School Of Rock #8: Seventh Key - "I Will Survive"

Όταν το progressive rock επιτρέπει πολλαπλές, ευφάνταστες μελωδικές γραμμές στους ερμηνευτές του, γεννά εναλλακτικά διαμάντια σαν και το παρουσιαζόμενο

Από τον Χρήστο Κισατζεκιάν, 25/10/2013 @ 11:01
Seventh Key - I Will SurviveSeventh Key
"I Will Survive"
(2013)

Line-up:
Billy Greer (φωνητικά, μπάσο), Mike Slamer (κιθάρες), Chet Wynd (τύμπανα), David Manion (πλήκτρα), με επίτιμους καλεσμένους τους David Ragsdale (βιολί), Terry Brock, Billy Trudel, Bobby Caps & Barry Johnson (φωνητικά)


«...Άρα εδώ θα κοιτάξω να σας προτείνω κάθε βδομάδα ένα ξεχωριστό μουσικό έργο της εποποιίας της Rock, ορίζοντας ως απαρχή την «ηλεκτροδότηση» του αγαπημένου μας ιδιώματος που επιχείρησε μαζικά πρώτος ο Muddy Waters στα '40s και ουχί το "You Really Got Me" των Kinks που θεωρείται δικαίως το πρώτο σκληρό riff, φτάνοντας έως τις ξεχωριστές κυκλοφορίες του... αύριο. Ναι, του αύριο, αφού ως μουσικοί συντάκτες, κατέχουμε το προνόμιο της πρώιμης παραλαβής τους από τις δισκογραφικές εταιρίες...».

Ξεκινώ συνειδητά με το παραπάνω χωρίο από τη Συστατική μου Επιστολή (βλέπε S.O.R # 1-4) ώστε να τονίσω την ανάγκη μου, ανέκαθεν, να υποστηρίζω τα όσα λέω και γράφω. Ιδού λοιπόν. Μια ολόφρεσκη δισκογραφική κυκλοφορία, «αυριανή», αφού θα καταφθάσει στα δισκάδικα της χώρας μας αργότερα από τούτη την παρουσίαση. Και δεν πρόκειται απλά για ένα αυτοσκοπό φυσικά. Παρότι ανήκω κι εγώ σε όσους υποστηρίζουν ότι το πραγματικό απόβαρο κάθε έργου κρίνεται από το Χρόνο, τον αδίστακτο Κριτή όλων, παραμένω ορθάνοικτος σε ακούσματα που σε πιάνουν εξαρχής απ' το γιακά και σε κουνάνε πέρα-δώθε, κερδίζοντας σε μονομιάς. Ε, αυτό ακριβώς συνέβη με το "I Will Survive"!

Όντας αμετανόητος οπαδός της Προοδευτικής Έκφανσης της Rock, γνωρίζω πολύ καλά ότι ένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά του εν λόγω ιδιώματος ήταν, είναι και από ό,τι φαίνεται θα παραμείνει για την πλειοψηφία των εκπροσώπων της το «λίγα λόγια, πολλή Μουσική». Όπως επίσης και οι τεραστίων διαστάσεων, αντιεμπορικές, αντι-ραδιοφιλικές συνθέσεις. Όμως ακόμη και όταν συνυπάρχει libretto (στίχοι), άρα και ερμηνεία, σπανιότατα ενδιέφερε και ενδιαφέρει το ποιος, πώς και γιατί ερμηνεύει τα ψυχεδελικά ποιήματα της εποποιίας... Όχι πως δεν υπάρχουν και τρανταχτές εξαιρέσεις (βλέπε, η μάλλον άκου Kansas, King Crismon, Queen, Pink Floyd), όμως επιβεβαιώνουν απλά τον κανόνα. Κατέχοντας συγχρόνως δισκογραφίες σχημάτων όπως οι Eloy, Camel, Frank Zappa, East Of Eden, Egg κ.ά., αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως όχι μόνο δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με όλα αυτά, μα επιπλέον τα λατρεύω! Το γεγονός αυτό όμως δεν με εμποδίζει από το να αναρωτιέμαι εντόνως (μαζί με κάποιους ακόμη εκλεκτούς μου φίλους και συνοδοιπόρους) γιατί κάποιοι από το συνάφι μας «στραβώνουν» κι από πάνω όταν ακούσουν μια αριστοτεχνική, ψυχωμένη μελωδική ερμηνεία ή πολλαπλά φωνητικά γιατί όπως λεν, τους χαλά το vintage attitude που αναζητούν. Αν είναι δυνατόν. Δηλαδή π.χ. οι Kansas απορρίπτονται; Ας γελάσω!

