Morrissey

I Am Not A Dog On A Chain

BMG (2020)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 29/04/2020
Όσοι τον έχουν ξεγράψει, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δύσκολη εποχή για μουσικούς ήρωες. Πόσο μάλλον αν είσαι ένας μονίμως αντιδραστικός 60χρονος γκρινιάρης -γνωστός και ως "Pope of Mope"- που μεγάλωσε μέσα στην κουλτούρα του punk και που πάντα απολάμβανε να εκφράζει αμφιλεγόμενες απόψεις και να γεννά αντιπαραθέσεις. Έχοντας στο παρελθόν ταχθεί δυναμικά κατά της μοναρχίας, κατά της Margaret Thatcher, του George W. Bush, του Tony Blair, του Donald Trump και της Hillary Clinton, έχοντας πανηγυρίσει την εκλογή του Barack Obama, αλλά επικρίνοντας τον στη συνέχεια λόγω του ότι δεν έκανε περισσότερα ενάντια στην αστυνομική βία κατά των μειονοτήτων, και θεωρώντας τον Bernie Sanders ως μια έξυπνη και λογική κυβερνητική εναλλακτική, ο Moz ξενέρωσε αρκετούς όταν πέρυσι βγήκε στη σκηνή φορώντας κονκάρδα του ακροδεξιού κόμματος "For Britain".

Και φυσικά, όπως προτάσσουν τα σημερινά ήθη, ο καλλιτέχνης που όλη του την καριέρα κατέκρινε κάθε μορφής εξουσίας υπερασπιζόμενος την εργατική τάξη, που ταύτισε την καριέρα του με τον αγώνα υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, και που ποτέ δεν δίστασε να εκφράσει τη γνώμη του είτε για τη σύγχρονη κοινωνία, είτε για άλλους συναδέλφους του (δεν ξεχνάμε το "The Cure. A new dimension to the word 'crap"), αδιαφορώντας για το πόσο αντιπαθητικό θα τον κάνει αυτό, άρχισε να αντιμετωπίζεται από πολλούς ως το βρετανικό ισοδύναμο του Varg Vikernes. Ο Guardian και αρκετοί άλλοι αφιέρωσαν τόνους μελάνης για να αποδείξουν πως πρόκειται για έναν ξοφλημένο καλλιτεχνικά ρατσιστή, πολλά καταστήματα αποφάσισαν πως δεν θα πουλάνε πλέον τα cd του, ενώ η κοινή γνώμη έβγαλε το πόρισμα πως στον Morrissey πλέον δεν αξίζει η συμπάθειά μας.

Με δεδομένο ότι βρίσκω τις θέσεις του "For Britain" απαράδεκτες ακόμη και για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα, ανήκω κι εγώ σε αυτούς που απογοητεύτηκαν από τη στάση του. Δεν έπεσα φυσικά από τα σύννεφα, αφού είχαν προηγηθεί διάφορες «παράξενες» δηλώσεις τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα όμως, παρόλο που πάντα θα έχω μια συμπάθεια προς τους καλλιτέχνες που παίζουν με τα όρια και προκαλούν, ποτέ δεν θεώρησα πως όσοι ανεβαίνουν πάνω στη σκηνή είναι κάποιας μορφής υπερφυσικά όντα απαλλαγμένα από τα στερεότυπα που κουβαλάει όλη η υπόλοιπη κοινωνία. Ούτε εναπόθεσα ποτέ σε κάποιον δημιουργό τις ελπίδες μου για να αλλάξει τον κόσμο. Όπως εξάλλου όλοι θα έπρεπε να γνωρίζουν, από τον Tom Morello που μας έλεγε πόσο επικίνδυνη θα ήταν η εκλογή του “ακραίου" Sanders, μέχρι το φλερτ του David Bowie με τον φασισμό κατά την περίοδο του Thin White Duke, οι καλλιτέχνες πολύ συχνά πέφτουν θύματα των αντιφάσεών τους. Γι’ αυτό εξάλλου δεν ζητάνε την ψήφο μας, δεν επιδιώκουν να κυβερνήσουν κανέναν, ούτε έγιναν διάσημοι λόγω της σπουδαίας πολιτικής τους σκέψης.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να ακυρώσω τον Morrissey όχι μόνο ως τραγουδοποιό ή ως τραγουδιστή αλλά συνολικά, ως καλλιτέχνη, με την πλήρη έννοια της λέξης. Το μόνο που θα μπορούσε εξάλλου να μειώσει πραγματικά τη σπουδαία πορεία του, είναι οι πρόσφατες, κάπως μέτριες, κυκλοφορίες του που οδήγησαν ακόμη και τους πιο θερμούς οπαδούς του να αρχίσουν να αναρωτιούνται αν υπάρχει πραγματικά λόγος να συνεχίσει να δισκογραφεί. Τρία χρόνια λοιπόν μετά το "Low in High School", κι ένα χρόνο μετά το άλμπουμ διασκευών "California Son", ο δέκατος τρίτος solo δίσκος του με τίτλο “I Am Not a Dog on a Chain" είναι γεγονός. Και αν αναρωτιόσασταν για τη στάση του απέναντι σε όσα του προσάπτουν, ο Moz γρήγορα δηλώνει "I see no point in being nice", κάτι που επιβεβαιώνει συνεχώς σε όλο τον δίσκο.

