Regional Justice Center

Crime And Punishment

Closed Casket Activities (2021)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 22/03/2021
Οργή και αυτοκριτική, μίσος και λύτρωση, σε δεκατέσσερα λεπτά βιωματικού hardcore υψίστης ποιότητας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η εποχή των social media, της άμεσης πρόσβασης και του εφήμερου, ειδικά στην underground μουσική, «γεννά» διαρκώς ήρωες. Καλλιτέχνες και έργα που σήμερα αποθεώνονται, καβαλούν το άρμα του hype, γίνονται η κεντρική συζήτηση ενός echo chamber που, πέραν του να προσδίδει υπεραξία, αποτελεί, σπανίως βέβαια, και διέξοδο προς τον ωμό κόσμο της καταξίωσης. Αυτή η κουλτούρα, σε συνδυασμό με την, «αντιεπαγγελματική» (χαρακτηρισμός όχι απαραίτητα αρνητικός) αστάθεια που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της punk/hardcore σκηνής, επιτρέπουν και μια πιο ρομαντική/ιδεαλιστική αποτίμηση πεπραγμένων.

Το 2020, ήμασταν μάρτυρες της απόλυτης ανάδειξης των Gulch ως των νέων ηρώων της σκηνής του extreme hardcore. Το hype που τους περιέλουζε, δεν στάθηκε, κατά την άποψή μας, εμπόδιο της καθολικής αποδοχής του "Impenetrable Cerebral Fortress". Παρόμοια περίπτωση, επίσης υπό τη στέγη της Closed Casket Activities (που φέτος παρέδωσε επίσης αυτό), είναι οι Regional Justice Center. Η μπάντα του Ian Shelton, ντράμερ, τραγουδιστή και συνθέτη, ήταν το όχημά του ώστε να διοχετεύσει όσα ένιωθε από τη σύλληψη του αδερφού του, καθώς και του αντικοινωνικού, διεφθαρμένου, εκμεταλλευτικού και κατασταλτικού ποινικού συστήματος που τον περίμενε. Μέσα σε πέντε χρόνια, ο Shelton είδε το σχήμα να αποκτά κοινό, το οποίο έβρισκε στη βιωματική και οργισμένη του εξιστόρηση και επίθεση σε θεσμούς, μια φωνή, που χωρίς να είναι στρατευμένη, έπαιρνε θέση για κοινά προβλήματα.

Ο νέος του δίσκος, "Crime And Punishment", αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον. Προσωπικά, πέραν των συνδέσεων με την τοπική πραγματικότητα, ήλπιζα σε μια επιβεβαίωση της κρισιμότητας των RJC στη σύγχρονη extreme hardcore/powerviolence σκηνή. Δεν συμμερίστηκα πλήρως το πολιτικοποιημένο πρόταγμα που συχνά συνδέεται με την μπάντα. Ούτε ο Shelton θεώρησε ποτέ τους RJC ως μια ιδεολογικοποιημένη μπάντα, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά οι δηλώσεις των δημιουργών δεν είναι πανάκεια. Ο Shelton, μέσω της εξαιρετικής στιχουργίας του, ισάξιας της μουσικής που συνθέτει, αποτελεί συνέχεια των βασικών αρχών της αμερικανικής σκηνής. Πολλές hardcore μπάντες, έπαιρναν θέση για ζητήματα προβληματικά, με έναν πιο προσωποποιημένο τρόπο, που ήταν ικανός να κοιτάξει το οποιοδήποτε άτομο στο κοινό και να του πει, «ξέρεις τι; Καταλαβαίνω, τα ίδια περνάμε όλοι». Προφανώς, υπάρχουν και περιπτώσεις όπως οι Terminal Nation, που επιτέθηκαν στο prison-industrial complex απολύτως στοχευμένα και συνεκτικά. Εδώ όμως η περίσταση είναι διαφορετική.

Πέραν της ταύτισης που προσφέρουν οι RJC μέσω των συνθέσεων τους, είναι και ο ίδιος ο ήχος που τους ανάγει σε μια κρίσιμη μπάντα. Εναλλαγές ταχυτήτων, ιδιοφυώς κεκαλυμμένες επιρροές αλλά και σαφής απόδοση τιμών σε ήρωες, μαζί απεγνωσμένα φωνητικά, ένωναν τις δυνάμεις τους σε κομμάτια-σφηνάκια τα οποία χτυπούν στο ψαχνό. Τα χτυπήματα αυτά όμως, δεν είναι τυφλά. Το αίμα κόβεται, όχι γιατί ήταν απλά τέτοια η ορμή, αλλά γιατί κάτι ταρακουνιέται εντός. Η επιστροφή του σχήματος, με νέα μέλη στα έγχορδα (κίνηση καθοριστική), βελτιωμένη (στα όρια του άριστου), παραγωγή, δια χειρός Taylor Young, και πιο αισθητή αυτοκριτική διάθεση, δεν δικαιολογεί απλώς τον ντόρο γύρω από το όνομά τους, αλλά πιθανώς και να ορίζει έναν πήχη για το ιδίωμα.

