Αντιλαμβάνεται τη μουσική άλλοτε ως μια εναλλακτική γέφυρα επικοινωνίας, άλλοτε ως ένα θέαμα βγαλμένο από το θέατρο των ονείρων κι άλλοτε ως έναν πόνο που οφείλει να βιώσει αναζητώντας μια κάποια λύτρωση....
Marillion
An Hour Before It's Dark
Διατηρώντας τον απελευθερωμένο δημιουργικά χαρακτήρα τους, οι Marillion παραμένουν σπουδαίοι και επίκαιροι, προσφέροντας ένα ακόμα απολαυστικό άλμπουμ
Όσο περνάνε τα χρόνια όλο κι ενισχύεται η άποψη που έχω σχηματίσει για τους Marillion πως αποτελούν ένα πολύ ξεχωριστό συγκρότημα.
Ακούγεται, όντως, κλισέ και είναι κάτι που το λέμε συχνά, μόνο που στην περίπτωση των (neo) progger Βρετανών θεωρώ ότι ισχύει. Πέραν του ότι νιώθω τη μουσική τους να ωριμάζει καλύτερα μέσα μου με τα χρόνια, είναι αυτή η σχεδόν απαράμιλλή ποιότητα που τους χαρακτηρίζει, η οποία δεν προτάσσεται ως κάποιου είδους σημαία, αλλά αποκαλύπτεται όσο περισσότερο εξερευνάς το σπουδαίο μουσικό σύμπαν που έχουν χτίσει. Παράλληλα, είναι και αυτή η συνέπεια και η σταθερότητα που τους χαρακτηρίζει: από το την ελευθερία στη δημιουργική προσέγγιση ως τη διατήρηση των μελών της μπάντας, τα πράγματα που μπορεί να φαντάζουν ως δευτερεύοντα είναι μερικές φορές τα πιο σπουδαία.
Πολύ σύντομα θα συμπληρώσουν σαράντα δισκογραφικά χρόνια, τριάντα τρία εκ των οποίων ανήκουν ήδη στη Hogarth εποχή της ιστορίας τους, κι όμως μοιάζουν αγέραστοι, αδάμαστοι και ακατάβλητοι. Το απέδειξαν με εκκωφαντικό τρόπο με το "F.E.A.R." πριν πεντέμισι χρόνια, αλλά το διάστημα που μεσολάβησε - και δη τα δυο τελευταία χρόνια - θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για οποιοδήποτε καλλιτέχνη. Όχι, όμως, για αυτή τη μπάντα.
Η δέκατη ένατη δισκογραφική δουλειά τους μοιάζει να συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός της, χωρίς να υπάρχει κανένα νόημα να προβούμε σε επιμέρους συγκρίσεις. Πρόκειται ένα άλμπουμ ανάλογου ποιοτικού επιπέδου με το "F.E.A.R." ή το "Sounds That Can’t Be Made"˙κι αυτό είναι αρκετό. Το πως θα αποτυπωθεί και πως θα κατασταλάξει μέσα στον κάθε ακροατή έγκειται κυρίως στο πως αυτός θα το υποδεχθεί. Αν πάλι σε κάποιον δεν κάνει το "An Hour Before It’s Dark" είναι μάλλον δικό του θέμα κι όχι των Marillion.
Θα τολμούσα, βέβαια, να πω ότι σαν σύνολο το "An Hour Before It’s Dark" είναι λίγο πιο προσιτό σε σχέση με το "F.E.A.R.", ίσως λόγω της δομής και της διάρκειας του, παρότι η παρέα των Hogarth/Rothery/Trewavas/Kelly/Mosley συνεχίζει να νιώθει πιο άνετα στις συνθέσεις με μεγάλη διάρκεια, όπως μαρτυρούν τα δεκαπέντε λεπτά του "Care", τα δέκα του "Sierra Leone" και τα σχεδόν δέκα του "Be Hard On Yourself". Όπως, επίσης, συνεχίζει να μοιάζει ως μια απόλυτα ισορροπημένη και δημοκρατική ομάδα, όπου κάθε μέλος έχει δημιουργικό χώρο και λόγο ύπαρξης. Όλα τα μέλη φαντάζουν ίσα απέναντι στο τελικό αποτέλεσμα, εκτός από τον Steve Hogarth που είναι λίγο πιο… ίσιος.
