρέστατα και περιεκτικά, μιας και αυτή η αίσθηση της αντίφασης τον διέπει σε ολοκληρωτικό βαθμό.

Έτσι, στο πρώτο, μη concept-ικό, μισό του άλμπουμ, το μοναδικό κομμάτι που μπορεί ολόκληρο να διασωθεί από δυσμενείς χαρακτηρισμούς είναι το (ίσως κορυφαίο του δίσκου) “On Wings Of No Return”, το οποίο χρησιμοποιεί γνωστές, παραδοσιακές μανιέρες του κλασσικού heavy metal (όπως οι Maiden-ικές δισολίες που ορίζουν την έναρξη και τη λήξη του solo μέρους του) προς όφελος του. Στα υπόλοιπα τρία τραγούδια, οι προβληματικές είναι έντονες, αφού λίγο οι τραβηγμένες διάρκειες κατά τα άλλα καλών ιδεών (βλέπε "Gulag"), λίγο οι τουλάχιστον αμφισβητήσιμες φωνητικές επιλογές που συνοδεύουν το μουσικό μέρος (βλέπε το εναρκτήριο "Declaration Of Independence") και αρκετά οι έτσι κι αλλιώς μέτριες συνθέσεις (βλέπε "A Throne At Midnight") δεν βοηθούν ιδιαίτερα στο σχηματισμό θετικών εντυπώσεων.

Ωστόσο, στη συνέχεια και στο “Ramrod The Destroyer” concept μισό, τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Αφήνοντας κατά μέρος τα τρία ατμοσφαιρικά μέρη ("Anno Infinitus", "Voices Of Death" και "Ashes"), τα οποία έχουν περισσότερο συμπληρωματικό χαρακτήρα στην πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση της ιστορίας, τα υπόλοιπα τρία τραγούδια παρουσιάζουν το καθένα κι από ένα διαφορετικό πρόσωπο της μπάντας. To “Ignitor”, πρώτο σε σειρά, μουσικά ακολουθεί την NWOTHM λογική της αναβίωσης των NWOBHM πρακτικών, αλλά ξεχωρίζει λόγω της πολύ σωστής ερμηνείας του Oscar Carlquist και της σκοτεινής του ατμόσφαιρας.

Το "The Cease To Be" φαντάζει μπαλαντοειδές, στις προδιαγραφές που όρισε το "Remember Tomorrow", και φανερώνει συνθετική ευελιξία, ενώ το "Incinerating Storm" είναι τόσο Priest-ικό, σε ρυθμούς και ερμηνείες, που θα μπορούσε υποθετικά να αποτελεί κάποιο ξεχασμένο κομμάτι από τα sessions της περιόδου ανάμεσα στα "Painkiller" και "Jugulator". Πάντως, και στα τρία αυτά κομμάτια, είναι εντυπωσιακό πως ο Carlquist παραδίδει αναπάντεχα ανταγωνιστικές και πολυδιάστατες ερμηνείες, σε σημείο που αναρωτιέται κανείς αν είναι ο ίδιος τραγουδιστής που στο πρώτο μισό του δίσκου σχεδόν δοκιμάζει τις αντοχές μας με την μονοδιάστατη και κουραστική του φωνητική προσέγγιση ή κάποιος σαφώς πιο ταλαντούχος φωνητικός του κλώνος.

Όπως και να’ χει, το “Rod” δεν παύει στιγμή να διχάζει, κάτι που λίγο-πολύ συνέβαινε και με τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες της μπάντας. Σκεφτόμενος πως οι RAM ξεκίνησαν ως ένα από τα πολλά ταλαντούχα σχήματα που συμμετείχαν ενεργά στην αναβίωση του traditional metal ήχου, αλλά μετά την αναβάθμιση των δισκογραφικών τυχών τους (άρα και με περισσότερες απαιτήσεις σε ό,τι αναφορά τη μουσική τους) απέδωσαν τουλάχιστον αμφιλεγόμενους «καρπούς», αναρωτιέμαι αν τελικά αυτό είναι το επίπεδο που μπορούν να φτάσουν. Κοινώς, να αποτελούν ακόμη μια τίμια μπάντα του είδους, με τις αρκετές μεν συνθετικές τους «αναλαμπές» να μην είναι ικανές να τους καθιερώσουν στην elite, αλλά να δίνουν λόγους ύπαρξης (και ακροάσεων) στις όποιες δισκογραφικές τους προσπάθειες.

  • SHARE
  • TWEET