Ο Shelton δήλωσε πως με αυτόν τον δίσκο εξερευνά τις ρίζες του, το πώς κατέληξαν αυτός και ο αδερφός του να βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση. Επέλεξε να ονομάσει, το δεκατεσσάρων λεπτών και δέκα συνθέσεων, νέο του άλμπουμ από την κλασική νουβέλα του Ντοστογιέφσκι. Η γενναία αυτή κίνηση, μεταφράζεται και ως «αίτιο - αποτέλεσμα». Αν θες να νικήσεις τον εχθρό σου, οφείλεις να τον διαβάσεις, να αντιληφθείς τις συνθήκες που τον γέννησαν, να στοχεύσεις, να διαλύσεις τις ψευδαισθήσεις. Ο δίσκος, χωρίζεται σε δύο πλευρές, με την καθεμιά να ξεκινά και να ολοκληρώνεται με ένα ηχητικό sample του αδερφού του, ηχογραφημένο μέσα από τη φυλακή. Η πρώτη εξερευνά το παρελθόν τους, την ανατροφή και τις επιλογές τους, τα αίτια, το έγκλημα. Η δεύτερη, είναι το αποτέλεσμα, η τιμωρία, οι συνέπειες και η αδημονία για δικαίωση, κάθαρση.

Αυτή η συνειδητή στόχευση, ώθησε το συγκρότημα σε περαιτέρω εξερεύνηση δυναμικών. Πλέον, οι RJC παίζουν εξαιρετικά το παιχνίδι των ισορροπιών και των εκτονώσεων. Μέσα στις σύντομες διάρκειες, εκρήξεις, ξεσπάσματα και αργόσυρτα περάσματα εναλλάσσονται ώστε η τελική τους αίσθηση να ηχεί επίπονα οικεία. Οι φαινομενικά αργές ταχύτητες, είτε θα έπονται μανιώδους d-beat, ή θα μετατρέπονται σε επιληπτικό blastbeat. Η σχεδόν παραληρηματική έμπνευση του Shelton, του επέτρεψε, ώντας πρώτιστα ακροατής και οπαδός, να ενσωματώσει κρίσιμα αισθητικά στοιχεία με τρόπο όπου το τελικό αποτέλεσμα, ενώ περικλείει ετερόκλητες επιρροές, να μην λοξοδρομεί ηχητικά.

Το "Crime And Punishment", όσο και αν αποδομηθεί θα διατηρεί τη συμπάγεια που το διακατέχει συνολικά. Το εναρκτήριο "Taught To Steal" καλωσορίζει υπό grind συνθήκες, με τη μανιώδη ενέργεια να μετατρέπεται, στο "Dust Off" που ακολουθεί, σε ένα μεγαλειώδες breakdown. Το εναρκτήριο riff του "Absence", αντέχει τα, επαναλαμβανόμενα, κοφτά blastbeats για να φέρει λίγη crust μαγεία μέσω του ρυθμικού του αγκομαχητού. Ένα συναίσθημα, που θα ενταθεί στο αδυσώπητο "Inhuman Joy". Το μπάσο και τα τύμπανα είναι ικανά να σύρουν κουφάρι με τα δόντια, και ενώ ο χωροχρόνος διαστέλλεται, υπενθυμίζεται, έντεχνα, για ακόμη μια φορά στη μουσική ιστορία, η επίδραση που είχε το "My War" των Black Flag. "Do you lie to get what you want"?

H μετάβαση στο δεύτερο μισό γίνεται από τους Celtic Frost σε καθεστώς οικογενειακής παρακμής που είναι το "Sickness On Display", στη στόχευση προς τον εχθρό που είναι το "Conquest". Το πείσμα του "Concrete" είναι σχεδόν θεατρικό με τους ρυθμούς και τα riffs του, ενώ το "Solvent" είναι το ενδιάμεσο, μετέωρο βήμα στη hardcore μανία του "Violent Crime", μιας σύνθεσης που συνοψίζει το ποιόν των RJC στο έπακρο. Αποδοχή της πραγματικότητας, των ευθυνών, και της επίδρασής τους στο παρόν. Το τυμπάνισμα του φινάλε, αφήνει τα συναισθήματα που γεννήθηκαν, την ένταση που διοχετεύτηκε και τις υψηλές ταχύτητες που ενυπάρχουν στη σύνθεση, να θολώσουν την ατμόσφαιρα όταν περιπλέκονται με επιρροές (στιχουργικές και ρυθμικές) από τους Beatles.

Το "Crime And Punishment", παρά, το, σταθερό για τα δεδομένα της μπάντας, μοτίβο του artwork, απέχει από το να είναι ένας ασπρόμαυρος δίσκος. Οι δομές των συνθέσεων, και η αποτελεσματικότητα των επιμέρους στοιχείων, αντιπαραβάλλονται ιδανικά με το πλέγμα συνθηκών, περιστάσεων, θεσμικών προβλημάτων και ανισοτήτων καθώς και προσωπικών επιλογών που είναι ο δίσκος. Μια επίθεση προς πάσα κατεύθυνση, η οποία όμως πρώτα έχει φέρει στα γόνατα τα υποκείμενα που την ασκούν. Ο νέος δίσκος των Regional Justice Center επιτυγχάνει να συνοψίσει σεμιναριακά τις δυνατότητες ενός ήχου σε σύγχρονο πλαίσιο. Το "Crime And Punishment" είναι πολλά περισσότερα από τις θεματικές και την οπτική του, όπως δεν είναι και μόνο τυφλή powerviolence οργή. Είναι ιδιοφυές, όχι επειδή είναι πολυεπίπεδο, αλλά γιατί, πρώτα αφοπλίζει με την αμεσότητά του, και έπειτα αρχίζει, σχεδόν χειρουργικά, να ξεδιπλώνει τον κόσμο του. Έναν κόσμο, που δεν θέλει κανείς αλλά είναι παρών. Έναν κόσμο που η μόνη επιλογή είναι να τον κοιτάξουμε κατάματα και να τον κοντράρουμε αν δεν θέλουμε να αφανιστούμε όταν έρθει η σειρά μας.

"I Wish There Was A Way to Get Back Home / But Now We’re Left To Carry The Weight"

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET