Janelle Monae

The Electric Lady

Bad Boy / Atlantic (2013)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 04/12/2013
Ο soul (;) δίσκος της χρονιάς. Κάτι ξέρει ο Prince που υποκλίνεται. Songs in the key of Janelle...
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
«Categorize me. I defy every label»

05:11. Τόσο διαρκεί το "Q.U.E.E.N.", το πρώτο single από το "The Electric Lady", το δεύτερο άλμπουμ της Janelle Monáe. Κι όμως, αυτά τα πέντε, ταπεινά λεπτά είναι αρκετά για να περάσει από μπροστά μας η ...μισή ιστορία της μαύρης μουσικής και τελικά να φτάσουμε σε κάτι νέο. Από τον James Brown, στους Parliament και τον Prince κι από εκεί πίσω στο cool του Miles Davis, για να επανέλθουμε στην έκρηξη του rap που έρχεται καβάλα στον απίθανο ήχο του Marvin Gaye από τις αρχές των 70s.

Τι άλλο να ζητήσει κανείς από ένα τραγούδι; Ένα υπέροχο funky riff γεμάτο ελατήρια (εύκολα στα καλύτερα της χρονιάς) συναντά τα εξωγήινα πλήκτρα του P-Funk, την ώρα που ψάχνεσαι να δεις αν πίσω από αυτό το βαρύ μπάσο κρύβεται ο Bootsy. Το ρεφρέν μοιάζει βγαλμένο από το "1999" (1982) του Prince και πριν το χορτάσεις έρχεται ένα διάλειμμα, στο οποίο η Erykah Badu (σαν άλλη Janet) μας εξηγεί γιατί «the booty don't lie». Κι από εκεί, εκτόξευση για ένα μεστό ραπάρισμα με δυνατά κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, τα οποία είναι σοφά τοποθετημένα πάνω στην αντήχηση της soul του Marvin. Πραγματικά εντυπωσιακό track.

Βέβαια, ακριβώς σε αυτό το εντυπωσιακό tour de force εντοπίζεται το πρόβλημα της Janelle. Παραείναι φιλόδοξη και δυσκολεύεται να βάλει χαλινάρια στο πολύπλευρο ταλέντο της. Πολύ καλά κάνει - έτσι πηγαίνει ο κόσμος μπροστά, αν θέλετε τη γνώμη μου, αλλά υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσει. Προκύπτει ένας αόρατος ελιτισμός («let them eat cake», που λέει κι η ίδια παραπέμποντας στην Μαρία Αντουανέτα), ο οποίος δημιουργεί μια απόσταση από το μέσο ακροατή. Έτσι, παρ' ότι -κατά βάση- γράφει άκρως πιασάρικα κομμάτια, θα πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι το ραδιόφωνο θα της κρατά την πλάτη γυρισμένη.

Η αλήθεια είναι ότι κινείται σε γκρίζες ζώνες. Πολύ alternative για τους μαύρους και πολύ «Beyoncé» για τους ροκάδες. Όλα αυτά, βεβαίως, για εκείνους που την προσεγγίζουν επιδερμικά, παραμένοντας προσκολλημένοι σε ταμπέλες που στερούν τόσα πολλά από την απόλαυση που χαρίζει η καλή μουσική, όταν προσεγγίζεται χωρίς παρωπίδες. Γιατί όποιος πραγματικά καθίσει να ακούσει όλα όσα συμβαίνουν στους δίσκους της, είναι αδύνατον να μην υποκλιθεί σε αυτόν το μοναδικό στυλιστικό χαμαιλέοντα.

Ξαναγυρίζω στο "Q.U.E.E.N." για παράδειγμα. Όπως είπαμε, πρόκειται για ένα άψογο track από το οποίο δεν λείπει απολύτως τίποτε. Αλλά γιατί δεν έγινε επιτυχία; Η απάντηση βρίσκεται στα δύο τελευταία από τα πέντε λεπτά της διάρκειάς του. Αυτά το κάνουν «περίπλοκο» και ελιτίστικο. Με αυτά χάνει το ραδιόφωνο, αλλά με αυτά ακριβώς είναι που κερδίζει το «ψαγμένο» indie (και όχι μόνο) κοινό, το οποίο την έχει αγκαλιάσει περισσότερο από το σύνηθες ακροατήριο της soul.