Οι κιθάρες του Steve Rothery είναι πάντα σαγηνευτικές, ειδικά όταν βγαίνουν στο προσκήνιο και Gilmourίζουν, ο Mark Kelly έχει έναν υπέροχο τρόπο άλλοτε να γεμίζει το ηχητικό κάδρο κι άλλοτε να οδηγεί μελωδικά τη μουσική με τα πλήκτρα του, ενώ το rhythm section των Pete Trewawas και Ian Mosley είναι από τα πιο αδικημένα/λιγότερο αναγνωρισμένα στην ιστορία της rock μουσικής. Όπως, επίσης, θα ήταν παράλειψη να μην σημειωθεί η συνεισφορά του Mike Hunter, ο οποίος εδώ και χρόνια έχει ενεργό ρόλο ως παραγωγός στις δουλειές της μπάντας. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, είναι η φωνή, οι στίχοι και η ερμηνευτική ικανότητα του Hogarth που καθορίζουν σε λίγο μεγαλύτερο βαθμό την εμπειρία της ακρόασης του άλμπουμ. Είναι το τι λέει. Είναι και το πως το λέει.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ για μια ακόμα φορά άρρηκτη τη σύνδεση μουσικής και φωνής/στίχων για την ολοκληρωμένη ακρόαση ενός δίσκου των Marillion. Ακόμα κι αν κάποια θέματα μένουν σκοπίμως ασαφή, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναλογιστώ τη μουσική χωρίς τη φόρτιση την οποία προσδίδουν οι στίχοι του Hogarth. Πως να τον παραβλέψεις όταν τραγουδάει «I put my arms around her and I killed her with love», αναλογιζόμενος ότι δυο χρόνια τώρα μπορεί να έχεις στερηθεί το να πάρεις αγκαλιά ένα αγαπημένο σου πρόσωπο για να μην γίνεις η αιτία να χάσει τη ζωή του;
Τα δυο πρώτα δείγματα, το "Be Hard On Yourself" και το "Murder Machines" είναι ενδεικτικά του ύφους και της ηχητικής προσέγγισης και του κλίματος του δίσκου, κι αν τα βρίσκετε εξαιρετικά (όπως εγώ) μην έχετε καμία αμφιβολία και για το υπόλοιπο άλμπουμ. Με - ενδεχομένως αναμενόμενα - καλύτερο όλων το κλείσιμο του "Care" κάθε τραγούδι έχει το χρώμα και τον σκοπό του στο άλμπουμ, είτε μιλάμε για το πιο uplifting "Reprogram The Gene" ή για το πιο ατμοσφαιρικό "The Crow And The Nightingale". Τα εν συνόλω 55 λεπτά δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση αποτρεπτικό παράγοντα για όσους χάνονται στην πολλή πληροφορία.
Το "An Hour Before It’s Dark" αποτελεί ένα ακόμα απολαυστικό άλμπουμ στη δισκογραφία των Marillion, με κάθε στιγμή του να διακατέχεται από αυτόν τον απελευθερωμένο δημιουργικά αέρα που έχει γίνει ταυτόσημος με την ιστορία της μπάντας και την κρατάει ακόμα επίκαιρη. Και, κάπως έτσι, οι Marillion συνεχίζουν να είναι μια ξεχωριστή μπάντα, και εμείς μπορούμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, όχι μόνο γιατί απολαμβάνουμε ακόμα τις μουσικές της, αλλά και γιατί συνεχίζουμε να μαθαίνουμε μέσα από αυτές.
«Paint a picture, sing a song, plant some flowers in the park. Get out and make it better» μας παροτρύνει ο Hogarth. «And don’t forget to listen to Marillion» θα προσθέσω εγώ.