Soilwork

The Panic Broadcast

Nuclear Blast (2010)
Από τον Βαγγέλη Ευαγγελάτο, 09/07/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Με τις δύο πιο πρόσφατες κυκλοφορίες τους, οι Soilwork στόχευσαν εμφανώς σε άνοιγμα στην αμερικάνικη αγορά. Είτε μας αρέσει είτε όχι, το πέτυχαν. Με την δομή των τραγουδιών τους να εστιάζεται στα υπερμελωδικά ρεφρέν και τα βελούδινα καθαρά φωνητικά του Speed, έχασαν κάπου την ουσία, και κάποια τραγούδια (ειδικά στο "Sworn To A Great Divide") έμοιαζαν περισσότερο σαν μηχανισμοί υποστήριξης ραδιοφωνικών pop-metal ρεφρέν.

Η επάνοδος του βασικού συνθέτη, κιθαρίστα, φυσικού ηγέτη, πλέον και παραγωγού της μπάντας, Peter Wichers, είναι μακράν το σημαντικότερο αβαντάζ του "The Panic Broadcast". Ο άνθρωπος που συνυπέγραψε τις συνθέσεις του προσωπικού άλμπουμ του Warrel Dane, και ανέλαβε εξ' ολοκλήρου την δημιουργία και την επιμέλεια του επετειακού άλμπουμ της Nuclear Blast, "Out Of The Dark", είναι πίσω στη μπάντα του. Και η διαφορά είναι οφθαλμοφανής. Οι Soilwork ξεχνούν προς στιγμήν το metalcore και θυμούνται ότι πάνω απ' όλα είναι Σουηδοί.

Στο "The Panic Broadcast" επιχειρούν να κάνουν μία ανακεφαλαίωση της μέχρι τώρα πορείας τους, μίας πορείας με πολλές αλλαγές όσον αφορά τη μουσική τους κατεύθυνση, αλλά και με μικρά σκαμπανεβάσματα. Θα συναντήσουμε τραγούδια που πλησιάζουν το χύμα ύφος των πρώτων τους κυκλοφοριών, αλλά και που θα μπορούσαν να ανήκουν σε δίσκο των Terror 2000 ("Late For The Kill, Early For The Slaughter", "King Of The Threshold"), πειραματικά κομμάτια που λοξοκοιτάζουν προς πιο alternative ήχους, επιτυχημένα και μη ("Epitome", "The Akuma Afterglow"), αλλά και τα κλασικά groove-άτα χιτάκια με τα πελώρια ρεφρέν ("Two Lives Worth Of Reckoning", "Night Comes Clean"). Κάπου εκεί ανάμεσα θα χωρέσει και το λυσσαλέο "Deliverance Is Mine", που νομίζεις ότι ξεπήδησε μέσα απ' το "A Predator's Portrait" άλμπουμ. Το "Let The River Flow" προσωπικά μού έφερε στο μυαλό τη συνεργασία Wichers / Dane, ένα κομμάτι που απογειώνεται από τον Speed στο μαγευτικό ρεφρέν. Ακόμα ένα highlight είναι το "Enter Dog Of Pavlov" που κλείνει τον δίσκο, και που κρύβει μέσα του ίσες ποσότητες πειραματισμού και επιθετικότητας.

Σε μερικές περιπτώσεις, η εμμονή της μπάντας στα ρεφρέν, εμποδίζει τα κομμάτια να αναπτυχθούν σωστά και τους κάνει ζημιά. Το "The Thrill", για παράδειγμα, ενώ ξεκινάει δυναμικά με ένα πιασάρικο αμερικανίζον riff, στη συνέχεια ευνουχίζεται από το άνευρο ρεφρέν του, ενώ το "The Akuma Afterglow" κάπου μπερδεύεται αλλά σώζεται από τη μέση και μετά.

Από παιχτικής άποψης, το «χταπόδι» Dirk Verbeuren κλέβει  για άλλη μια φορά την παράσταση πίσω απ' το drumkit του, με το άρτιο ρεπερτόριό του να περιλαμβάνει καταιγιστικά blastbeat, κοφτές δίκασες και πλούσια γεμίσματα καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου. Μαζί με τον «θείο» Ola Flink στο μπάσο, συνθέτουν μία στιβαρή και απροσπέλαστη ραχοκοκαλιά, σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος. Η πρώτη συνύπαρξη του Wichers με τον Sylvain Coudret (Scarve) στις κιθάρες συνιστά ένα άκρως αποτελεσματικό δίδυμο, που παραδίδει εξαιρετική δουλειά, κυρίως στα σόλο, ίσως μάλιστα την καλύτερη που είχε η μπάντα από την εποχή του "Figure Number Five". Ένα και μόνο άκουσμα στην εναλλαγή των δυο τους στο "Deliverance Is Mine" είναι αρκετό για να πείσει. Και όλα αυτά ενώ το πολυεργαλείο που λέγεται Speed Strid διαπρέπει και πάλι στα φωνητικά με την πολυδιάστατη τεχνική του. Εξελίσσεται διαρκώς, ακόμα και μετά από 15 χρόνια δισκογραφίας και εντυπωσιάζει με τις άψογες και τις μεστές του ερμηνείες. Ο μόνος αδικημένος στον δίσκο είναι ο ταλαντούχος πληκτράς Sven Karlsson. Παραγκωνισμένος, μάλλον, ελέω της βαρύτητας που δίνει ο δίσκος στις κιθάρες, η συνεισφορά του στο άλμπουμ διαφαίνεται κυρίως με κάποια ηλεκτρονικά σημεία, αφού -ως επί το πλείστον- δεν έχει ηγετικό ρόλο όπως στο παρελθόν.

Σε τελική ανάλυση έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο σίγουρα ανώτερο από τον προκάτοχό του, έναν δίσκο πολύ καλύτερο από όσο θα περίμενε ο μέσος οπαδός της μπάντας. Το "The Panic Broadcast" ξεχειλίζει από νεύρο, τσαμπουκά, διάθεση για πειραματισμό, αλλά κυρίως από τις εκπληκτικές αποδόσεις των συντελεστών του. Αν είχε και μεγαλύτερη αλληλουχία μεταξύ των τραγουδιών, καθώς και κάποιες πιο αξιομνημόνευτες μελωδίες, θα άγγιζε μέχρι και το «άριστα». Παρ' όλα αυτά, είναι αναμφίβολα ένα άλμπουμ που οι φίλοι των Soilwork θα αγαπήσουν, και πολλές μπάντες του μοντέρνου εμπορικού metal θα ακολουθήσουν.

Υ.Γ.: Στις διαφορετικές εκδόσεις της κυκλοφορίας του, ο δίσκος συμπεριλαμβάνει το πολύ καλό "Sweet Demise", μία επανεκτέλεση του "Sadistic Lullaby" από το "Steelbath Suicide", δύο dance remix (?) εκτελέσεις στα "Distance" και "The Crestfallen" (τα οποία καλύτερα να αποφύγετε), καθώς και ένα DVD με γυρίσματα από τις ηχογραφήσεις της μπάντας στο στούντιο.

  • SHARE
  • TWEET