Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...

Steven Wilson
The Overview
Η επιστροφή του Wilson στο prog είναι λέει γεγονός. Είναι όντως; Κι αν ακόμα είναι, σημαίνει αυτό από μόνο του κάτι;
Όταν ο Wilson ξεκίνησε να προμοτάρει το νέο του πόνημα (από πολύ νωρίς και πολύ έντονα, κατά την πρόσφατη προσφιλή του συνήθεια) είχε δηλώσει ότι θα πρόκειται για τον πιο prog δίσκο του εδώ και πολλά χρόνια. Χαιρετίστηκε από πολλούς λοιπόν ως επιστροφή στο progressive rock από όπου ξεπήδησε (έναν όρο που κάποτε μετ’ επιτάσεως αποποιούνταν για τη μουσική του). Αναμενόμενα οι προσδοκίες ήταν μεγάλες. Το βασικό πρόβλημα βέβαια δεν ήταν μόνο το μέγεθος των προσδοκιών αλλά οι υποθέσεις που τις διαμόρφωναν. Βλέπετε, δικαίως ή αδίκως, εδώ και χρόνια κατά κύριο λόγω ως prog προβάλλεται ένα συγκεκριμένο ύφος που βεβαίως και ανήκει στο (υπό)είδος αυτό, δεν είναι όμως και το μόνο. Όσοι λοιπόν περίμεναν έναν δίσκο στα μέτρα του "The Raven That Refused To Sing" ή του "Fear Of A Blank Planet" θα εκπλαγούν.
Το "Overview" είναι prog rock υπό αρκετές έννοιες και ίσως για να καταλάβει κάποιος από ποια πλευρά το προσεγγίζει ο Wilson να αξίζει να αφιερώσει κάποιες (πολλές) ώρες στο ενδιαφέρον podcast "The Album Years" που διατηρεί με το φιλαράκι του, Tim Bowness. Δύο τραγούδια διάρκειας κοντά στα 20 λεπτά το καθένα, μία ενιαία θεματική, πολλά μουσικά θέματα που εναλλάσσονται, αντισυμβατικές ενορχηστρωτικές επιλογές, spoken word εισαγωγές και ιντερλούδια αρκούν για να χαρακτηρίσουν έναν δίσκο prog rock ακόμα κι αν δεν έχουμε περίτεχνα παιξίματα και τρελούς ρυθμούς; Η απάντηση στο μυαλό του Wilson είναι ένα ξεκάθαρο «ναι» και δε βρίσκουμε κανένα λόγο να διαφωνήσουμε ούτε εμείς. Το "Overview" είναι prog. Δεν είναι όμως κανενός είδους επιστροφή. Αν μάλιστα είναι πιο κοντά σε κάτι (μεγάλο «αν»), μάλλον αυτό είναι η ακριβώς προηγούμενη δουλειά του, το "Harmony Codex".
Prog λοιπόν είναι. Καλό είναι; Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν λίγο περισσότερο και για να το απαντήσουμε αυτό ίσως πρέπει να κάνουμε κάποια βήματα πίσω για να δούμε πώς προσεγγίζει πλέον τις δουλειές του ο Wilson τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει μία αίσθηση, αν δεν είναι γενική τότε εκλάβετέ την ως προσωπική του γράφοντα, ότι τα τελευταία χρόνια ο Wilson αποφασίζει τί μουσική θα γράψει, επιλέγει την κατεύθυνση του εκάστοτε δίσκου του και συνθέτει πάνω σε αυτό. Άλλοτε θέλησε να κάνει έναν πιο pop δίσκο, άλλοτε έναν πιο ηλεκτρονικό και ίσως post punk, μετά βαρέθηκε την κιθάρα και ήθελε να εξερευνήσει πιο ambient ήχους και τώρα έναν πιο διαστημικό βασισμένο στο συναίσθημα που καταλαμβάνει τους αστροναύτες όταν βλέπουν τη Γη από μακριά. Η μουσική δηλαδή (φαίνεται να) ακολουθεί της αρχικής έμπνευσης. Παλιότερα (φαινόταν ότι) η μουσική καθοδηγούσε το αποτέλεσμα και όχι το αντίθετο, όσο κι αν οι επιρροές του ήταν εμφανείς (ξέρουμε ακριβώς ποια εποχή έπαιζε Pink Floyd, Radiohead ή metal το στερεοφωνικό του). Αυτό ίσως να είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα του "The Overview".
