Glacier

The Passing Of Time

No Remorse (2020)
Από τον Σπύρο Κούκα, 15/10/2020
Διεκδικώντας ξανά το δικαίωμα στο όνειρο, οι Glacier παραθέτουν το ετεροχρονισμένο μα απολαυστικό ντεμπούτο τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Να που ακόμη και για τις πιο απροσδόκητες περιπτώσεις επιστροφών, ποτέ μην λες ποτέ. Οι Glacier, μια από τις πλέον αδικοχαμένες και παραγνωρισμένες μπάντες στο «βαθύ» US power metal underground, με μονάχα ένα επίσημο EP και μια σειρά από demo στο ενεργητικό της, επιστρέφει στο δισκογραφικό προσκήνιο με το ολοκληρωμένο ντεμπούτο full length της. Τί κι αν πέρασαν 35 χρόνια από εκείνο το ομότιτλο EP τους, το οποίο τους εισήγαγε στον κόσμο της δισκογραφίας, αφήνοντας ως παρακαταθήκη τουλάχιστον έναν ύμνο του ιδιώματος (βλέπε "Vendetta"); Οι ανανεωμένοι Αμερικάνοι metallers διεκδικούν την ευκαιρία που τους στέρησε ο χρόνος και οι συγκυρίες, πίσω στα ‘80s, έστω κι αν από εκείνη την εποχή, μονάχα ο τραγουδιστής Michael Podrybau διασώζεται στην τωρινή σύνθεση τους.

Άλλωστε, δεν αποτελούν ούτε τους πρώτους, μα ούτε και τους τελευταίους «νεκραναστημένους» πάλαι ποτέ underground ήρωες που πράττουν κάτι ανάλογο, με τις συμμετοχές, μάλιστα, των Timm Proctor και Loren Bates (μέλη τους κατά τη δεκαετία του '80) στο "The Passing Of Time", να σώζει τα προσχήματα - όπως και η παρουσία υλικού από τότε ("Live For The Whip", "Sands Of Time"). Σε τελική ανάλυση, η μουσική είναι εκείνο που πραγματικά έχει σημασία και σε ό,τι αφορά αυτόν τον τομέα, οι Glacier εκπλήσσουν με την ποιότητα της δουλειάς τους στα όσα ακούμε στο ετεροχρονισμένο ντεμπούτο τους.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός πως μιλάμε για ένα δίσκο άριστα δουλεμένο, με ουσιαστικές συνθέσεις άμεσου heavy metal προσανατολισμού, πιστό στις διδαχές των Judas Priest, κατά κύριο λόγο. Το συναίσθημα περισσεύει, εκφραζόμενο κυρίως μέσω των στιβαρών ερμηνειών του Podrybau, ο οποίος σωστά δεν υπερβάλλει, φθάνοντας στα όρια που του επιτρέπουν οι δυνατότητες του. Συγχρόνως, οι κιθάρες του υλικού είναι υποδειγματικές, με συνεργασία που αποδίδει μερικές καίριες, εύληπτες δισολίες, σταθερά ενδιαφέροντα leads και συνολική δουλειά που αποκαλύπτει νέα πράγματα με κάθε πιο προσεκτική ακρόαση.

Το rhythm section μονάχα ως απλά υποστηρικτικό δεν στέκεται, με το μπάσο να ζητά και να παίρνει χώρο και χρόνο για να προσθέσει μικρές πινελιές σε κάθε σύνθεση και τα τύμπανα να φαντάζουν σχεδόν «χαλιναγωγημένα», με τα Maiden-ικά "Infidel" και "The Temple And The Tomb" να μοιάζoυν αντιπροσωπευτικά για του λόγου το αληθές. Την ίδια στιγμή, το άλμπουμ εμφανίζει το προτέρημα να παραμένει μεστό σε όλη την έκταση του, επιλέγοντας την «παραδοσιακή» λογική των τεσσάρων τραγουδιών σε κάθε πλευρά ενός LP , μακριά από τραβηγμένες χρονικές διάρκειες και λοιπές υπερβολικές λογικές.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια συζήτηση που είχαμε με τον Θοδωρή Ξουρίδα στο προπέρσινο Up The Hammers, σχετικά με τους τότε εμφανιζόμενους ζωντανά Glacier και λοιπά σχήματα της συνομοταξίας τους, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα πως ο χώρος «χρειάζεται» ανάλογες μπάντες, ακόμη κι αν εκείνες θυμίζουν το παρελθόν τους μονάχα στο όνομα. Τις χρειάζεται, όχι τόσο ως μια σύνδεση με το «τότε», κάτι που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει κατά κόρον στα πιο κλασικά metal ιδιώματα, αλλά από την άποψη της δεύτερης ευκαιρίας που εκείνες είναι έτοιμες να αδράξουν, διεκδικώντας ξανά το δικαίωμα στο όνειρο. Και αν τα αποτελέσματα πολλές φορές προσγειώνουν άτσαλα στην κυνική πραγματικότητα που σχεδόν επιβάλλει κάποια πράγματα να παραμένουν στην ασφάλεια του παρελθόντος, περιπτώσεις σαν των Glacier έρχονται σχεδόν από το πουθενά για να επιτρέψουν να ονειρευόμαστε. Μια απολαυστική US metal δουλειά, το δίχως άλλο.

  • SHARE
  • TWEET