Purest Of Pain

Solipsis

Self Released (2018)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 23/04/2018
Εκμοντερνισμένο Σουηδικό melo-death εξ Ολλανδίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι ημέρες που το μελωδικό death, όπως αυτό καθιερώθηκε από τη μεγάλη του Gothenburg σχολή, βρισκόταν στις δόξες του, ανήκουν στο παρελθόν. Δεν είναι ότι τα μεγάλα ονόματα χάθηκαν ή ότι έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν δίσκοι που θα κρατήσουν το ενδιαφέρον όσων αγαπούν το ύφος. Όπως και να το κάνουμε, όμως, σε σύγκριση με μερικά (αρκετά) χρόνια πίσω, τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα στον χώρο βρίσκονται σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα. Έλλειψη πειραματισμού, υπερβολική προσήλωση στα «πρέπει» του στυλ, απουσία καλλιτεχνών που θα απευθυνθούν σε ευρύτερο κοινό, η λίστα με τις πιθανές αιτίες είναι μεγάλη.

Οι Ολλανδοί Purest Of Pain δεν είναι νέο συγκρότημα με την αυστηρή έννοια του όρου, καθώς μετρούν αρκετά χρόνια παρουσίας στη σκηνή, με συναυλίες εντός των συνόρων της χώρας τους, ένα EP κι ένα single στο βιογραφικό τους. Χρειάστηκε, ωστόσο, μια γεμάτη δεκαετία για να παρουσιάσουν την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά. Ήδη από την πρώτη ακρόαση, αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι ηχητικά η πεντάδα κρατάει πολύ από Σκανδιναβία. Οι κιθάρες έχουν διαρκώς τον πρώτο λόγο, τα φωνητικά δεν μαλακώνουν παρά μόνο όταν γίνονται ψίθυροι, ενώ η ατμόσφαιρα και οι στίχοι έχουν μια γνώριμη σκοτεινιά, θαρρείς βγαλμένη από τα τέλη της δεκαετίας του '90.

Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τις μελωδίες της Merel Bechtold (βλ. Delain), κινητήριας δύναμης του σχήματος, ή με τη χροιά του J. D. Kaye, αλλά το μυαλό μου αρκετές φορές πήγε συνειρμικά στην μετά-"Damage Done" περίοδο των Dark Tranquillity. Πριν βιαστεί κάποιος να τους στείλει στον σωρό με τις melo-death-clones μπάντες, πρέπει να σημειωθεί ότι αφενός εδώ το υλικό είναι πραγματικά δουλεμένο και αφετέρου υπάρχουν αρκετές πιο σύγχρονες (core θα πουν κάποιοι) πινελιές που δίνουν στο σύνολο έναν διαφορετικό αέρα. Έτσι, για κάθε παλιομοδίτικη φόρμα σε κομμάτια όπως το "Vessels" ή το "Tidebreaker", υπάρχουν περάσματα σαν αυτό του "Crown Of Worms" και breaks όπως αυτό του ομώνυμου.

Τα πενήντα λεπτά του "Solipsis" κυλούν χωρίς μεγάλες εκπλήξεις, θετικές ή αρνητικές. Η παραγωγή παίζει με σύγχρονα standards, παραμένοντας αρκετά μπασαρισμένη, και οι εναλλαγές ταχυτήτων στη ροή του δίσκου είναι καλά τοποθετημένες. Αναμενόμενα κάποια riff κολλάνε περισσότερο σε σχέση με κάποια άλλα, ενώ αντίστοιχα υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζουν, με το σερί των "Terra Nil"/"Noctambulist"/"E.M.D.R." να είναι η πιο προφανής επιλογή. Είναι σε κομμάτια όπως αυτά, που επιτυγχάνεται η ιδανική ισορροπία ανάμεσα στις δυο πλευρές του ήχου της μπάντας και φαίνεται ότι έχουμε αρκετά να περιμένουμε από αυτούς στο μέλλον.

  • SHARE
  • TWEET