Απευθυνόμενος λοιπόν (όπως το συνηθίζω άλλωστε) στους ανοιχτόμυαλους εραστές της Καλής Μουσικής από όπου αυτή κι αν προέρχεται, δηλώνω πως το φετινό κύημα των Greer/Slammer αγαπιέται από την ακρόαση νούμερο ένα. Δεν είναι καν growing album, αφού οι συνθέσεις είναι ευκολομνημόνευτες, καρφώνονται αμέσως στο μυαλό σου και τα hooks, κιθαριστικά και φωνητικά, τραγουδιούνται. Μιλάμε δηλαδή για την πεμπτουσία της Τραγουδοποιίας.

Το συνθετικό δίδυμο αποδίδει τα μέγιστα και τα έντεκα τραγούδια δεν σε αφήνουν στιγμή ξεκρέμαστο. Με λόγια απλά, σταράτα, εγώ filler δεν βρήκα εδώ μέσα, γεγονός που σπανίζει αφάνταστα! Κομμάτια όπως το ομώνυμο που ανοίγει την αυλαία εντυπωσιακά, το "I See You There" με refrain αξέχαστο, η πανέμορφη μπαλάντα "Sea Of Dreams" και το καταιγιστικό mid tempo killer "Down" απλά χορταίνουν κάθε πεινασμένο. Και για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, το μουσικό στίγμα του δίσκου μπορώ να παρομοιάσω με αγαπημένα μας albums όπως τα "Vinyl Confessions" (Kansas), "The Grand Illusion" (Styx), "Boston" (Boston). Για τους πρώτους είναι αναμενόμενο άλλωστε, αφού όπως γνωρίζετε στην πλειοψηφία σας, ο Billy από το "Power" (1985) και δώθε είναι μπασίστας τους.

Θέλω να κλείσω υπερτονίζοντας τον εγκληματικά υποτιμημένο Mike Slamer. Μου είναι αδύνατο να χωνέψω εδώ και δεκαετίες την «τύφλα» των ανά την Υφήλιο συναδέλφων κιθαριστών μα και απλών μα ενημερωμένων ακροατών... Προκαλώ δημοσίως κάθε έναν από αυτούς, εσάς, να ασχοληθείτε με το φαινόμενο Slamer. Διότι για φαινόμενο πρόκειται. Όποιος έχει πιάσει έγχορδο όργανο στα χέρια του μπορεί να αντιληφθεί το πόσα έτη φωτός μπροστά ήταν και παραμένει ο άνθρωπας α) στο δεξί και αριστερό χέρι από τεχνικής άποψης, β) στην τεχνολογία του ήχου όσον αφορά τις επιλογές του ώστε να έχει αυτόν τον μοναδικό τόνο/ηχόχρωμα και γ) τις δυσπρόσιτες, δυσνόητες και ευφάνταστες συνθέσεις τους που όμως εν τέλει προσηλυτίζουν και πεθαμένους. Ρε μιλάμε ο τύπος μας ΔΟΥ-ΛΕΥ-ΕΙ! Μιλάμε για εκνευριστικότατη ακρίβεια Ελβετικού ρολογιού σε κάθε του επιλογή, riff ή αυτοσχεδιασμό. Και αυτό, σε θέματα-σπαζοκεφαλιές και solos που απλά, ναι ρε, δοκίμασε να τα παίξεις! Και ΑΝ τυχόν τα καταφέρεις μετά από μήνες εγκλεισμού (απευθύνομαι στους καταξιωμένους επαγγελματίες μόνον, οι άλλοι μη δοκιμάσετε καν), ε, σκέψου πως αυτός τα εμπνεύστηκε κιόλας! Προσωπικά, τον τοποθετώ δίπλα στον (για με) σημαντικότερο εν ζωή ηλεκτρικό κιθαρίστα: τον Eddie Van Hallen. Κατέχουν εξίσου φανερή ευκολία να παίζουν τις «κάλτσες» τους χαμογελώντας (τα νεύρα μου!), εξίσου τρομακτικό όγκο και know how στον ήχο τους είτε επί σκηνής, είτε εντός των τειχών, εξίσου αποσβολωτική, μικρομετρική ακρίβεια δεκάτων δευτερολέπτου στους αξιομνημόνευτους αυτοσχεδιασμούς τους και, το σημαντικότερο, ΝΟΗΜΑ! Το έχω γράψει ξανά στο παρελθόν για τον Eddie, το ξαναγράφω κι εδώ για τον Mike: «τα solos του θυμίζουν κάποιον που τον σπρώχνεις απότομα από την κορυφή μιας σκάλας, κουτρουβαλά, σκοτώνεται, και όμως στο τέλος της διαδρομής στέκεται στα πόδια του κανονικά, όρθιος και χαμογελαστός»... Και θα προσθέσω: «το πιο εκνευριστικό της υπόθεσης δε, είναι πως αν τον ξανασπρώξεις στην ίδια σκάλα (βλέπε στο ίδιο τραγούδι), θα ακολουθήσει ακριβώς την ίδια χαοτική, μα συγχρόνως ακριβέστατη διαδρομή»!

