Transatlantic

The Absolute Universe: The Breath Of Life

Inside Out (2021)
Από τον Σπύρο Κούκα, 25/01/2021
Ένα μοναδικό μουσικό εγχείρημα που φέρει αναλλοίωτη τη σφραγίδα ποιότητας των Transatlantic
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από την πρώτη στιγμή που μαθεύτηκαν μερικές παραπάνω πληροφορίες για το επερχόμενο, πέμπτο πόνημα των Transatlantic, αυτής της κολεκτίβας κορυφαίων μουσικών του προοδευτικού χώρου, τα δεδομένα - όπως και οι προσδοκίες - ήταν ξεκάθαρα. Το γεγονός ενός νέου concept άλμπουμ της σπουδαίας τετράδας, με υλικό που αποτελείται από μια ενιαία σύνθεση, χωρισμένη σε επί μέρους «τραγούδια», προφανώς δεν ήθελε και πολύ για να οδηγήσει σε λογικούς παραλληλισμούς με το "The Whirlwind". Ωστόσο, η ίδια η τετράδα, δια στόματος Mike Portnoy, διέψευσε την πιθανότητα ενός sequel στο εν λόγω αριστούργημα, επισημαίνοντας πως το "The Absolute Universe" είναι ένα απολύτως αυτόνομο δημιούργημα, αλλά κι ένα από τα πιο απαιτητικά έργα τους μέχρι σήμερα.

Άλλωστε, το άλμπουμ θα κυκλοφορήσει σε δύο ξεχωριστές εκδόσεις, μία χρονικής έκτασης περίπου 90 λεπτών και μία που διαρκεί λίγο παραπάνω από μία ώρα, με τη συγκεκριμένη παρουσίαση να ασχολείται με την τελευταία. Θα αναρωτηθεί κανείς σχετικά με τις διαφορές των δύο εκδοχών του δίσκου, ίσως βγάζοντας το βιαστικό συμπέρασμα πως η μικρότερη εκδοχή του αποτελεί κάποια edited version της μεγαλύτερης. Αυτό δεν ισχύει επ' ουδενί, καθώς η προσέγγιση του υλικού απέχει παρασάγγας σε καθεμιά από τις δύο μορφές που παρουσιάζεται. Μιλάμε, κοινώς, για διαφορετικές ενορχηστρώσεις, διαφορετική στιχουργική και tracklisting, διαφορετική κλιμάκωση σε κάθε τραγούδι, ακόμη και για διαφορετικούς συμμετέχοντες σε κάθε άλμπουμ, πέραν των κομματιών που περιέχονται μονάχα στη μία ή στην άλλη εκδοχή του.

Ουσιαστικά, το εγχείρημα που επιχειρούν στο "The Absolute Universe" οι Transatlantic είναι μοναδικό, αλλά ταυτοχρόνως και οριακό τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους ακροατές. Το να δηλώσεις πως έχεις δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου δίσκου είναι εύκολο˙ το να καταφέρεις πράγματι να παρουσιάσεις ένα αποτέλεσμα που όντως ο ακροατής θα αναγνωρίζει ομοιότητες στους δύο δίσκους αλλά αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα τις διαφορές τους - σε σημείο να μιλάμε για σχεδόν άλλο υλικό, είναι επίτευγμα - πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα υλικό τέτοιας ποιότητας.

Ας περάσουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα στα όσα αφορούν το "The Breath Of Life", το χρονικά πιο περιορισμένο, συνεκτικό κι εστιασμένο από τα δύο παρεμφερή - αλλά διακριτά - μέρη του "The Absolute Universe". Θεωρώ χαρακτηριστικό κάθε κορυφαίου μουσικού την απόλυτα αναγνωρίσιμη μουσική ταυτότητα, είτε ξεχωριστά είτε ως μέρος του εκάστοτε συνόλου στο οποίο συμμετέχει, και οι Transatlantic είναι το ιδανικό παράδειγμα για να υποστηρίξει αυτή τη γνώμη. Καθώς μιλάμε για τέσσερις μουσικούς (Morse, Stolt, Portnoy, Trewavas) που ο καθένας τους ξεχωριστά έχει να παρουσιάσει το δικό του έργο στον προοδευτικό χώρο, το γεγονός ότι στην εδώ συνεργασία τους βρίσκονται σε τέτοια δημιουργική κι εκφραστική ισορροπία, την ίδια στιγμή που διακρίνονται ξεκάθαρα ο καθένας για το ρόλο και τη συνεισφορά τους, δίνει στους Transatlantic την υπόσταση του πραγματικού, καθόλα άξιο για τον όρο, supergroup.

