Periphery

Periphery III: Select Difficulty

Sumerian (2016)
Από τον Νίκο Καταπίδη, 24/08/2016
Ναι ρε φίλε, αυτό είναι prog
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Aν ήταν πριν δυο-τρία χρόνια αυτό το άλμπουμ θα έκανα εισαγωγή για το ποιοί είναι οι Periphery, τι έχουν κάνει δισκογραφικά και συνολικά για την επονομαζόμενη "Djent" σκηνή κλπ. κλπ. αλλά πλέον είναι περιττό. Η σκηνή έχει μεγαλώσει, και οι Periphery κρατούν περήφανα τα ηνία. Αφού, λοιπόν, έβγαλαν τη φιλοδοξία και την (όποια) σοβαρότητά τους στο περσινό(!) διπλό concept άλμπουμ "Juggernaut", επανέρχονται στην κανονικότητα με το "Periphery III: Select Difficulty".

Αυτό που πάντα με προβλημάτιζε στους Periphery, είναι η ισορροπία μεταξύ μελωδικότητας και επιθετικότητας, ειδικά λόγω της φωνής του Spencer που είναι ιδιαίτερη τόσο στην καθαρή όσο και στην screaming εκδοχή της. Με κάθε δίσκο βλέπαμε την εξέλιξη της μπάντας στον τομέα του songwriting, και το αναμενόμενο δέσιμο των μουσικών σε δημιουργικό επίπεδο, αλλά σχεδόν πάντα η πλάστιγγα έγερνε προς μια κατεύθυνση, και μας άφηνε να περιμένουμε το κάτι παραπάνω. Τρίτη και φαρμακερή, λοιπόν, γιατί με το "Select Difficulty" οι Periphery δηλώνουν ότι είναι εδώ για να ηγηθούν του prog στερέωματος και το κάνουν με το καλύτερο άλμπουμ που έχουν βγάλει ως σήμερα.

Όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που έχουν δομήσει τον ήχο της μπάντας βρίσκονται εδώ, από τα τρελά riff στα ηλεκτρονικά περάσματα, από τα πιασάρικα ρεφρέν στα blastbeats, ωστόσο δεν φαίνεται σαν μια ακόμη «ασφαλής» συνθετικά κυκλοφορία. Αντιθέτως, σίγουρα θα διχάσει πολλούς από τους οπαδούς της μπάντας, ειδικά αν την αγάπησαν στα πρώτα (κι ομολογουμένως πιο επιθετικά) βήματά της. Διάχυτη είναι η αίσθηση ελευθερίας στη μουσική κατεύθυνση των κομματιών, σε αντίθεση, ίσως, με το "Juggernaut", που για λόγους συνέπειας του concept προσπαθούσε να βγάλει μια δομημένη σοβαρότητα. Αντιθέτως, οι αντιθέσεις που θα συναντήσει κανείς ακούγοντας το "Select Difficulty" είναι κι αυτές που θα προκαλέσουν έκπληξη αλλά και ενδιαφέρον.

Ξεκινώντας με το βαρύ πυροβολικό, "Τhe Price Is Wrong" και "Motormouth", γίνεται μια ανηλεής επίθεση με ογκωδέστατα riff και τον Spencer να φτύνει τους στίχους σαν να μην υπάρχει αύριο. Συνέχεια με "Marigold" και "Τhe Way The News Goes...", όπου αμφότερα ανοίγονται μουσικά, πατώντας πάνω σε υπέροχα κιθαριστικά θέματα και πιασάρικα ρεφρέν. Αυτού του είδους τα κομμάτια περίμενα πάντα από τους Periphery, κι επιτέλους τα έγραψαν. Το ταλέντο όλων να γράφουν τόσο περίπλοκες κι ενδιαφέρουσες μουσικά συνθέσεις, αλλά την ίδια στιγμή με μια φιλτραρισμένη και καλώς εννοούμενη pop αισθητική είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο.

Η παρέλαση από κομματάρες συνεχίζεται αδιάκοπα, όπως και οι εναλλαγές ταχυτήτων, μουσικών κατευθύνσεων, γεγονός που κάνει δύσκολο να ξεχωρίσεις κομμάτια, όταν όλα στέκονται τόσο καλά μόνα τους αλλά και σαν σύνολο. Αν μπορώ να επιλέξω δυο εξ αυτών, βασιζόμενος στον αριθμό ακροάσεων κοιτώντας το music player μου, αυτά είναι τα "Catch Fire" και "Lune". Γιατί άραγε; Το μεν "Catch Fire" για την απροκάλυπτη εμπορικότητά του, το groovy μπάσο και το "we don’t give a fuck" attitude που βγάζει. Ναι ρε φίλε, αυτό είναι prog, μουσική χωρίς ταμπέλες και χωρίς επιτηδευμένη περιπλοκότητα, πιασάρικο και ταυτόχρονα περίτεχνα δομημένο σαν καλοφτιαγμένο παζλ. Το "Lune" που κλείνει τον δίσκο, είναι σίγουρα το πιο ατμοσφαιρικό κομμάτι που έχουν γράψει οι Periphery, με εξαιρετική ερμηνεία από τον Spencer, ένα soundtrack-ικό ορχηστρικό πέρασμα κάπου στη μέση, και ένα συναισθηματισμό που δεν συνηθίζεται τόσο σε μια σκηνή που ως επί το πλείστον έχει ως μέσο εκφραστικότητάς της την επιθετικότητα και τη βαρύτητα. Για κάποιους μπορεί αυτά τα κομμάτια να θεωρηθούν «φλώρικα» ή στη θέση αυτής της λέξης βάλτε όποιο άλλο κλισέ έχει ακουστεί πολλάκις από τους εκάστοτε θυμωμένους μεταλλάδες. Οι υπόλοιποι, απλά θα αφεθούν στις μελωδίες και θα ταξιδέψουν. Can you feel the love?

  • SHARE
  • TWEET