Deep Purple

Machine Head

EMI (1972)
Από τον Κωστή Αγραφιώτη, 23/04/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Είναι πάντα ενδιαφέρουσα η σκέψη του πώς και πόσο μικρά και φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα επηρεάζουν εν τέλει τον ρου των πραγμάτων. Στην περίπτωσή μας, το «φαινόμενο της πεταλούδας» έχει ως εξής: Ο Frank Zappa έτυχε να παίζει στο Casino του Montreux στις 4 Δεκεμβρίου του 1971. Σε ένα μέλος του κοινού έτυχε να φανεί εντελώς φυσιολογικό το να πετάξει ένα πυροτέχνημα μέσα σε κλειστό χώρο. Το πυροτέχνημα αυτό έτυχε να καταλήξει εκεί που δεν έπρεπε και η οροφή του κτιρίου πήρε μονομιάς φωτιά. Αποτέλεσμα; Το Casino κάηκε ολοσχερώς, χωρίς απώλειες ευτυχώς. Βαρετή ιστορία, έτσι; Σίγουρα θα ήταν και θα είχε ήδη ξεχαστεί από όλους, εκτός από τους ιδιοκτήτες του μέρους πιθανώς, αν στην όλη υπόθεση δεν μπλέκονταν εμμέσως οι Deep Purple...

...Οι οποίοι Deep Purple μετά την -εμπορική και μόνο- αποτυχία του κατά τα άλλα θεσπέσιου αν και έντονα πειραματικού "Fireball", είχαν βάλει τα δυνατά τους για έναν δίσκο που θα θύμιζε περισσότερο τη δυναμική του "In Rock". Για λόγους φορολογίας και μιας και έτυχε (πάλι) να έχουν παίξει στο Casino και οι ίδιοι λίγους μήνες πριν, αποκομίζοντας τις καλύτερες εντυπώσεις για την ηχητική του χώρου, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν τον νέο τους δίσκο στο εν λόγω μέρος. Η φωτιά λοιπόν αφενός τους άλλαξε τα σχέδια και τους ανάγκασε να ψάξουν για εναλλακτικούς χώρους όπου θα μπορούσαν να ηχογραφήσουν, αφετέρου τους οδήγησε στο να διηγηθούν την περιπέτειά τους αυτή στους στίχους που θα «στόλιζαν» ένα κιθαριστικό riff, με το οποίο ο Ritchie Blackmore «χαιρόταν» εκείνες τις μέρες. Ο Roger Glover, μπασίστας και συνθέτης, βλέποντας την 4η Δεκεμβρίου του 1971 από το δωμάτιο του ξενοδοχείου του τον καπνό από τη φωτιά του Casino να απλώνεται πάνω από τη λίμνη της περιοχής, σκέφτηκε τη φράση «smoke on the water». Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το "Smoke On The Water" θεωρείται ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τραγούδια στη rock, ενώ το riff του αποτελεί το πρώτο πράγμα που προσπαθεί να παίξει το 90% όσων αγοράζουν για πρώτη φορά ηλεκτρική κιθάρα. Ναι, τόσο απλό είναι, αλλά και τόσο ιδιοφυές!

Τι θα είχε γίνει αν ο Frank Zappa δεν υπήρχε (ή αν δεν είχε παίξει στο Montreux, ή αν εκείνος ο τρελός δεν είχε πετάξει το πυροτέχνημα κ.ο.κ.); Το riff  του "Smoke On The Water" μπορεί να μην είχε καν καταλήξει στο δίσκο, ή και να είχε, θα είχε αποτελέσει μέρος ενός τελείως διαφορετικού τραγουδιού. Κατόπιν, η δισκογραφική των Deep Purple δε θα τους είχε πιέσει να βγάλουν το κομμάτι αυτό ως single, και δεδομένης της όχι και ιδιαίτερα ζεστής ανταπόκρισης του κοινού στο πρώτο single του δίσκου, "Never Before", το "Machine Head" δε θα ήταν αυτό που είναι, εγώ αυτή τη στιγμή δε θα έγραφα αυτό το κείμενο, οι Deep Purple δε θα γέμιζαν αρένες εν έτει 2012 και σίγουρα το rock και το metal θα ήταν αρκετά διαφορετικά από τη μορφή με τα οποία τα γνωρίσαμε!

Είναι όμως το "Machine Head" δίσκος του ενός τραγουδιού και των έξι filler; Μάλλον το ακριβώς αντίθετο: Είναι ένας δίσκος έξι μνημείων και ενός... ψιλοfiller, του "Never Before". Του κομματιού δηλαδή το οποίο οι ίδιοι οι Deep Purple ήταν πεπεισμένοι πως θα γινόταν μεγάλη επιτυχία. Τι ειρωνεία!

