VLTIMAS

Something Wicked Marches In

Season Of Mist (2019)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 16/04/2019
Το ειδικό βάρος των μελών ευτυχώς δεν επισκιάζει την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι VLTIMAS είναι το καθ’ ορισμό supergroup. Έχοντας αφετηρία την Πορτογαλία (!), παρουσιάζουν ένα εντυπωσιακό line up. Στα drums ο Flo Mounier (Cryptopsy), στις κιθάρες ο Rune Eriksen, γνωστός ως Blasphemer ( Aura Noir, ex - Mayhem) και στα φωνητικά ο David Vincent (ex - Morbid Angel). Ας γίνει μια παύση εδώ. Η σύνθεση των VLTIMAS τραβάει τα βλέμματα και δικαίως. Πριν από ενάμιση χρόνο περίπου, οι Morbid Angel επέστρεψαν με μια ποιοτική κυκλοφορία, χωρίς τον Vincent, προσπαθώντας να ξορκίσουν τον προηγούμενο δίσκο τους με αυτόν. Η επιστροφή του Vincent στα death metal χωράφια, πρώτα με live bands και τώρα με μια τέτοια κυκλοφορία, είναι γεγονός από μόνη της και οι συγκρίσεις αναπόφευκτες με το πρώην συγκρότημά του.

Ο πλήρως υποτιμημένος Eriksen, υπαίτιος για μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες κιθαριστικές δουλειές στο extreme metal, είχε κάποιες ιδέες, επικοινώνησε με τον Mounier, γιατί τι καλύτερο από ένα κτήνος τέτοιου βεληνεκούς πίσω από to drum kit, και μαζί τις μορφοποιήσανε. Ο ήχος, παραδόξως, θυμίζει τους Mayhem του τελευταίου δίσκου (που δεν είχε Blasphemer) αν παίζανε σαν τους Morbid Angel εποχής Covenant. Φυσικά, στο μείγμα περιέχει, πέρα από το μανιακό Aura Noir-riffing υπό το πρίσμα των Behemoth, εναλλαγές στις ταχύτητες και καταιγιστικό, αρκούντως τεχνικό drumming το οποίο όμως ποτέ δεν παίρνει τον πρώτο λόγο. Η σφραγίδα ποιότητας του Blasphemer είναι ανεξίτηλη καθ' όλη την διάρκεια των 38 λεπτών και οι αδυσώπητες δυσαρμονίες και ταχύτατες μελωδίες του είναι αυτές που κλέβουν την παράσταση.

Η έναρξη του δίσκου με το ομότιτλο, επιλέγοντας να μην ανεβάσει ταχύτητες, είναι δυσοίωνη και με μια δόση σκοτεινής mid tempo Morbid Angel επικούρας. Η συνθετική δομή, μέχρι να μπουν τα φωνητικά, φαντάζει σαν σύγχρονους Mayhem, με αποτέλεσμα να περίμενα να εμφανιστεί ο Attila στα φωνητικά. Η ηχητική γνωριμία με τον Vincent στην αρχή μοιάζει άβολη. Η φωνή νιώθεις πως έχει χάσει την τιτάνια δύναμή της. Η στιγμή όμως που ο τίτλος ψιθυρίζεται σε συνδυασμό με την μουσική εναλλαγή, μοιάζει να τα διαγράφει όλα. Ο εκ των κορυφαίων του ιδιώματος επιλέγει μια θεατρική brutal προσέγγιση η οποία πάνω στους άλλους δυο απογειώνεται. Η συνέχεια με το "Praevalidus" ανεβάζει τις ταχύτητες και τον πήχη ταυτόχρονα. Το εν λόγω κομμάτι είναι ίσως το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα του δίσκου. Οι εναλλαγές, η εκφορά των στίχων και η γενικότερη ατμόσφαιρα, συμβάλλουν στην άποψη πως το "Something Wicked Marches In" δεν ήταν απλά συγκόλληση επιμέρους ικανοτήτων.

Το μονολιθικό "Total Destroy" διατηρεί υψηλές τις εντάσεις και η δομή του διαθέτει και black thrash στοιχεία. Η πραγματική κορυφή όμως του δίσκου, είναι το "Monolilith". Σκοτεινή ατμόσφαιρα πίσω από ένα έρπον riff, ενώ τα drums συνδυάζονται τέλεια με τις κιθάρες για ένα πιο επιβλητικό αποτέλεσμα. Το στοιχείο όμως που απογειώνει το τραγούδι, είναι η ερμηνεία του Vincent. Επιβλητική, με καθαρά φωνητικά, κουμπώνει τέλεια πάνω στα πιο black riffs, θυμίζει 90s μεγαλείο. Το πιασάρικο ρεφραίν, κατάλληλο για την περίσταση, δεν είναι παρά το κερασάκι στην ανίερη τούρτα των VLTIMAS. Εκπληκτικό τραγούδι.

Η πορεία του "Something Wicked Marches In" αν και εμφανίζεται να αποκτάει μια μανιέρα με εναλλαγές up tempo με πιο αργά τραγούδια, στην πραγματικότητα δεν κουράζει ποτέ. Μπορεί προς το τέλος η ελαφριά ομοιομορφία να ρίχνει την ποιότητα, δεν παύουν όμως να υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζουν, όπως το "DIabolus Est Sanguis" που εύκολα θα ξεχώριζε σε κάποιο από τα τελευταία Morbid Angel. Η εγγύηση των Blasphemer και Mounier πως μπορούν να αποδώσουν εκπληκτικά σε τέτοιες φόρμες, ωθεί τον Vincent να δώσει βάθος στις ερμηνείες του που στιγμή δεν φαντάζουν flat. Τα mid tempo τραγούδια όμως είναι αυτά που κλέβουν ξανά τις εντυπώσεις, όπως το black metal "Last Ones Alive Win Nothing". Πολεμικό και αργό με τα riff ερπύστριες, χτίζει πάνω σε εξαιρετικές μελωδίες, ενώ τα φωνητικά για ακόμη μια φορά στοιχειώνουν τα ηχεία.

Αν υπάρχει μια ένσταση στο όλο αποτέλεσμα, αυτή θα ήταν πως παρά την υψηλή του ποιότητα, μοιάζει να κινείται στα σύγχρονα όρια του ιδιώματος με χαρακτηριστική ασφάλεια. Τα στοιχήματα του δίσκου είναι λίγα και στην πλειοψηφία τους κερδίζονται. Η ηχητική ομοιομορφία μπορεί να μην επιτρέπει εύκολα σε συνθέσεις να ξεχωρίσουν και να κρύβει ατέλειες, οι επαναλαμβανόμενες ακροάσεις όμως θα φανερώσουν την τεχνική του δίσκου η οποία παρουσιάζεται επιτυχώς σε προσιτά πλαίσια. Ο Blasphemer είναι ένας εξαιρετικός riff-o-κράτωρ, και στιγμή δεν επιδιώκει να δαμάσει τις ικανότητές του. Τα αινίγματα για την απόδοση του David Vincent από την άλλη, ευτυχώς χάνονται μετά από την πρώτη ακρόαση και έτσι  ο δίσκος αυτόματα ξεχωρίζει χωρίς να πρωτοτυπεί. Ποιοτική προσθήκη στις δισκογραφίες των μελών, εξαιρετική κυκλοφορία για το ιδίωμα που μπορεί να μην αφήνει το σύγχρονο στίγμα της, δεν χάνει εύκολα όμως στις συγκρίσεις με άλλες μπάντες του χώρου, ή του παρελθόντος των μελών.

Youtube
Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET