Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...
Gridlink
Coronet Juniper
Πώς διαδέχεσαι ένα σύγχρονο underground classic της εποχής μας; Με ένα ακόμα είναι η απάντηση
Δεν ξέρω πόσα άτομα φαντάζονταν πριν από εννέα χρόνια πως θα ερχόταν η στιγμή στο μέλλον να μιλάμε για νέο δίσκο των Gridlink. Όταν το συγκρότημα ανακοίνωσε την κυκλοφορία του, μετέπειτα καθολικά αποδεκτού ως σύγχρονου κλασικού δίσκου, "Longena", είχε ήδη προειδοποιήσει πως θα είναι ο τελευταίος του. Αιτία, το πρόβλημα υγείας του κιθαρίστα και βασικού συνθέτη, Takafumi Matsubara, που οδήγησε σε παράλυση του αριστερού του χεριού. Το άλμπουμ κατέφθασε, και με τη διαστημική τεχνική και την φανταστική συμπύκνωση ιδεών του, άφησε ένα ανεξίτηλο στίγμα. Με μια γλυκόπικρη μα αποθεωτική, αύρα.
Κάπως έτσι, οι Gridlink, πέρασαν στη σφαίρα του μυθικού, ανταμώνοντας με τους εμβληματικούς Discordance Axis, πρώην μπάντα του τραγουδιστή Jon Chang. Τα χρόνια πέρασαν, και ο Matsubara με εντατικές και διαρκείς αποθεραπείες ξεπέρασε τα προβλήματα υγείας του. Τότε, εκεί στο 2019 άρχισε να βγαίνει καπνός από το στρατόπεδο των Gridlink. O Matsubara κυκλοφόρησε απρόσμενα το εντυπωσιακό και πολυσυλλεκτικό προσωπικό του άλμπουμ, "Strange, Beautiful And Fast" με πληθώρα καλεσμένων τραγουδιστών. Παράλληλα, τα 2/3 των Discordance Axis, με τον Chang στο μικρόφωνο, συγκλόνισαν με το ομότιτλο άλμπουμ των No One Knows What The Dead Think. Αμφότερα, δύο από τις κορυφαίες grindcore κυκλοφορίες των τελευταίων ετών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επαναδραστηριοποίηση των Gridlink δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία. Η ανακοίνωση της άφιξης του "Coronet Juniper", έφερε επιφωνήματα θαυμασμού, ανατριχίλας, ενθουσιασμό, και, θαρρώ, ελάχιστη διστακτικότητα. Είμαι βέβαιος πως η δισκογραφία και δη το, μέχρι πρότινος πλέον, κύκνειο άσμα των Gridlink, αλλά και τα πρόσφατα ανδραγαθήματα, εμπνέουν εμπιστοσύνη στο πιστό τους ακροατήριο. Κάπως, υπήρχε στον αέρα η αίσθηση πως οι Gridlink θα κυκλοφορήσουν κάτι το μεγαλειώδες. Προσωπικά μιλώντας, ήλπιζα σε ένα άλμπουμ που ποιοτικά πιάνει το 70% του "Longhenna". Ευτυχώς, διαψεύσθηκα πανηγυρικά. Η δισκογραφική επιστροφή των Gridlink είναι ασύλληπτη και μεγαλειώδης.
Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να μην αναφερθώ στον άθλο του Matsubara να διατηρηθεί τεχνικά σε ένα αστρονομικά υψηλό επίπεδο. Ας το βγάλω λοιπόν από τη μέση. Η τεχνική κατάρτιση, και κυρίως η χημεία και το δέσιμο της τετράδας, είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες όσον αφορά το τελικό αποτέλεσμα. Οι ιδέες που περικλείονται σε αυτά τα 20 λεπτά, οι αλλαγές ρυθμού, τα σφικτά παιξίματα και οι περίπλοκες εναλλαγές σε μηδαμινά χρονικά διαστήματα, ηχούν πεντακάθαρες, αδιαμφησβήτητες και εντυπωσιακές και στο απαίδευτο αυτί, ακριβώς επειδή η συνεργασία των μουσικών είναι άριστη. Το "Coronet Juniper" συνεχίζει εκεί που σταμάτησε ο προκάτοχός του, ανοίγοντας ξανά νέους ορίζοντες στο ιδίωμα.