Η συμπαντική συνωμοσία δεν περιορίστηκε στη δημιουργία του "Smoke On The Water" όμως. Ένας δημοσιογράφος ρώτησε μέσα στο tour bus κάποια στιγμή τον Blackmore για τη διαδικασία με την οποία το συγκρότημα συνθέτει κομμάτια. Ο Ritchie έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει μία απλή νότα συνεχόμενα. Ο Gillan τον άκουσε, άρχισε να τραγουδάει ό,τι του ερχόταν εκείνη τη στιγμή και... εγένετο "Highway Star": το απόλυτο εναρκτήριο κομμάτι των συναυλιών του συγκροτήματος. Αμέτρητες ψηφοφορίες το έχουν αναδείξει ως το πιο ιδανικό τραγούδι για ακρόαση στο αυτοκίνητο, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό του έγκειται στα solo σε πλήκτρα και κιθάρα που αμφότερα βασίζονται πάνω σε φόρμες κλασσικής μουσικής. Φαντάζομαι το ερώτημα του δημοσιογράφου απαντήθηκε πλήρως.

Το "Maybe I'm A Leo" που ακολουθεί ρίχνει λίγο το ρυθμό, χάρη στην blues αισθητική του και αποτελεί ίσως το πιο αδικημένο κομμάτι του δίσκου. Ποτέ δεν κατάφερε να γίνει κλασικό από μόνο του, όμως βγάζει ένα ρυθμικό feeling που λίγα κομμάτια των Deep Purple στη συνέχεια κατάφεραν να αναπαράγουν.

Το τρίτο κατά σειρά κομμάτι είναι ίσως και το πιο περιπετειώδες του δίσκου. To "Pictures Of Home" ξεκινάει με ένα σύντομο αλλά αρκούντως ψαρωτικό solo στα drums, για να ακολουθήσει ένα θεσπέσιο μελωδικό riff, το οποίο ο Blackmore εμπνεύστηκε από κάποιο παραδοσιακό κομμάτι που άκουσε σε ραδιοφωνικό σταθμό της Βουλγαρίας! Οι στίχοι και το mood του κομματιού εκπέμπουν μία μικρή μελαγχολία, ενώ τα πλήκτρα του Jon Lord προσφέρουν απλόχερα ανατριχίλες!

Το "Never Before" που ακολουθεί ομολογουμένως θα μπορούσε να παραχωρήσει τη θέση του στο b-side του - την μπαλάντα "When A Blind Man Cries" (η οποία σε μεταγενέστερες εκδόσεις του "Machine Head" κλείνει το άλμπουμ), μιας και αποτελεί τον αδύναμο κρίκο του δίσκου, χάρη στο φλύαρο ρεφρέν του και στη γενικότερη αύρα του που δεν ταιριάζει στο κλίμα των υπόλοιπων κομματιών.

To "Lazy", που διαδέχεται το "Smoke On The Water", αποτελεί το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου. Αν και τελείως διαφορετικό και πολύ πιο γρήγορο από το "Maybe I'm A Leo", θα μπορούσε κι αυτό να θεωρηθεί πως ανήκει στα όρια του blues αλλά με μία ελαφριά progressive χροιά. Τα τέσσερα πρώτα λεπτά του τραγουδιού αποτελούν μία instrumental εισαγωγή, με μεγαλοπρεπές intro στο hammond, το σύνθετο riff να ακολουθεί και τον Blackmore να κάνει του κεφαλιού του για δύο λεπτά. Οι σύντομοι στίχοι μπαίνουν στο πέμπτο λεπτό, ο Gillan χρησιμοποιεί τη φυσαρμόνικά του και το κομμάτι καταλήγει σε ένα όργιο άνευ προηγουμένου!

To "Space Truckin'" που κλείνει τον δίσκο αποτελεί την πιο «σκληρή» στιγμή του δίσκου. Βαρύ, οργισμένο και κοφτό riff, γρήγορο tempo, απύθμενη ενέργεια και φωνητικά που στο δεύτερο μέρος του κομματιού φτάνουν σε δυσθεώρητα ύψη.

Μπορεί ποτέ να μην απέκτησε την αίγλη δίσκων των Led Zeppelin ή των Black Sabbath, όμως αναμφίβολα το "Machine Head" μαζί με το "IV" και το "Paranoid", αποτελούν την αγία τριάδα των δίσκων που όρισαν τη hard rock μουσική. Πέραν όμως της αμεσότητας των συνθέσεων, ο δίσκος αποτελεί Βίβλο και για τους απανταχού rock μουσικούς, τόσο λόγω της αξιοζήλευτης αλληλεπίδρασης και του δεσίματος των μουσικών - και δη του Blackmore και του Lord, όσο και χάρη στη μεμονομένη απόδοση των μελών. Δε νοείται rock κιθαρίστας, πληκτράς, drummer και τραγουδιστής που να μην έχει ακούσει το "Machine Head".

Ηθικό δίδαγμα; Οι Deep Purple χρωστούν πολλά στον Frank Zappa!
  • SHARE
  • TWEET