The Decemberists

As It Ever Was, So It Will Be Again

YABB (2024)
​Οι The Decemberists θα περπατήσουν πολλά μίλα. Οι ντουζίνες θα γίνουν εκατοντάδες. Οι εκατοντάδες θα γίνουν χιλιάδες. Οι περιπέτειές τους θα συνεχίσουν για χρόνια και χρόνια...
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν έχει τύχει να δείτε την τρίτη ταινία του Ari Aster, το "Beau is Afraid" με τον Joaquin Phoenix, μπορεί να θυμάστε ότι κατά τη διάρκεια ενός θεατρικού έργου που ανεβάζει ένας μποέμικος θίασος στο δάσος, έχουμε μερικά λεπτά κινηματογραφικής και σκηνογραφικής τελειότητας. Θέλω να φανταστείτε φουλ παστέλ χρώματα, σκηνικά φτιαγμένα σαν από παιδικές ζωγραφιές, stop motion τεχνικές και μία γενική αίσθηση παραμυθιού που έρχεται στην πραγματικότητα. Το έχουμε; Τέλεια, διότι ακριβώς αυτή είναι η ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από τα άλμπουμ του indie rock σχήματος απ' το Portland. Οι The Decemberists γράφουν μουσική που εμφορείται απ' αυτή την αφηγηματικότητα, με διάθεση για παραμύθια και ιστορίες γύρω απ' τη φωτιά, σαν κάθε άλμπουμ τους να είναι το soundtrack ενός μποέμικου θεατρικού έργου.

Το 2018, όμως, αποφάσισαν να ολοκληρώσουν μία υφολογική στροφή που είχαν ξεκινήσει από νωρίτερα, με το "I'll Be Your Girl" να κινείται σε πιο απλά alt μονοπάτια, όπου εξτραβαγκάντζα είχε εν πολλοίς πεταχτεί απ' το παράθυρο, ξινίζοντας προφανώς τα μούτρα κοινού και κριτικών σε ίσες ποσότητες. Και θα μπορούσαμε να υπερασπιστούμε την αλλαγή κατεύθυνσης, και να τη χαιρετίσουμε ως μία προσπάθεια αναζωογόνησης, αν δεν ήταν το φτωχό song-writing. Έξι χρόνια μετά, και καθώς επικρατούσε μία δισκογραφική σιγή ασυρμάτου, οι The Decemberists επιστρέφουν με το "As It Ever Was, So It Will Be Again", και αν δεν γίνεται κατανοητό απ' τον τίτλο, παίζουν στα ίδια πρότυπα που τους καταξίωσαν. Και το κάνουν και πάλι τρομερά καλά.

Η πλούσια ενορχήστρωση έχει επιστρέψει πανηγυρικά, όπως και η ηχητική ποικιλία. Κάθε κομμάτι που διαδέχεται το προηγούμενο, μοιάζει να είναι και γραμμένο από διαφορετική ειδολογική σκοπιά, μπλέκοντας κάτω απ' την ίδια ομπρέλα country ("Long White Veil", "William Fitzwilliam"), blues απ' τη Νέα Ορλεάνη ("Oh No!"), folk ("The Reapers", "Don't Go to the Woods"). Από συνθετική άποψη, ο δίσκος δεν φανερώνει σε κανένα σημείο την μεγάλη διάρκειά του, που ξεπερνάει τη μία ώρα, κυρίως χάρη στο εικοσάλεπτο έπος "Joan in the Garden" που κλείνει το δίσκο, και το οποίο προσωπικά μου δημιουργεί συνειρμούς με το "In Held ‘Twas in I" των Procol Harum. Εμπνευσμένο απ' την Ιωάννα της Λωραίνης, μιλάει παράλληλα για την έμπνευση και την δημιουργικότητα, και πρόκειται πραγματικά για ένα υπέροχο κομμάτι, που αξίζει κάθε δευτερόλεπτο, ακόμη και τα ambient διαλείμματά του. Το κλείσιμο με το riff που θα μπορούσαν να έχουν γράψει οι Judas Priest στα ‘70s είναι απλά το κερασάκι στην παρανοϊκή τούρτα του δίσκου, και η στιγμή που το συγκρότημα υπενθυμίζει ότι δεν έχει πρόβλημα να παίζει indie prog.

Όχι πως λείπουν και μερικά κομμάτια που θα μπορούσαν να βρίσκονται εύκολα στο "I'll Be Your Girl". Μετά από ένα καταπληκτικό σερί ήρεμων, λυρικών, και συναισθηματικά φορτισμένων κομματιών, τα "Born to the Morning" και "America Made Me" μοιάζουν συγκριτικά παράφωνα και ίσως θα μπορούσαν να λείπουν, παρ' όλο που διακατέχονται απ' το ίδιο indie πνεύμα των Decemberists. Ειδικά το δεύτερο, δείχνει έναν υπέροχο McCartney-ικό χαρακτήρα εποχής "Maxwell's Silver Hammer", και αποτελεί μόνο έναν από τους συνειρμούς με Beatles ακούγοντας τη μουσική τους.

Οι The Decemberists επιστρέφουν δυναμικά, όχι τόσο επειδή ξαναγράφουν μουσική με τον παραδοσιακό τους τρόπο, αλλά επειδή φαίνεται ότι αυτή η προσέγγιση μαγνητίζει μέσα τους κάποια ιδιαίτερη καλλιτεχνική ικανότητα και τη φέρνει στην επιφάνεια. Αποτελεί ιδανικό άλμπουμ εισαγωγής στη δισκογραφία τους, καθώς συμπυκνώνει όλα όσα έχουν προηγηθεί, όμως στέκεται κι από μόνο του ως ένας ιδιαίτερος και καλοφτιαγμένος δίσκος που μπορεί να χτυπήσει μία χορδή μέσα σε κάθε μουσικόφιλο.

Bandcamp | Spotify

  • SHARE
  • TWEET