Morrissey

Low In High School

BMG (2017)
Από την Βάσω Καραντζάβελου, 29/12/2017
Αξίζει να ακούσουμε όσα έχει να πει ο Morrissey, εν έτει 2017;
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Νάρκισσος- πατέρας της indie. Ματαιόδοξος φαφλατάς - καλλιτεχνική ιδιοφυία. Εκβιαστικά δραματικός. Ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής. Ο βασιλιάς καρνάβαλος της σύγχρονης μουσικής. Οι κοσμητικοί χαρακτηρισμού που μπορούμε να του αποδώσουμε είναι χιλιάδες και εξίσου ακραίοι με τον ίδιο. Ο Morrissey έχει είτε ολοκληρωτικά δοσμένους fans, είτε ορκισμένους εχθρούς- μέση κατάσταση δεν υπάρχει. Πάντως ποτέ δε περνά απαρατήρητος.

Ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, ένα τεράστιο μουσικό κεφάλαιο φέρει το όνομα του. Κατά καιρούς έχει εμπνεύσει κόσμο από κάθε γωνιά της γης, πηδώντας γεωγραφικά σύνορα, κοινωνικές διαφορές, την τυπολατρία και τον πουριτανισμό. Χυδαία ή πεφωτισμένη, η προκλητική φιγούρα του Moz αποτελεί το αγαπημένο φετίχ των απανταχού indie-heads, το υψηλότερο τρόπαιο, τη γενεσιουργό αιτία όλης της -σύγχρονης- μουσικής που μας αρέσει. Κι εκεί που κάποιες πρωτόγονες ανθρωπολογικές ιστορίες λένε πως οι γιοι αποφάσισαν να ξεπεράσουν τον πατέρα σκοτώνοντας τον (και τρώγοντας τη σάρκα του), εμείς δε χρειάστηκε να κάνουμε τίποτα από αυτά για να ξεπεράσουμε την πατρική φιγούρα του πάλαι πότε κραταιού frontman των Smiths. Κι αυτό επειδή γίνεται ο ίδιος βορά (θυσία;) για τους «γιούς» και τις «κόρες» του.

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο. Όταν ο Τύπος ασχολείται με κάθε σου δραστηριότητα εκτός από τη μουσική σου, ε, κάτι πρέπει να πηγαίνει στραβά. Δεν έχω καταλήξει αν ο Morrissey επενδύει ή κάνει cash out, με μαξιλάρι -πάντα- το brandname και τις μεγαλοστομίες του, που όπως και να το κάνουμε, θα του εξασφαλίσουν άλλο ένα εξώφυλλο, χιλιάδες ακόμα ειδήσεις γύρω από το όνομα του, συζητήσεις, κατακραυγή, επευφημίες, μιμίδια. Κι όλα καταλήγουν στην παράταση των πέντε λεπτών δημοσιότητας που ο καθένας δικαιούται. Και ο Moz τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αναζητάει όλο και πιο απελπισμένα αυτό τον έξτρα χρόνο. Στο τέλος πάντα τον παίρνει. Τον αξίζει όμως;

Αυτή η κριτική ξεκίνησε λιγουλάκι απότομα και αποκαρδιωτικά για τους θαυμαστές. Για να γλυκάνω λίγο το χειλάκι μας, μάθετε πως στη νέα του δουλειά βρίσκουμε ορισμένα εξαιρετικά μουσικά μέρη, απότοκα της εξερευνητικής του διάθεσης για νέους ήχους- κάτι στο οποίο δε μας έχει συνηθίσει. Gospel και χαλαρωτικά italo disco περάσματα, μεσοπολεμικό καμπαρετζίδικο πιάνο και εντυπώσεις από έθνικ μπόσα νόβα ενσωματώνονται αξιοπρεπώς στο ήπιο rock κλίμα που διατρέχει τη σόλο καριέρα του. Στο "Low In High School" θα βρεις επιτέλους αξιοπρεπή κομμάτια, εμπνευσμένα, αξιομνημόνευτα σε βάθος χρόνου.  Το "Jacky’s Only Happy When She’s On Stage" μαζί με το "I Bury The Living" αξίζουν να θεωρηθούν τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, με την κενή θέση στο βάθρο να γεμίζει το "When You Open Your Legs".