Οι Gridlink, σε μια εποχή που μπάντες όπως οι Wormrot, Full Of Hell, Cloud Rat κλπ έχουν φέρει το grindcore ξανά στο extreme metal προσκήνιο, καταφέρνουν να ηχήσουν εκ νέου ρηξικέλευθοι και ανανεωτικοί. Η εντεκάδα συνθέσεων που απαρτίζουν το άλμπουμ, ακολουθεί το νήμα των πιο μελωδικών πτυχών που εδραιώθηκαν στο "Longhenna". Κοινώς, το "Coronet Juniper" είναι το «λογικό επόμενο βήμα», το οποίο όμως δεν μένει μετέωρο, ούτε ασταθές. Αντιθέτως, τραντάζει τη Γη και επιτίθεται, όπως η sci-fi φιγούρα του εξωφύλλου του. Φυσικά, είναι άμεσα αντιληπτό πως «μελωδικό» και "grind" δεν συνεπάγονται κάτι το εύπεπτο.
Οι δομές και οι θεματικές εναλλαγές και εξελίξεις όμως των μουσικών ιδεών στο δίσκο, επιτυγχάνουν να προσφέρουν μνημονικά μέρη. Δεν γίνεται να μην νιώσεις το επικό μεγαλείο του "Nickel Grass Mosaic", ή να μην σε παρασύρει το εναρκτήριο lead του "Silk Ash Cascade". Μάλιστα, οι βίαια μελωδικές γραμμές, συνδυάζονται άψογα με τα σκισμένα και πονεμένα φωνητικά του Chang. Ακούς το σχεδόν τρίλεπτο "Ocean Vertigo" και το "Octave Serpent" που το ακολουθεί, και αντιλαμβάνεσαι πως οι Gridlink ηχούν πολύ κοντά σε ένα ανορίοτο μπαστάρδεμα grind με screamo και mathcore, που ακουμπάει και extreme prog/tech-death σημεία. Το υπερηχητικό φινάλε του δίσκου με το "Revenant Orchad", μια από τις κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ και των Gridlink γενικότερα, κλείνει σε φρενήρη και αδυσώπητη ένταση το άλμπουμ, Παρ’ όλα αυτά όμως νωρίτερα, η ομότιτλη σύνθεση, χάρη στη μελωδική της προσέγγιση και την αλλαγή ρυθμού με το κόψιμο στα μέσα της, παρείχε μια ανάσα εν μέσω γενιεκυμένου χάους.
Το "Coronet Juniper" όμως, ποτέ δεν ρίχνει τις ταχύτητες, ή τις εντάσεις. Μπορεί ανά σημεία να φαντάζει πιο εύκολο να ακολουθηθεί η ροή του, εν γένει όμως περιέχει ένα σκασμό από εντυπωσιακές, σε σύλληψη και εκτέλεση μουσικές ιδέες, που δεν αφήνουν το αυτί να ηρεμήσει ποτέ. Εκ νέου, οι Gridlink αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο στυγνής ηχητικής βίας και τρομοκρατίας. Αντιθέτως, το "Coronet Juniper" είναι ένα μεγαλειώδες και θριαμβευτικό απαύγασμα της σταδιοδρομίας μερικών από τους σημαντικότερους μουσικούς της σκηνής, το οποίο έρχεται για να μεγαλώσει και όχι να υπενθυμίζει τη φήμη και επιρροή τους. Οι Gridlink δεν επέστρεψαν απλώς με ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς. Κυκλοφόρησαν ξανά, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ στην ιστορία του ιδιώματος. Γιατί μπορούν. Δέος. A, πληροφοριακά, το άλμπουμ περιέχει και instrumental εκδοχές των τραγουδιών για υπερβατικό karaoke.