Σας προκαλώ όσο ποτέ στο παρελθόν. Ακούστε τον εδώ. Ακούστε το προσωπικό του album "Nowhere Land" (2006). Τα δυο πρώτα κυήματα των Seventh Key. Τα δυο σπάνια albums των Αμερικανών Steelhouse Lane ["Metallic Blue" (1998) και "Slaves Of New World" (1999), να 'σαι πάντα καλά Γιώργη μου!], τη συνδρομή του στα προσωπικά έργα του τραγουδιστή των Manfred Mann's Earth Band (στη δεύτερη, εμπορικότερη περίοδο τους) Chris Thompson και φτάστε ως τις μέρες των πρωτοπόρων, συνοδοιπόρων τολμώ να πω των Queen, των City Boy.

Θα περιμένω τις απόψεις σας από εδώ. Θα χαρώ ιδιαίτερα να συμβάλω όσο το δυνατόν περισσότερο στην αποκατάσταση της Αξιοκρατίας, για αυτό και μόνο.  



 
Mike SlamerΌταν το 2004 οι Seventh Key κυκλοφορούσαν το "The Raging Fire", είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω τηλεφωνικά με τον ηγέτη τους, Greer. Κρυφός πόθος μου μετά από όλα τα παραπάνω όπως αντιλαμβάνεστε όμως εμένα ήταν να κουβεντιάσω με τον Slamer. Τι έκανα λοιπόν; Ό,τι κάνω πάντα. Υπήρξα ευθυτενής. Στο τέλος της συνέντευξης μου με τον Billy λοιπόν, του ζήτησα να τον ρωτήσει αν θα επιθυμούσε να μου μιλήσει και κείνος, παρότι σπανιότατα δίνει συνεντεύξεις. Δέχθηκε!

Ιδού λοιπόν μια ιστορία που μου εμπιστεύτηκε για τους αγαπημένους μου Warrant ανάμεσα σε άλλα πολλά κι ας μου απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό τους Αμερικανούς hard rockers, το ομολογώ, αφού παραμένει σημαντικότατη. Ένας από τους κύριους λόγους που με κέρδισαν από το ντεμπούτο τους κιόλας ("Dirty Rotten Filthy Stinking Rich"), ήταν τα ευφάνταστα, αξιομνημόνευτα solos του κιθαριστικού τους διδύμου. Όταν λέω αξιομνημόνευτα, εννοώ εκείνα που αναπαράγονται επακριβώς επί σκηνής γιατί αποτελούνται από «φράσεις», έχουν δομή, και έτσι τα αποζητάς ολόιδια. Ένα γλαφυρότατο παράδειγμα αποτελεί το ιστορικό solo των Joe Walsh/Don Felder στον αθάνατο ύμνο "Hotel California"! Αντίστοιχα λοιπόν, το solo που βρίθει στα μέσα του "Uncle Tom's Cabin" από το δεύτερο, διπλά πλατινένιο album των Warrant "Cherry Pie" ανέκαθεν με σκίζει στα δυο.

Ε, είναι του Mike! Yep. Όπως και όλα τα υπόλοιπα στις δυο πρώτες τους κυκλοφορίες... «Οι υπεύθυνοι της δισκογραφικής Columbia επέμειναν σθεναρά και τελικά έπεισαν τη μπάντα τότε να μου αναθέσει το ρόλο αυτό» μου εκμυστηρεύτηκε ένα τέταρτο του αιώνα μετά την κυκλοφορία τους. «Η αμοιβή μου δε, ήταν πολλαπλάσια μιας κανονικής μου χρέωσης, αφού, ως είθισται, όταν από επώνυμους, περιζήτητους session μουσικούς πέρα από τις υπηρεσίες τους, ζητείται απόλυτη εχεμύθεια και να μην αναφερθεί πουθενά η συμμετοχή τους (no fuckin' credits), το αντίτιμο είναι διόλου ευκαταφρόνητο» προσέθεσε. «Περιττό να σου πω ότι οι φορές που έχω κληθεί να παίξω incognito σε άλλα μεγάλα σχήματα είναι αμέτρητες, απλά συγχώρεσε με, δεν μπορώ να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες...».

Μα το Θεό, αμέσως μετά την μισάωρη συνέντευξη μου με τον Θεό, άκουσα εκ νέου όλο το "Cherry Pie" και ναι, αντιλήφθηκα την μοναδική του μικρομετρική ακρίβεια! Καλό;

Warrant


 
Iggy Pop
Rock of Gods Festival, Αθήνα
14/07/1996
Όσοι το ζήσαμε, γνωρίζουμε πως ουσιαστικά, ως το πρώτο μεγάλο Φεστιβάλ «σκληρής» μουσικής ορίζεται το "Rock Of Gods" που έλαβε μέρος στην Αποβάθρα 3 στο λιμάνι του Πειραιά το τριήμερο 12,13 & 14 Ιουλίου του 1996 και ήταν προάγγελος του "Rock Wave Festival". Ήταν μια ιστορική συνεργασία δυο μεγάλων εταιριών διοργάνωσης συναυλιών, της Άνωσης και της Didi Music/Big Star Promotion, που πάντρεψε μοναδικά γραφεία μετάκλησης, ιδιώματα και κυρίως, ακροατές από μια μεγάλη γκάμα ακουσμάτων. Από τους Violent Femmes και τον Moby έως τους Slayer, ζήσαμε έντονες βραδιές που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη...

Σε τούτη τη νέα μηνιαία στήλη που θα συνοδεύει το εβδομαδιαίο "School Of Rock" επέλεξα λοιπόν ως πρώτη παρουσιαζόμενη στιγμή από το φωτογραφικό μου αρχείο τον πολυαγαπημένο μας Iggy Pop. Πρόκειται για ένα αρχείο που πάει πίσω στα 1989, ξεπερνώντας τα έξι χιλιάδες ονόματα και φτάνει έως και... αύριο, αφού θα ανανεώνεται διαρκώς με κάθε νέα κάλυψη συναυλίας στη χώρα μας και στο εξωτερικό.

Αν διάλεξα τον ιλιγγιώδη Iggy, είναι επειδή η σειρά των τεσσάρων επιλεγμένων καρέ που δημοσιεύτηκαν εκείνο τον Σεπτέμβρη στο ιστορικό περιοδικό «Ποπ & Ροκ» είναι ένα από τα «φυλακτά» μου. Συναυλιακό Ρεπορτάζ θα το αποκαλούσα. Τι συνέβη; Ως είθισται, οι φωτογράφοι είχαμε περιθώριο τα τρία πρώτα τραγούδια μέσα από τη μπάρα που χωρίζει κοινό και σκηνή, τα photo pits. Άρα όλα έγιναν μπροστά στα μάτια μας, στα τρία μέτρα. Σε ανύποπτη στιγμή, «ενθουσιώδης» θεατής εκσφενδόνισε γεμάτο πλαστικό μπουκαλάκι νερού, κλειστό, με το καπάκι του. Αποτέλεσμα; Το σκληρό σημείο του καπακιού βρήκε ψηλά στο μέτωπο τον αεικίνητο τραγουδιστή και προφανώς πέτυχε φλέβα, αφού ευθύς αμέσως το αίμα κύλησε ποτάμι, ασταμάτητο, σε σημείο που μετά από ένα-δυο λεπτά της ώρας να φτάσει έως και τον αφαλό του!

Τα καρέ που κατάφερα εγώ και οι συνάδελφοί μου ήταν αρκετά. Όμως τέσσερα από αυτά, στην περίπτωσή μου, αποτύπωναν γλαφυρά όλη τη φάση, από την αρχή έως το τέλος, με κορυφαίο τούτο εδώ (σημ: το τρίτο κατά σειρά) όπου ο Iggy σταματά για μια στιγμή να χτυπιέται, κοιτά ξανά το χέρι του και συνειδητοποιεί για δεύτερη φορά πως δεν πρόκειται για ιδρώτα, μα για αίμα. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη... Άρχισε να κοπανά τα πάντα, καβάλησε πάνω στους ενισχυτές και τους κουνούσε για να τους ρίξει, έκανε κωλοδάκτυλα προς το κοινό, έως και έβγαλε το ένα του παπούτσι(!) και το πέταξε με δύναμη προς τα εκεί από όπου προήρθε το ιπτάμενο μπουκάλι.

  • SHARE
  • TWEET