Συνεπώς, ο ακροατής δεν πρέπει να ξαφνιαστεί με τους στίχους του “Jim Jim Falls", ενός κομματιού που κυριαρχούν τα ηλεκτρονικά στοιχεία και φέρνει στο μυαλό τις δουλειές του Bowie στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, όπου ο Morrissey τραγουδά "If you're gonna kill yourself, then for God's sake, just kill yourself". Το γνήσιο βρετανικό του φλέγμα εκφράζεται στη συνέχεια με το μελαγχολικό "Love Is on Its Way Out", όπου ο εξηντάχρονος καλλιτέχνης μας μιλάει για τους “sad rich, hunting down, shooting down elephants and lions" ενώ κορυφώνεται στο ομώνυμο κομμάτι με τους στίχους "Oh, maybe I'll be skinned alive by Canada Goose because of my views". Πιστός στο δόγμα του μηδενικού συμβιβασμού, ο Morrissey όχι απλά δείχνει να μην έχει δεύτερες σκέψεις για τις πρόσφατες θέσεις που εξέφρασε αλλά φαίνεται πως έχει σκοπό να τις υπερασπιστεί περήφανα και πεισματικά μέχρι τέλους. Και σε όποιον αρέσει.

Όμως, η αμφισβήτησή του από σημαντικό κομμάτι του κοινού, φαίνεται να τροφοδοτεί και την ανάγκη του να αποδείξει πως έχει ακόμη πολλά να πει σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Σχεδόν εγωιστικά λοιπόν, ο Moz μας πετάει το ένα εξαιρετικό κομμάτι μετά το άλλο. Ειδικά δε, στο "Bobby, Don't You Think They Know?" όπου η κληρονομιά των Smiths συναντά την παράδοση της Motown, ο καλλιτέχνης, χωρίς ίχνος υπερβολής, μας παραδίδει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια που έχει γράψει ποτέ. Γενικά όμως, παρόλο που το πρώτο μισό του δίσκου είναι σαφώς ανώτερο, το άλμπουμ κατάφερε να ξεπεράσει κατά πολύ τις προσδοκίες μου. Από τις έντονες Madchester πινελιές του “Knockabout World", και το φλερτ με τους Stone Roses, στους ηλεκτρονικούς πειραματισμούς του “Once I Saw the River Clean", και από εκεί στην εθιστικά επαναλαμβανόμενη μπασογραμμή του “The Secret of Music", ο Morrissey μοιάζει πιο εφευρετικός και με περισσότερη πειραματική διάθεση απ’ ό, τι έχει υπάρξει εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Βέβαια, το πιο εύκολο πράγμα για κάποιον αυτή τη στιγμή είναι να τον ακυρώσει συλλήβδην ως καλλιτέχνη και, συνεπώς, να θεωρήσει σκουπίδι οτιδήποτε κυκλοφορεί με την υπογραφή του. Είναι μια τεχνική που ακολουθούν διάφοροι, από τον Guardian μέχρι το Pitchfork, χωρίς να αφιερώσουν έστω και λίγο χρόνο για να ακούσουν και να αξιολογήσουν τη μουσική του. Αυτοί χάνουν θα πω εγώ, καθώς ο Morrissey μετά από χρόνια δείχνει να απολαμβάνει αυτό που κάνει, ενώ δεν διστάζει να βγει από τα νερά του προσπαθώντας να παίξει μπάλα σε γήπεδα με τα οποία δεν είναι εξοικειωμένος. Και το κάνει καλά, χάρη στη βοήθεια του Joe Chiccarelli ο οποίος κάθεται ξανά στην καρέκλα του παραγωγού, αλλά και του πιστού του, εδώ και δεκαέξι χρόνια, συνεργάτη, Jesse Tobias, ο οποίος έχει συγγράψει τα μισά τραγούδια του δίσκου.

Ακόμη λοιπόν και αν αποδεχτούμε πως ο διαχωρισμός έργου-δημιουργού είναι μια συνθήκη που μπορεί να υφίσταται, υπάρχουν κάποιοι καλλιτέχνες των οποίων η προσωπικότητα, τα λόγια ή οι πράξεις την καθιστούν αδύνατη. Ο Morrissey όμως ήταν πάντα ένας διάσημος φαφλατάς που δεν σταμάτησε ποτέ να τρέφεται από τις ατέλειες αυτού του κόσμου και να γκρινιάζει ασταμάτητα για όσα τον ενοχλούν, χωρίς αυτό να μας κάνει να τον μισήσουμε. Το γεγονός λοιπόν πως τα τελευταία χρόνια μοιάζει αρκετά πιο ανυπόφορος νομίζω πως δεν είναι λόγος για να τον θεωρήσουμε “τελειωμένη υπόθεση". Δίχως αμφιβολία ο Moz αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Και κυρίως της δικής του ιστορίας η οποία σε καμία περίπτωση δεν συνάδει με τα όσα διακηρύττει τελευταία. Συνεπώς, είναι πλέον καιρός να ακολουθήσει ο ίδιος τις συμβουλές του και να αρχίσει να βλέπει τον εαυτό του λιγότερο ως ανυπεράσπιστο θύμα και περισσότερο ως έναν ενήλικα του οποίου τα λόγια ίσως και να μπορέσουμε κάποια στιγμή να πάρουμε ξανά στα σοβαρά. Αν ο Morrissey καταφέρει επιτέλους να ξεπεράσει το τεράστιο «εγώ» του και καταλάβει πως ο μεγαλύτερος εχθρός του αυτή τη στιγμή είναι ο εαυτός του, πιθανά να εξασφαλίσει και την υστεροφημία που του αξίζει. Προς το παρόν, η νέα του δουλειά, παρά τις όποιες ατέλειες που πάνε πακέτο με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αποτελεί μια εντυπωσιακή επιστροφή και, με διαφορά, τον καλύτερο του δίσκο μετά το "Ringleader Of The Tormentors" του 2006.

  • SHARE
  • TWEET