Ποιά soul δηλαδή; Η κοπελιά μοιράζει σακούλες για να ξεράσει, όποιος προσπαθεί να την κατατάξει σε κάποιο είδος. Στη Wikipedia έχουν κάνει την καλύτερη δουλειά. Την ώρα που οι «ειδικοί» έχουν μπλέξει τα μπούτια τους, προσπαθώντας να την κατηγοριοποιήσουν, οι συντάκτες της σελίδας που είναι αφιερωμένη σε εκείνη έχουν βρει τη λύση. Στο σημείο όπου αναφέρεται το είδος που παίζει έχουν γράψει ένα αρκούντως ασαφές «psychedelic soul» και ξεμπέρδεψαν μια και καλή με την περιπτωσάρα της.

Όπως και στο απίθανο ντεμπούτο της, έτσι στο "The Electric Lady" θα γίνετε μάρτυρες μιας παρέλασης μουσικών ειδών. Ένα εκρηκτικό μείγμα funk, soul, pop, r&b, rap, rock, reggae, doo-wop, big-band, jazz, κινηματογραφικά / ορχηστρικά, afro-futuristic, chamber pop και φυσικά συνδυασμούς όλων αυτών με έναν κοινό παρονομαστή που λέγεται «καλό γούστο». H Janelle ανακατεύει την τράπουλα με περίτεχνο τρόπο και σερβίρει ένα ολόφρεσκο χαρμάνι που πατάει στο παρελθόν και μας δείχνει το μέλλον. Δεν είναι ελιτισμός λοιπόν, ταλέντο είναι. Η κοπελιά αγαπά την καλή μουσική από όπου κι αν προέρχεται και δίχως ίχνος οίησης κι αλαζονείας τη χρησιμοποιεί κατά το δοκούν, χωρίς να αυτοπεριορίζεται.

Με πολύ καλή παρέα (all star συμμετοχές από Prince, Erykah Badu, Miguel, Solange και Esperanza Spalding) αυτή η προικισμένη κοντούλα μας δίνει την 4η και 5η σουίτα του σπουδαίου concept που βασίζεται στη "Metropolis" (1927) του Fritz Lang, το οποίο ξεκίνησε το 2007 με το "Metropolis: The Chase Suite" και συνεχίστηκε με τη 2η και 3η σουίτα στο "The Archandroid" (2010).

Σε μια εύστοχη μεταφορά της μάχης που δίνουν οι μειονότητες, έχουμε νέα επεισόδια από τον κόσμο των ανδροειδών που ορθώνουν το ανάστημά τους διεκδικώντας ίσα δικαιώματα. Μέσα από τα μάτια της Cindi Mayweather, του Μεσσιανικού ανδροειδούς alter-ego της, η Janelle προτάσσει την αγάπη ως βασική αρχή σε κάθε επικοινωνία και διακηρύσσει τις αξίες της ανοχής, της αποδοχής και της ελευθερίας της άποψης, ανεξαρτήτως ράτσας, σεξουαλικού προσανατολισμού και πολιτισμικού υποβάθρου.

Το άλμπουμ είναι γεμάτο πιασάρικες μελωδίες. Ιδιαίτερα η πρώτη πλευρά του (4η σουίτα) είναι γεμάτη pop διαμαντάκια. Μετά την καθιερωμένη ορχηστρική εισαγωγή που βρίσκουμε εν είδει ουβερτούρας στην αρχή κάθε σουίτας (αυτή που ανοίγει το άλμπουμ είναι εμπνευσμένη από ένα όραμα στο οποίο ο Duke Ellington παίζει χαρτιά με τον Ennio Moricone, σύμφωνα με το βιβλιαράκι του CD), έρχεται το "Givin Em What They Love", όπου συναντάμε τον μεγάλο Prince (ο οποίος, σε κάθε ευκαιρία, υποκλίνεται στο ταλέντο της) σε μια σπάνια συμμετοχή. Έχει πλάκα ο Prince εδώ, καθώς ακούγεται σαν τον Beck του "Midnight Vultures" (1999), δηλαδή σαν τον Beck όταν προσπαθούσε να ακούγεται σαν τον Prince. Μεσολαβεί το απίθανο "Q.U.E.E.N.", που, όπως είπαμε, μοιάζει με ταξίδι στο χρόνο και το ομότιτλό κομμάτι, το οποίο, μοιάζει βγαλμένο από τα 80s, σαν μια «διασταύρωση» της Chaka Khan με τον Stevie Wonder. Εδώ μαζί της βρίσκουμε τη Solange.

Το slow ντουέτο με τον Miguel στο "Primetime" (τρίτο single) είναι μια από τις πιο γοητευτικές, καθαρόαιμες soul στιγμές που έχουμε ακούσει εδώ και χρόνια. Κρυστάλλινος ήχος και σούπερ ερμηνείες. Εδώ δίνεται χώρος στον εξαιρετικό κιθαρίστα Kellindo Parker (ο οποίος παίζει σημαντικότατο ρόλο στην 5η σουίτα) να δείξει την τέχνη του. Στον αντίποδα βρίσκεται το άκρως χορευτικό, «βρώμικο» "Dance Apocalyptic" (δεύτερο single). Απίθανα ευδιάθετο, σε κάνει να κολλάς, θυμίζοντας (ακόμη και στο πολύ καλό video clip) το "Hey Ya" των Outkast.

Πήγε στου Letterman και τα γκρέμισε όλα παίζοντάς το παρέα με τη σπουδαία μπάντα που τη συνοδεύει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συμπαθής παρουσιαστής την αποκάλεσε «the hardest working woman in show business» με το που ολοκλήρωσε την εμφάνισή της. Τόσο ο τίτλος που της έδωσε, όσο και τα τρελοχορευτικά που έκανε για ακόμη μια φορά αποτελούν ευθεία παραπομπή στο γίγαντα James Brown. Δείτε την εν λόγω εμφάνιση εδώ.

Προσωπικά, πάντως, εκείνο που αγάπησα περισσότερο στο πρώτο μέρος (4η σουίτα) του άλμπουμ είναι το "We Were Rock & Roll". Λίγο τα «Incredible, unshakable, unbreakable» με τα οποία φουσκώνει τα πανιά μας, λίγο τα καθησυχαστικά «it's alright - it's alright», εύκολα το κατατάσσω ανάμεσα στα πιο feelgood κομμάτια της χρονιάς. Πεντακάθαρος ήχος, απίστευτο ρεφρέν, καταπληκτικά gospel backing vocals και ένας τίτλος που μας θυμίζει (έστω κι αν δεν είναι αυτό για το οποίο μιλάει) ότι κάποιοι ήταν rock & roll πολύ πριν από εκείνους που έβγαλαν λεφτά από αυτό.

Μικρή παραφωνία η ...habanera του "Look Into My Eyes" (εμπνευσμένη από τις Σειρήνες της Οδύσσειας) και το δεύτερο ιντερλούδιο, το οποίο είναι φλύαρο και απλά χαλάει το momentum ανάμεσα σε δύο εξαιρετικά tracks. Η αλήθεια είναι ότι και τα άλλα δύο ραδιοφωνικά skits που βρίσκουμε στο άλμπουμ διακόπτουν την εξαιρετική ροή του, αλλά -αν μη τι άλλο- έχουν χαριτωμένο περιεχόμενο και προσθέτουν κάτι ουσιαστικό στο γενικότερο concept.

Για παράδειγμα, στο πρώτο ("Good Morning Midnight") όταν ένας ακροατής (ανδροειδές με συναισθήματα κι αυτός) τείνει να υιοθετήσει το αδιέξοδο του μίσους και των αντιποίνων για να υπερασπιστεί το διωκόμενο είδος του, ο DJ τον διακόπτει για να δώσει τον τόνο προτάσσοντας τη λογική της μη βίας:

«Woah, woah, woah! That’s that ignorant rusty-dusty, nano-thinking nonsense I’ve been warning you all about. Please stay away from fools like that. Love not war, we are tired of the fires, quiet no riots, we are jamming, dancing and loving. Don't throw no rock, don't break no glass, just shake your ass.»

«Free Your Mind...And Your Ass Will Follow» (1970), δηλαδή, που έλεγαν κι οι Funkadelic...