Επί παραδείγματι, ένας ελαφρώς εξοικειωμένος ακροατής των έργων που έχει υπάρξει ηγετικός συμμετέχοντας ο Neal Morse, θα διακρίνει την επιρροή και τις κατευθυντήριες γραμμές του Αμερικάνου μουσικού σε ό,τι αφορά τη ροή και την κλιμάκωση του υλικού, όπως και τις πινελιές του στην ενορχήστρωση εκείνου. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που ο ίδιος διακρίνεται ως η κινητήριος συνθετική δύναμη του άλμπουμ, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει την επίδραση του πολύπειρου Roine Stolt, τόσο κιθαριστικά, όσο και δημιουργικά, με αυτό το αρμονικό μπλέξιμο των επιρροών από Kansas, Gentle Giant και Genesis, μέχρι Yes και Pink Floyd (με υπέροχη υφέρπουσα αναφορά στο "Animals" τα background γαυγίσματα στο "The Darkness In The Light") να χαρίζει την απαράμιλλη αισθητική κλασικού σε ακόμη ένα άλμπουμ τους.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε, ωστόσο, την συμμετοχή των Trewavas και Portnoy, αφού οι δύο μουσικοί όχι μόνο ξεχωρίζουν για τα εκτελεστικά τους χαρίσματα στο δίσκο (με το drumming του πρώην τυμπανιστή των Dream Theater να είναι τόσο χαρακτηριστικό από τα πρώτα χτυπήματα), αλλά να συμβάλλουν έμπρακτα, φωνητικά και δημιουργικά, σε κάθε τομέα. Με τα όρια να είναι διευρυμένα εντός του συμφωνικού prog ιδιώματος, τα διάφορα jazz-y ξεσπάσματα, οι πιο μπαλαντοειδείς στιγμές, το αναμενόμενο, προκαθορισμένο αλλά και πάλι ρηξικέλευθο στοιχείο της έκπληξης, τα πάντα είναι παρόντα σε περίσσεια.

Οι μικρές λεπτομέρειες είναι που κάνουν μοναδική την κάθε ακρόαση του άλμπουμ, αφού διαφορετικά στοιχεία ξεπετάγονται κάθε φορά που προσεγγίζει κανείς το άλμπουμ στην ολότητα του. Από τις "minion" φωνές (όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε η εντεκάχρονη αδερφή μου) στο "Belong" που επιτελούν το δικό τους σκοπό στο concept, στο - μοναδικό τραγούδι που υπάρχει μονάχα στο "The Breath Of Life" - "Can You Feel It", στο προαναφερθέν "The Darkness In The Light" και τις εκεί παραπομπές του, το "Looking For The Light" (όπου και τραγουδάει ο Mike Portnoy) των κοινών Rush συνισταμένων στιχουργικά ή στην ανά στιγμές αυτοαναφορικότητα στις παλιότερες δουλειές τους μέσω στιχουργικών φράσεων ή μουσικών περασμάτων, καθένα σημείο είναι ένα μοναδικό κομμάτι αυτού του υπέροχου μουσικού παζλ.

Εν τέλει, όμως, εκείνο που ξεχωρίζει το άλμπουμ του απαιτητικού προοδευτικού σωρού και το ανάγει σε ένα οικουμενικό δημιούργημα που δεν θα απολαύσει μονάχα ο ψαγμένος prog geek, είναι αυτή η αφηγηματική του διάθεση, ένα χαρακτηριστικό που έχει αναχθεί σε επιστήμη στα χέρια του Neal Morse. Το άλμπουμ ξεχειλίζει μουσικής, λειτουργεί αδιάσπαστο αλλά έχει τραγούδια που λειτουργούν κι αυτούσια, ξεχωριστά των υπολοίπων, έχει - ξανά - ένα επίκαιρο στιχουργικό concept που αναπτύσσει τις ιδέες του σε πολλαπλά κοινωνικά μέτωπα και φέρει αναλλοίωτη τη μουσική σφραγίδα των Transatlantic. Τί περισσότερο να ζητήσει κανείς;

  • SHARE
  • TWEET