Δε χρειάζεται τρελή παρατηρητικότητα για να καταλάβει κανείς πως και τα τρία αυτά κομμάτια είναι βαθιά επηρεασμένα τόσο από τους Smiths όσο και από τα πιο πρόσφατα άλμπουμ του, υπό πιο soft οπτική. Είναι ικανοποιητικές και χαρμόσυνες τέτοιου είδους προσπάθειες, γιατί, ακόμα κι αν δε κάνουν την υπέρβαση, μπλέκουν τίμια μουσικές καταβολές και εξτρά ιδέες, χωρίς να ποντάρουν εξ ολοκλήρου στην βαρύτητα του ονόματος.

Φυσικά και υπάρχουν κι άλλα σημεία που κάτι σου θυμίζουν. Τελικά, αυτό που σε κρατάει από το να πατήσεις το replay είναι η αίσθηση copy-paste της περασμένης δισκογραφίας, ένα déjà vu μακράς διαρκείας. Λες και φτιάχτηκαν τόσο προβλέψιμα με κάποιο σχέδιο εξαρχής. Προσωπικά μπορώ να φανταστώ την εριστική φάτσα του Morrissey, αγιογραφημένη (πιθανότατα σε κάποιο ναό που έχει χτίσει ο ίδιος για την αγαπημένη του χθόνια θεότητα- τον Εαυτό του), να χαμογελά σαρκαστικά κάθε φορά που ο ακροατής ακούει μία ενδιαφέρουσα προσθήκη και στα καπάκια γειώνεται, είτε με φθαρμένα -από τη χρόνια χρήση- στοιχεία, είτε με αχρείαστες φιοριτούρες.

Ρίξε μία ματιά στο artwork. Άνετα θα κοσμούσε έναν -κλασσικό- τοίχο μπαρ, γεμάτο εξώφυλλα σπουδαίων δίσκων. Έχει μια ικανότητα ο άτιμος να κοσμεί τους δίσκους του με εμβληματικές παραστάσεις ,κομμένες και ραμμένες για να εκτελούν χρέη επαναστατικής αφίσας σε μπαρουτοκαπνισμένα φοιτητικά δωμάτια. Το συγκεκριμένο εξώφυλλο τραβάει την προσοχή, όμως πέφτει στο κενό μετά την πρώτη ακρόαση, όταν συνειδητοποιείς πως ακούς πάλι την ίδια παρωχημένη καραμέλα. Ξινός κυνισμός, επιφανειακή κριτική και αντικομφορμισμός. Πόσο ειρωνικό να πουλάει αντισυμβατιλίκι ένας τύπος που έχει βολευτεί εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια στην ίδια θεματολογία, επιμένει να αυτοανακηρύσσεται «η φωνή που χρειάζεται ο κόσμος», συντηρεί τις αιώνιες κόντρες με τους παραδοσιακούς εχθρούς (λέγε με βασιλική οικογένεια) ενώ παράλληλα γλύφει δεξιά και αριστερά πολιτικούς και προμοτάρει τον εαυτό του με τον πιο κιτρινιάρικο τρόπο. Ο ίδιος άνθρωπος που μας γοήτευσε, με το μαύρο χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό, τις ημι-splatter περιγραφές του, την παροιμιώδη καταγραφή της μοναξιάς, μας έχει απογοητεύσει.

Η μοναδική φιγούρα του Morrissey έχει πάντα κάτι μοναδικό να πει και φυσικά μία τρομερή ευχέρεια λόγου. Κάπου στην πορεία η συνοχή χάνεται, ο ναρκισσισμός του παίρνει το πάνω χέρι και η όλη προσπάθεια καταντά άλλο ένα κενό ρεσιτάλ αυτοθαυμασμού και ξερολισμού. Είναι αλήθεια ότι η καριέρα του είναι ένα one man run, σε ένα στίβο στον οποίο πολλοί θέλησαν να μπουν. Πλέον όμως δε θυμίζει σε τίποτα μία ηρωική Φειδιππίδεια κούρσα- κάθε άλλο, φέρνει περισσότερο σε καλτ σκηνή από b-movie, όπου ο ημιπαράφρων prop χαρακτήρας κρατά πινακίδα "the end is near" και περιφέρεται κηρύττοντας.

  • SHARE
  • TWEET