Η 5η σουίτα είναι η πιο «χαλαρή» που μας έχει δώσει μέχρι σήμερα. Λιγότερο φανταχτερή και «άμεση», αλλά εξόχως λεπτοδουλεμένη και γεμάτη «ψυχή» (όπως και η 3η στο "The Archandroid"). Η εισαγωγή της είναι θαυμάσια και θυμίζει easy listening από τα 60s (εμπνευσμένη από την εικόνα του Stevie Wonder να ακούει Os Mutandes γύρω στα 1973, σύμφωνα με το βιβλιαράκι). Το "It's Code" είναι γλυκό και ανατρέχει στα πρώτα συναισθήματα ζήλειας που ένιωσε η Cindi (ανδροειδές μην ξεχνάμε), αλλά σύντομα «σβήνει», για να παραχωρήσει τη θέση του στο χειμαρρώδες "Ghetto Woman", που είναι αφιερωμένο στη μητέρα της και τις δύσκολες στιγμές που πέρασε για να τη μεγαλώσει. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να βρίσκεται στο "Songs In The Key Of Life" (1976) του Stevie Wonder και η δεύτερη αυτή αναφορά στον τεράστιο Stevie μέσα σε μια παράγραφο αποδεικνύει ότι το "The Electric Lady" επί της ουσίας είναι, τρόπον τινά, ένα Songs In The Key Of Janelle...

Μία σύντομη ανάπαυλα για το "Our Favorite Fugitive", το πιο διασκεδαστικό από τα τρία ιντερλούδια του δίσκου («robot love is queer») και αμέσως μετά το μελωδικότατο "Victory", που θυμίζει το εξαιρετικό "Miseducation Of..." (1998) της (μέχρι πρόσφατα φυλακισμένης) Lauryn Hill. Θριαμβευτικό ρεφρέν:

«Cause to be victorious
You must find glory in the little things»

Στο ίδιο κλίμα, αλλά ακόμη πιο ευφάνταστο το "Can't Live Without Your Love" και μετά τα πράγματα σκοτεινιάζουν για το "Sally Ride", το οποίο δένει τα blues με την chamber pop. Αναφέρεται στην Sally Kristen Ride, την πρώτη αμερικανίδα που ταξίδεψε στο διάστημα, η οποία υπεράσπισε με αξιοπρέπεια το δικαίωμα του ομοφυλοφιλικού σεξουαλικού προσανατολισμού της. Ο κόσμος που αλλάζει αποτυπώνεται στους στίχους «Wake up Mary, you’ve got the right to choose».

Αμέσως μετά, η Janelle (που, επίσης, δεν το έχει δηλώσει επίσημα, αλλά οι ενδείξεις για τις δικές τις προτιμήσεις είναι ισχυρότατες) μας παραθέτει έναν ύμνο στη γυναικεία ομορφιά στo "Dorothy Dandridge Eyes" παρέα με την Esperanza Spalding. Το άλμπουμ κλείνει με το πανέμορφο "What An Experience", υπενθυμίζοντάς μας την τρομερή ακουστική εμπειρία που προηγήθηκε κατά τα 67 λεπτά της χορταστικής διάρκειάς του. Μια τρελλή high-fidelity eightτίλα (νιώθεις ότι θα αναστηθεί ο Luther Vandross), ό,τι πρέπει για να καθαρίσουν τα αυτιά μας. Τόσο ιδιαίτερο μέσα στην απλότητά του, είναι μια ένοχη απόλαυση που συνιστά ένα από τα καλύτερα «κλεισίματα» σε φετινό άλμπουμ.

Την ξέρετε τη λατρεία μου για την Janelle. Το "The Archandroid" το είχα #1 στην προσωπική μου λίστα στις επιλογές των συντακτών του Rocking.gr για το 2010 και φέτος ήρθε να ανανεώσει την εκτίμηση που τρέφω σε αυτό το τόσο σημαντικό πρόσωπο της μουσικής του σήμερα. Καταπληκτική συνθέτρια, φωνάρα, απίθανη ερμηνεύτρια, show-woman και ο κατάλογος με τα χαρίσματά του πολύπλευρου ταλέντου της δεν έχει τέλος...

Πατάει στο παρελθόν, αλλά δεν περιορίζεται στο να το αναπαράγει με στείρα πιστότητα. Πηγαίνει τη μουσική μπροστά, υπερβαίνοντας τα στενά όρια των μουσικών ειδών, την ίδια ώρα που κερνάει εγκεφαλικά στους κολλημένους με τις ταμπέλες, οι οποίοι έχουν ξεχάσει ότι ο μοναδικός διαχωρισμός που έχει σημασία είναι: «καλή / αδιάφορη / κακή μουσική» ανεξαρτήτως είδους. Έχει όραμα και καλό γούστο και μας δίνει σπουδαία μουσική με το τσουβάλι. Το "The Electric Lady" είναι πανέμορφο και συναρπαστικό. Η Janelle αρίστευσε για ακόμη μια φορά. Όποιος την πήρε χαμπάρι, την πήρε...
  • SHARE
  • TWEET