Mamaleek
Vida Blue
Ὁ βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή
Ο Vida Blue ήταν ένας από τους πιο θρυλικούς παίκτες του baseball, που πεθανε πέρυσι τον Μάιο σε ηλικία 73 ετών. Αριστερόχειρας, μπορούσε να πετάξει την μπάλα με ταχύτητα που έφτανε τα 160 χιλιόμετρα, και δικαίως έμεινε στην ιστορία για την αθλητική του παρακαταθήκη. * Η βελόνα του πικάπ χαράζει το βυνίλιο, και η μουσική σταματάει απότομα * Τι ακριβώς σημαίνει «έμεινε στην ιστορία;», αναρωτιούνται οι Mamaleek, το πειραματικό συγκρότημα απ’ το Σαν Φρανσίσκο, ενώ παράλληλα θρηνούν τον χαμό του πληκτρά τους, Eric Livingston, ο οποίος επίσης πέθανε πέρυσι, τον Μάρτιο. Τι είναι αυτό που μένει από έναν άνθρωπο στην προσωπική και συλλογική μνήμη, και τι είναι εν τέλει αυτό που αποκαλούμε απώλεια; Με όχημα κάτι τόσο τυπικό για την κουλτούρα των ΗΠΑ, όπως είναι ένας μυθικός πίτσερ, οι Mamaleek ξεκινούν στον νέο δίσκο τους μία καταβύθιση στα θέματα της απώλειας, στις διάφορες εκδοχές της, και της μνήμης.
Πιάνοντας το νήμα απ’ το σημείο που το είχαν αφήσει πριν δύο χρόνια με το "Diner Coffee", οι Mamaleek διευρύνουν την avant-black λογική τoυς, μπολιάζοντάς την με noise και sludge περάσματα (ενδεικτικά προσφέρεται το χοντρό μπασο-riff στο "Hatful of Rain"). Τα jazz/blues ηχοχρώματα παραμένουν συστατικό στοιχείο, πλάι σε γεμίσματα από synths, και νεκρώσιμα φλάουτα. Η φωνή του τραγουδιστή της ανώνυμης κολλεκτίβας, παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στοιχεία τους, περνώντας τις φωνητικές χορδές του Tom Waits από μία zombification επεξεργασία, ενώ δεν διστάζει να γίνει πιο απόκοσμα μελωδική, ή εμφανώς καταγγελτική, σε ένα αμάλγαμα βόρβορου, κραυγής, και βαρύτονου soul.
Έχουμε ξαναπεί, ότι οι Mamaleek, δηλαδή τα δύο αδέρφια και οι συνοδοιπόροι τους, παίζουν μία μουσική οριακή. Πρόκειται για μουσική που δύναται να σε συγκινήσει σε ένα υπαρξιακά βαθύτερο επίπεδο, καθώς φέρει κάτι από τη στυλιζαρισμένη νέκρα ενός παρελθόντος, σε ένα metal ισοδύναμο του Caretaker. Ακούς το ιντερλούδιο "Momentary Laughter Concealed from my Eyes" και αμέσως μετά το "Black Pudding Served at the Horn of the Altar" κι ενώ επεξεργάζεσαι την παραδοξολογία των τίτλων τους, αισθάνεσαι ένα μεγαλόπρεπο, μα πλέον στοιχειωμένο παρελθόν, και σιγά σιγά την ανοικειότητα ενός κόσμου που σκιαγραφούσε ο Μαρκ Φίσερ (κι αυτός βασισμένος πάνω στην καπιταλιστική μαζική κουλτούρα του κινηματογράφου) στο «Απόκοσμο και το Αλλόκοτο». Η μουσική τους ακούγεται περίεργη, αλλόκοτη, εντοπισμένη στο κατώφλι μεταξύ μίας ολοκληρωμένης και γνώριμης εικόνας των ΗΠΑ και των ονείρων που δημιουργεί – μυθικότητα, αθανασία, πληθώρα – και μίας ξένης, τρομακτικής, αίσθησης της παροδικότητας, του άπιαστου, μίας ζωής ασήμαντης και φευγαλέας.
Η μουσική που περιλαμβάνει το "Vida Blue" είναι αιχμηρή, είναι όμως και συμπαγής. Τα ντραμς και το μπάσο λειτουργούν σε πλήρη αρμονία και στιβαρότητα, καθοδηγώντας τις συνθέσεις με ελάχιστες παύσεις και απουσίες. Πάνω τους έρχονται να προστεθούν όλα τα υπόλοιπα, με σφιχτό ή χαλαρό δέσιμο, ποτέ όμως δεν υπάρχει μία κατάρρευση, εξαιτίας αυτής της στέρεης βάσης. Χαρακτηριστικό το "Tegucigalpa", που μπορεί να συμπυκνώσει ιδανικά το μουσικό περιεχόμενο του "Vida Blue", και αποτελεί ασφαλές κριτήριο για το αν ο δίσκος θα σου ταιριάξει ή όχι. Μόνο το ομώνυμο επιτρέπει στον εαυτό του να βγει από την εξίσωση, και να διασπαρεί σε μία ατμόσφαιρα αποπνικτική, με όργανα κλασικής ορχήστρας στο background να ανταλλάζουν εφιαλτικές μουσικές νότες. Το "Ancient Souls, No Longer Sorrowful", φαντάζει συγκριτικά πολύ πιο στακάτο, συγκεντρωμένο, και σαφές στη δομή του, όπου η κιθάρα αγκαλιάζει το ρυθμικό groove, και το πολλαπλασιάζει με αρκετά σέξυ blues licks. Στο δε "Legion of Bottom Deck Dealers", το δεκάλεπτο έπος που κυριαρχεί στο δεύτερο μέρος, έχουμε ένα κολάζ διαφορετικών ήχων, σε ένα μουσικό ταξίδι που δεν βιάζεται να σου αποκαλύψει όλες τις πτυχές του και τις διαφορετικές φάσεις που το συναπαρτίζουν.
Το τέλος του "Vida Blue" με το "Hidden Exit on Grayhound" είναι γλυκόπικρο, σύντομο, ονειρικό. Τα φωνητικά ισορροπούν μεταξύ του γελοίου και του καθησυχαστικού, και οι καμπάνες εντείνουν αυτήν την αίσθηση συναισθηματικής αποφόρτισης και δικαίωσης. Οι Mamaleek μεγαλούργησαν ξανά, πατώντας πάνω στο προηγούμενο έργο τους, αλλά χωρίς επαναλήψεις, κι έδωσαν έναν δίσκο πιο προσιτό απ’ το "Diner Coffee", διατηρώντας όμως μέσα του εξίσου δυνατά το μήνυμα μίας άλλης οπτικής πάνω στη ζωή και τον χαρακτήρα της. Αν στο "Diner Coffee" το μήνυμα ήταν η απελευθερωτική δυναμική του γέλιου, εδώ είναι η στιγμή που η κουρτίνα της αυλαίας κλείνει, η θεατρική παράσταση της ζωής ολοκληρώθηκε, κι ο θίασος ακούγεται από πίσω να γιορτάζει την εμπειρία της λήξης.