Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...

Vultures Vengeance
Dust Age
Το ημερολόγιο μοιάζει καρφωμένο μεταξύ 1985 και 1989, το προαιώνιο speed/heavy σμίγει με τον επικό ήχο του τότε, σε ένα κολασμένο, καταιγιστικό αποτέλεσμα
Μια πρώτη επαφή με τους Ιταλούς Vultures Vengeance είχαμε πάρει ήδη από το προ εξαετίας ντεμπούτο τους, αλλά και από τις εμφανίσεις τους στα κατά καιρούς Up The Hammers και Into Battle festivals. Ατόφιοι σε αυτό που κάνουν, με μια αυθεντικότητα που τους ξεχωρίζει, το επόμενο τους βήμα αναμενόταν καιρό πίσω, με την πανδημία και τις εσωτερικές τους αλλαγές σε επίπεδο lineup, να τους καθυστερούν.
Φθάνοντας στο σήμερα, το "Dust Age", το δεύτερο κατά σειρά άλμπουμ τους, έρχεται για να τους επαναφέρει στο προσκήνιο για όλους τους σωστούς λόγους, αφού στέκεται ως ένα αγνό, αλάνθαστο και κορυφαίων δυναμικών έργο πραγματικού heavy metal. Το ημερολόγιο μοιάζει καρφωμένο κάπου μεταξύ 1985 και 1989, καθώς το προαιώνιο speed/heavy σμίγει με τον αντρίκιο, επικό ήχο του τότε, παράγοντας ένα κολασμένο αποτέλεσμα.
Ο Tony T. Steele έχει μεγαλώσει ερμηνευτικά με μια εικόνα του Hansi Kursch στο προσκέφαλο του, αφού οι ερμηνείες του φαντάζουν σαν ένας συνεχιζόμενος φόρος τιμής σε εκείνες του Γερμανού βάρδου, αλλά με περισσότερο πάθος, περισσότερη πώρωση, με μια αύρα επικίνδυνη και ισοπεδωτικά θελκτική. Συγχρόνως με τις αυξομειώσεις σε ταχύτητες κατά το δοκούν, τις μελωδίες που ζέχνουν επικότητα και τις ατμόσφαιρες που διψούν για αίμα, το "Dust Age" ξεπροβάλει καθάριο, κατευθείαν από την τιμημένη true metal εποποιία της γείτονας χώρας ανά τω καιρώ.
Brocas Helm, αρχαίοι Helloween και Blind Guardian, Omen και πρώιμοι Running Wild, αυτές είναι μονάχα μερικές από τις κυρίαρχες επιρροές ενός υλικού που δεν παίρνει αιχμαλώτους. Η κιθαριστική δουλειά του δίσκου είναι από μόνη της άξια σχολιασμού, αφού δομείται με σεμιναριακού επιπέδου προοπτικές, σπάζοντας σε πολλές περιπτώσεις τα προσδοκώμενα μοτίβα που «αναμενόταν» να ακολουθήσουν κι έχοντας μια εκτελεστική λογική που προσεγγίζει εκείνη των Lord Weird Slough Feg.
Ατμοσφαιρικά, δε, αυτή η αίσθηση αρχέγονης μάχης, αυτή η εικόνα από τον πρώτο, τον αυθεντικό Conan του 1982, ή αλλιώς η αύρα μπουντρουμιού - όπως αρέσκομαι να αναφέρω σε ανάλογες περιπτώσεις - είναι και το χαρακτηριστικό εκείνο που δίνει πνοή στο άυλο και το καθιστά μαγευτικό στο θυμικό. Αυτά τα καίρια, εναρκτήρια χτυπήματα των τυμπάνων στο ακαταμάχητο "City Of A Thousand Blades", οι καταιγιστικές δισολίες του "Those Who Sold The World", το αργόσυρτο solo break λίγο πριν το τέλος του "The Foul Mighty Temple Of Men", μιλάμε για στιγμές μεγαλείου που συναντάς μονάχα σε μνημειώδεις δίσκους - και το "Dust Ages" είναι ένας τέτοιος μετά βεβαιότητας.
Οι Ιταλοί επέστρεψαν με διαθέσεις να ξεχωρίσουν του σύγχρονου παραδοσιακού heavy ήχου και με το δεύτερο άλμπουμ τους το πετυχαίνουν χωρίς πολλά - πολλά. Ένας δίσκος σαφώς ανώτερος και πιο ραφιναρισμένος από το ντεμπούτο τους, ένα άλμπουμ με προοπτικές και δυνατότητες που το καθιστούν απαιτητικό αλλά και απολύτως θελκτικό, το "Dust Age", σε μερικά χρόνια από σήμερα, δεδομένα θα ανακαλείται ανάμεσα στα true metal διαμάντια που έχουν προέλθει από τη γείτονα Ιταλία.