Αμφότερα τα τραγούδια αποτελούνται από μικρά ηχητικά μέρη, άλλα επαναλαμβάνονται και άλλα είναι περαστικά. Από τα δύο, το πρώτο, "Objects Outlive Us" είναι με διαφορά το καλύτερο. Ξεκινάει με ό,τι πιο κοντινό σε εκδήλωση αγάπης προς τον Jon Anderson των Yes έχει δημιουργήσει ποτέ ο Wilson, έχει ενδιαφέρουσες μελωδίες που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και κλείνει με ένα εξαιρετικό τρίλεπτο solo κιθάρας (του Randy McStine) που έχει πετύχει έναν όμορφο και ασυνήθιστο ήχο (φέρνει σε Fripp ή είναι η ιδέα μου;). Η ροή του τραγουδιού είναι καλή, οι στίχοι που αντιπαραβάλλουν τον μακρόκοσμο του διαστήματος με τον μικρόκοσμο της ανθρώπινης καθημερινότητας δημιουργούν μία ενδιαφέρουσα αντίφαση και τα διάφορα μέρη δένουν αρμονικά με τις εκάστοτε μουσικές γέφυρες και το μεγάλο ορχηστρικό μέρος στο δεύτερο μισό του προσφέρει ίσως το πιο τυπικά prog στοιχείο του δίσκου αλλά και ένα απαραίτητο groove. Αυτό που του λείπει για να λογίζεται ως αριστούργημα (και εδώ έρχεται αυτό που αναλύσαμε προηγουμένως) είναι μάλλον η κατεύθυνση. Είναι ένα ωραίο τραγούδι, με μουσικό βάθος και δυνατή ατμόσφαιρα, που ρέει άνετα δεν πάει όμως απαραίτητα κάπου.
Το ομότιτλο του δίσκου τραγούδι είναι λιγότερο πετυχημένο, για να μην το πούμε ξεκάθαρα αποτυχημένο. Αρκετά πιο ασύνδετο στο πώς περνάει από το ένα μέρος του στο επόμενο, χωρίς μελωδική ραχοκοκαλιά και συνολικά λιγότερο ενδιαφέρον ακόμα και στα μουσικά του μέρη που συχνά είναι πιο (αναλογικά) ηλεκτρονικά αλλά αποτυγχάνουν να δώσουν την υποβλητική διαστημική αίσθηση που (υποθέτω) ήθελε να προσδώσει. Εδώ γίνεται ακόμα πιο εμφανές ότι η επιδίωξη κυριάρχησε επί της έμπνευσης στην προσπάθεια να υπηρετήσει την αρχική ιδέα. Ξοδεύει περίπου 5 λεπτά για να χτίσει μία ατμόσφαιρα την οποία διαλύει αμέσως μετά μία τυπική Wilson-ική ακουστική μπαλάντα, η οποία επίσης γρήγορα εγκαταλείπεται για ένα αδιάφορο πιάνο, που με τη σειρά του θα δώσει τη θέση σε… καταλαβαίνετε νομίζω πώς πάει. Ένα ενδιαφέρον solo πλήκτρων του (πάντα ικανού) Adam Holtzman δεν είναι αρκετό, ενώ στο κλείσιμο έχουμε μάλλον μία χαμένη ευκαιρία όπου ένα τρίλεπτο a la Brian Eno ambient σβήσιμο χαλάει από μία αχρείαστη μελωδική γραμμή.
Η δομή του δίσκου μας κάνει εύκολη την τελική εκτίμηση για τη συνολική του αξία. Ένα τραγούδι καλό αλλά όχι εντυπωσιακό, ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα όχι συγκρίσιμο με τις καλύτερες στιγμές του Wilson και ένα δεύτερο τραγούδι εντελώς αποπροσανατολισμένο ανάμεσα στα δομικά του στοιχεία και στη φιλοδοξία του, κουραστικό και υπερβολικά αυτοαναφορικό, μας δίνουν μία δουλειά αξιοπρεπή αλλά όχι απαραίτητη στη δισκογραφία του Wilson. Αν υπάρχει κάτι να κρατήστε και να επιστρέψτε, αυτό είναι το πρώτο μισό και μόνο.